Το σπίτι είχε τρία αφεντικά. Την κυρία Αλίκη, το γιο της και το σκύλο τους. Θηλυκό ήταν, γιατί ο γιος ευχαριστιόταν να τη λέει αχάριστη και πουτάνα. Άραζε στη ζεστή πολυθρόνα του σαλονιού και κοιμόταν σε κρεβάτι ΙΚΕΑ. Κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι γυναίκα, έκανε χαμό. Από χαρά και ζήλια μαζί.
Aφορμή για να διαβάσω το βιβλίο ΑΛΤΣΧΑΪΜΕΡ TRANCE υπήρξε μία παρουσίαση του βιβλίου από τη συγγραφέα του, στην οποία τελικά και δεν πήγα. Το βιβλίο αποτελείται από διηγήματα, 15 στον αριθμό. Τα διηγήματα πολλές φορές τα αντιμετωπίζω ως σπαράγματα και προπαρασκευές ενός μυθιστορήματος κι αυτό βέβαια τα αδικεί γιατί τα προσεγγίζω με συγκεκριμένη προοπτική, χωρίς να συνειδητοποιώ την αυτοτέλειά τους.
Τα συγκεκριμένα διηγήματα περισσότερο ως σκελετό τα δέχτηκα, ως ένα σύνολο οστών δηλαδή, πάνω στα οποία μπορεί να σταθεί ένα σώμα. Μαύρα ποιήματα που κρύβουν μέσα τους μια αισιοδοξία, μια αισιοδοξία του στυλ ότι όλα είναι εμπειρίες τις οποίες έχει και ανάγκη ο άνθρωπος. Μαύρα ποιήματα με οργή όχι όμως με πίκρα και καημό.
Αυτή η τηλεόραση όλο και μεγαλώνει. Σε λίγο, το ξέρω, θα ανοίξει το μεγάλο γυάλινι στόμα της και θα με καταπιεί. Το τζάμι θα κόψει το λαιμό και τα φτερά μου και το ρεύμα, αχ, το ρεύμα, θα μπει μέσα μου σαν αίμα. Ένας κομπάρσος θα μου πει: "Καλημέρα, καλά;" κι εγώ θα απαντήσω με φωνή που δεν έσπασε ποτέ από τα θρύψαλα: "Καλά, λέμε".
Διαβάζω στο οποισθόφυλλο: Τα διηγήματα της Στέργιας Κάββαλου είναι σαν μικρά, πικρά εσπρέσο ριστρέτο.Έτσι, χωρίς ζάχαρη. Μια και κάτω, και μετά ή ανάβεις τσιγάρο ή σηκώνεσαι να φύγεις...
Διηγήματα της καφετέριας δηλαδή; Διηγήματα ίσως στα οποία λείπει η βιωματικότητα. Είναι σαν να παρακολουθεί η συγγραφέας φωτογραφίες, τις οποίες μπορεί να έβγαλε η ίδια, μπορεί όμως και όχι, και άλλες τις κρατά, άλλες τις καίει με φωτιά, γιατί απλά δεν της άρεσαν.
Το δίλημμα ταφή ή καύση για μένα δε θέλω να υπάρχει. Και τα σκουλήκια φοβάμαι και τη φωτιά.
Το δίλημμα ταφή ή καύση για μένα δε θέλω να υπάρχει. Και τα σκουλήκια φοβάμαι και τη φωτιά.
Αν έλειπε αυτή η στερεοτυπική, νεανική γραφή, που βέβαια στο οπισθόφυλλο χαρακτηρίζεται ως στεγνή, κοφτή, στερημένη από το περιττό και στολισμένη απ΄ το αναγκαίο, πιστεύω ότι το έργο θα κέρδιζε σε αμεσότητα και αλήθεια. Η διαφορετικότητα του ύφους δεν πρέπει να επιβάλεται κραυγαλέα, αλλά διακριτικά και με τη δύναμη της γλώσσας.
Νόμιζα πως ετοιμαζόταν για παρτούζα. Σηκώθηκε, μπροστά στην οθόνη. Με γυρισμένη την πλάτη, μη με σοκάρει. Κάρφωσε τη σύριγγα στον πούτσο του. Εκεί βρήκε φλέβα.
Μεταφέρω και άλλες κριτικές:
«Δεκαπέντε διηγήματα. Ναι. Δεκαπέντε. Αλλά... χαστούκια πόσα; Γιατί, διαβάζοντας τις ιστορίες της Στέργιος Κάββαλου είναι σα να δέχεσαι απανωτά χαστούκια. Ηχηρά. Από αυτά που πονάνε και βλέπεις αστεράκια... Ροχάλα στο επίσημο και το δήθεν. Το στημένο. Το ψεύτικο. Και συνεπώς ανέμπνευστο. Διαβάστε το. Κι ας κοπείτε...
«Είναι η φωνή της νέας γενιάς που θέλει να ανανεώσει την βαριά ατμόσφαιρα και έχει την δυνατότητα να το κάνει. Η Κάββαλου ξέρει να διηγείται και κυρίως έχει όλη την δυνατότητα να αναπτύξει αυτήν την σπάνια δεξιότητα»
Νόμιζα πως ετοιμαζόταν για παρτούζα. Σηκώθηκε, μπροστά στην οθόνη. Με γυρισμένη την πλάτη, μη με σοκάρει. Κάρφωσε τη σύριγγα στον πούτσο του. Εκεί βρήκε φλέβα.
Μεταφέρω και άλλες κριτικές:
«Δεκαπέντε διηγήματα. Ναι. Δεκαπέντε. Αλλά... χαστούκια πόσα; Γιατί, διαβάζοντας τις ιστορίες της Στέργιος Κάββαλου είναι σα να δέχεσαι απανωτά χαστούκια. Ηχηρά. Από αυτά που πονάνε και βλέπεις αστεράκια... Ροχάλα στο επίσημο και το δήθεν. Το στημένο. Το ψεύτικο. Και συνεπώς ανέμπνευστο. Διαβάστε το. Κι ας κοπείτε...
Γιόλα Αργυροπούλου/ ΑΤΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
«Είναι η φωνή της νέας γενιάς που θέλει να ανανεώσει την βαριά ατμόσφαιρα και έχει την δυνατότητα να το κάνει. Η Κάββαλου ξέρει να διηγείται και κυρίως έχει όλη την δυνατότητα να αναπτύξει αυτήν την σπάνια δεξιότητα»
Ξενοφών Μπρουντζάκης/ ΠΟΝΤΙΚΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου