Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Oι Γυναίκες της Λήμνου

Ιδιαίτερα γοητευτικοί είναι οι μύθοι και οι παραδόσεις που αφορούν μια άλλη εποχή, έναν άλλο τόπο ή μια άλλη άλλη μορφή οργάνωσης, όλα διαφορετικά από αυτά που έχουμε συνηθίσει εμείς να ζούμε. Εμείς και το άλλο. Τόσο εξωτικό ακούγεται σα να θέλεις να ταξιδέψεις. Ο μύθος που ακολουθεί αφορά τις γυναίκες της Λήμνου και μας μεταφέρει σε μια όψιμη μορφή μητριαρχίας. Πηγές μου δύο παραμυθάδες: ο Απολλόδωρος ο Ρόδιος και ο Ηρόδοτος.



        Οι Αργοναύτες αφού έκαναν πανιά από τη Θεσσαλία για ν΄ αναζητήσουν το Χρυσόμαλλο Δέρας, ρίξαν άγκυρα στη Λήμνο. Στην ελληνική μυθολογία με το συλλογικό όνομα Λημνιάδες ήταν γνωστές οι γυναίκες της νήσου Λήμνου οι οποίες, σύμφωνα με την παράδοση, παραμέλησαν τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης. Η θεά τις εκδικήθηκε κάνοντάς τες να μυρίζουν τόσο άσχημα, ώστε οι σύζυγοί τους τις εγκατέλειψαν και πήραν παλλακίδες από τη Θράκη. Οι Λημνιάδες τότε τους εκδικήθηκαν με τη σειρά τους σκοτώνοντας όλους τους άνδρες της νήσου, ακόμα και τον βασιλιά, και έκαναν βασίλισσά τους την Υψιπύλη, θυγατέρα του Θόα (γιος του Διονύσου και Αριάδνης). Η Υψιπύλη λυπήθηκε τον πατέρα της και δεν τον σκότωσε.  Ο αρχηγός των αργοναυτών, Ιάσονας, ερωτεύτηκε την Υψιπύλη και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Εύηνο και το Νεβροφόνο, από τους οποίους ο πρώτος έγινε στη συνέχεια βασιλιάς του νησιού). Ο μύθος αυτός που αποτέλεσε και τη βάση τραγωδιών του Αισχύλου και του Σοφοκλή, αποτελεί στοιχείο που μαρτυρεί για το πρώιμο στάδιο της μητριαρχίας και τη μετάβαση από τη μητριαρχία (βασιλεία Υψιπύλης) στην πατριαρχία (βασίλειο Ευήνου).

ΚΕΙΜΕΝΟ
οὗτοι ναυαρχοῦντος Ἰάσονος ἀναχθέντες προσίσχουσι Λήμνῳ. ἔτυχε δὲ ἡ Λῆμνος ἀνδρῶν τότε οὖσα ἔρημος, βασιλευομένη δὲ ὑπὸ Ὑψιπύλης τῆς Θόαντος δι᾽ αἰτίαν τήνδε. αἱ Λήμνιαι τὴν Ἀφροδίτην οὐκ ἐτίμων· ἡ δὲ αὐταῖς ἐμβάλλει δυσοσμίαν, καὶ διὰ τοῦτο οἱ γήμαντες αὐτὰς ἐκ τῆς πλησίον Θρᾴκης λαβόντες αἰχμαλωτίδας συνευνάζοντο αὐταῖς. ἀτιμαζόμεναι δὲ αἱ Λήμνιαι τούς τε πατέρας καὶ τοὺς ἄνδρας φονεύουσι· μόνη δὲ ἔσωσεν Ὑψιπύλη τὸν ἑαυτῆς πατέρα κρύψασα Θόαντα. προσσχόντες οὖν τότε γυναικοκρατουμένῃ τῇ Λήμνῳ μίσγονται ταῖς γυναιξίν. Ὑψιπύλη δὲ Ἰάσονι συνευνάζεται, καὶ γεννᾷ παῖδας Εὔνηον καὶ Νεβροφόνον.

Ἀπολλόδωρος Βιβλιοθήκη Α' 114

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αυτοί (οι Αργοναύτες)  με ναύαρχο τον Ιάσονα αφού εξέπλευσαν, προσέγγισαν τη Λήμνο, έτυχε τότε η Λήμνος να είναι τελείως έρημη από άνδρες και να έχει βασίλισσα την Υψιπύλη, κόρη του Θόαντα, για την εξής αιτία: οι γυναίκες της Λήμνου δεν τιμούσαν την Αφροδίτη. Αυτή έβαλε σ΄ αυτές δυσοσμία και γι΄ αυτό εκείνοι που τις παντρεύτηκαν  πήραν γυναίκες αιχμάλωτες από τη γειτονική Θράκη και κοιμόντουσαν με αυτές. Επειδή δέχονταν περιφρόνηση (ατίμωση)  οι γυναίκες της Λήμνου, φόνευσαν και τους πατέρες και τους άνδρες τους, μόνο η Υψιπύλη έκρυψε τον πατέρα της Θόαντα και τον έσωσε. Όταν λοιπόν προσέγγισαν  (οι Αργοναύτες)  τη Λήμνο, που ήταν τότε γυναικοκρατούμενη, σμίγουν ερωτικά με τις γυναίκες. Και η Υψιπύλη συνευρέθηκε με τον Ιάσονα και γέννησε δύο παιδιά, τον Εύηνο και το Νεβροφόνο (ελαφοκτόνο).






             Ο Ηρόδοτος θεωρεί πρώτους κατοίκους της Λήμνου τους Τυρρηνούς και τους Πελασγούς, οι οποίοι συνδέθηκαν με το μύθο των πειρατών που συνέλαβαν το Διόνυσο και τον πούλησαν ως σκλάβο. Οι Τυρρηνοί προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και είχαν κοινή καταγωγή με τους Ετρούσκους της Ιταλίας. Οι πελασγοί διώχθηκαν από την αττική, όπου ζούσαν, και εγκαταστάθηκαν στο νησί, όπου με τη σειρά τους έδιωξαν τους Μινύες, που ήταν απόγονοι του Ιάσονα και των αργοναυτών. Αργότερα οι Πελασγοί θέλησαν να εκδικηθούν τους αθηναίους, που τους έδιωξαν από τα μέρη τους. Επανέλαβαν τα λήμνια κακά: πήγαν στη Βραυρώνα, έκλεψαν τις αθηναίες γυναίκες που μετείχαν στα μυστήρια, τις μετέφεραν στη Λήμνο, απέκτησαν μαζί τους παιδιά και στη συνέχεια τις σκότωσαν αυτές και τα παιδιά τους. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αφορμή κατάληψης της Λήμνου από τους Αθηναίους με επικεφαλής το Μιλτιάδη. Η υποταγή του προελληνικού στοιχείου της Λήμνου στους Αθηναίους και η απαρχή σταδιακού εξελληνισμού  της τοποθετούνται στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα.


ΚΕΙΜΕΝΟ
οἱ δὲ Πελασγοὶ οὗτοι Λῆμνον τότε νεμόμενοι καὶ βουλόμενοι τοὺς Ἀθηναίους τιμωρήσασθαι, εὖ τε ἐξεπιστάμενοι τὰς Ἀθηναίων ὁρτάς, πεντηκοντέρους κτησάμενοι ἐλόχησαν Ἀρτέμιδι ἐν Βραυρῶνι ἀγούσας ὁρτὴν τὰς τῶν Ἀθηναίων γυναῖκας, ἐνθεῦτεν δὲ ἁρπάσαντες τουτέων πολλὰς οἴχοντο ἀποπλέοντες, καί σφεας ἐς Λῆμνον ἀγαγόντες παλλακὰς εἶχον. [2] ὡς δὲ τέκνων αὗται αἱ γυναῖκες ὑπεπλήσθησαν, γλῶσσάν τε τὴν Ἀττικὴν καὶ τρόπους τοὺς Ἀθηναίων ἐδίδασκον τοὺς παῖδας. οἳ δὲ οὔτε συμμίσγεσθαι τοῖσι ἐκ τῶν Πελασγίδων γυναικῶν παισὶ ἤθελον, εἴ τε τύπτοιτό τις αὐτῶν τινός, ἐβοήθεόν τε πάντες καὶ ἐτιμώρεον ἀλλήλοισι· καὶ δὴ καὶ ἄρχειν τε τῶν παίδων οἱ παῖδες ἐδικαίευν καὶ πολλῷ ἐπεκράτεον. [3] μαθόντες δὲ ταῦτα οἱ Πελασγοὶ ἑωυτοῖσι λόγους ἐδίδοσαν· καί σφι βουλευομένοισι δεινόν τι ἐσέδυνε, εἰ δὴ διαγινώσκοιεν σφίσι τε βοηθέειν οἱ παῖδες πρὸς τῶν κουριδιέων γυναικῶν τοὺς παῖδας καὶ τούτων αὐτίκα ἄρχειν πειρῴατο, τί δὴ ἀνδρωθέντες δῆθεν ποιήσουσι. [4] ἐνθαῦτα ἔδοξέ σφι κτείνειν τοὺς παῖδας τοὺς ἐκ τῶν Ἀττικέων γυναικῶν. ποιεῦσι δὴ ταῦτα, προσαπολλύουσι δὲ σφέων καὶ τὰς μητέρας. ἀπὸ τούτου δὲ τοῦ ἔργου καὶ τοῦ προτέρου τούτων, τὸ ἐργάσαντο αἱ γυναῖκες τοὺς ἅμα Θόαντι ἄνδρας σφετέρους ἀποκτείνασαι, νενόμισται ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα τὰ σχέτλια ἔργα πάντα Λήμνια καλέεσθαι.

Ηρόδοτος ΣΤ΄ 138
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 Αυτοί οι Πελασγοί κατοικούσαν κατά την εποχή εκείνη στη Λήμνο επιδιώκοντας όμως να εκδικηθούν τους Αθηναίους και γνωρίζοντας καλά τις αθηναϊκές γιορτές, προμηθεύτηκαν  πεντηκοντόρους και πραγματοποίησαν ενέδρα σε βάρος όσων γυναικών της Αθήνας συμμετείχαν στην τελετή της Άρτεμης στη Βραυρώνα. Και από εκεί άρπαξαν γυναίκες πολλές και στη συνέχεια απομακρυνόμενοι με τα σκάφη τους τις μετέφεραν στη Λήμνο χρησιμοποιώντας τες ως παλλακίδες. Καθώς επίσης οι εν λόγω γυναίκες πλημμύρισαν το νησί με παιδιά, δίδασκαν σ΄ αυτά την αττική γλώσσα όσο και τις αθηναϊκές συνήθειες. Κι εκείνα δεν έδειχναν διάθεση ούτε να κάνουν παρέα με τα παιδιά των Πελασγίδων γυναικών, ενώ, αν κάποιο παιδί των εν παλλακίδων το χτυπούσε παιδί Πελασγών, έσπευδαν όλα μαζί να το βοηθούσαν και αλληλοϋποστηρίζονταν. Επιπλέον μάλιστα τα παιδιά των παλλακίδων πρόβαλλαν την αξίωση να επιβάλλονται ως αρχηγοί στα άλλα και σε μεγάλο βαθμό τα υπερνικούσαν. Από την άλλη, όμως, τα πληροφορήθηκαν όλα αυτά οι Πελασγοί και συζητούσαν μεταξύ τους για τα μέτρα που όφειλαν να πάρουν. Προβληματίζονταν, έτσι, πάνω στο θέμα αυτό, όταν τρύπωσε στο μυαλό τους μια φοβερή σκέψη: αν αποφάσιζαν τα παιδιά αυτά να τηρούν μεταξύ τους στάση αλληλοσυμπαράστασης σε σχέση με τα παιδιά των νόμιμων συζύγων των Πελασγών και αν από τώρα τα πρώτα δοκίμαζαν να επιβληθούν στα άλλα, τι θα έκαναν άραγε όταν έφταναν στην ανδρική ηλικία; Και τότε αποφάσισαν  να θανατώσουν τα παιδιά εκείνα που τα είχαν αποκτήσει από τις γυναίκες της Αττικής. Αλλά προχωρώντας ακριβώς στην ενέργειά τους αυτήν εξόντωσαν επίσης και τις γυναίκες των παιδιών. Με βάση εξάλλου τη συγκεκριμένη τους συμπεριφορά, όπως και μια προηγούμενη, από την παραπάνω πράξη, στην οποία προχώρησαν οι γυναίκες της Λήμνου, όταν σκότωσαν –στα χρόνια του Θόα-τους άντρες τους, έχει καθιερωθεί ανά την Ελλάδα το εξής: όλες οι αποτρόπαιες πράξεις να ονομάζονται Λήμνιες.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Η γυναίκα του Κανδαύλη


Η ομορφιά έχει ανάγκη ένα δημιουργό για να της δώσει μορφή. Για παράδειγμα η ομορφιά της γυναίκας χρειάζεται έναν ποιητή για να τραγουδήσει τα κάλλη της ή έναν ζωγράφο να παραστήσει τη θωριά της. Η ωραία Ελένη έμεινε στην ιστορία επειδή ανέλαβε ένας Όμηρος ή ένας Ευριπίδης να συνθέσει το πορτραίτο της. Μπορεί άραγε ένας πεζογράφος στην αρχαιότητα να φιλοτεχνήσει μια γυναίκα, ενώ τα εκφραστικά του μέσα είναι πιο φτωχά από αυτά του ποιητή, τη στιγμή μάλιστα που η ομορφιά εντυπωσιάζει;  Και όμως ο Ηρόδοτος κατάφερε μέσα από το έργο του να μας αφήσει μια γυναικεία μορφή παροιμιώδη για την ομορφιά της. Αλλά και για τη φονική της αποφασιστικότητα. Μια σκληρή ομορφιά. Είναι η γυναίκα του Κανδαύλη. Μια γυναίκα που ο ιστορικός δε μας παραδίδει το όνομά της, δε χρειάζεται εξάλλου, μια γυναίκα-σύμβολο.


Ουίλιαμ Έτυ: "Ο Κανδαύλης, βασιλιάς της Λυδίας, επιδεικνύει κρυφά τη γυναίκα του στον Γύγη, καθώς αυτή πηγαίνει γυμνή στο κρεβάτι του" (1820, Πινακοθήκη Γιορκ, Αγγλία)


Ο βασιλιάς των Λυδών, Κανδαύλης ήταν ερωτευμένος παράφορα με τη γυναίκα του. Ένιωθε ένα πάθος παθολογικό γι΄ αυτή. Τη θεωρούσε πιο όμορφη απ΄ όλες τις γυναίκες, μέχρι που έφτασε να αποκαλύπτει τα μυστικά της ομορφιάς της γυναίκας του σ΄ έναν έμπιστο ακόλουθό του, ένα δορυφόρο του, το Γύγη. Ωσπου μια μέρα του κάνει την εξής πρόταση: 

Κανδαύλης: Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την ομορφιά της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο απ' ότι στα μάτια τους), δέξου να την δεις εκείνη γυμνή.
Γύγης: Κύριε μου, τί λόγο αρρωστημένο μου λες, παρακινώντας με, την κυρά μου να την δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη και την ντροπή της. Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι γνώμες σοφές, που πρέπει να μας διδάσκουν· μια από αυτές είναι και τούτη: να κοιτάζει καθένας τη δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις γυναίκες η πιο όμορφη, και σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα.
Κανδαύλης: Θάρρος, Γύγη, και μη φοβάσαι ούτε εμένα, πως ίσως θέλοντας να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση, ούτε και τη γυναίκα μου, μήπως από κείνη σε βρει κάποιο κακό. Γιατί εγώ έτσι καλά θα στήσω τη μηχανή από την αρχή, ώστε εκείνη να μην πάρει είδηση ότι εσύ την είδες. Μόνος μου θα σε στήσω μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο· αμέσως μετά από μένα θα έλθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Κοντά στην είσοδο βρίσκεται ένα θρονί· πάνω σ' αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει και θα μπορέσεις έτσι με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις. Όταν προχωρήσει από το θρονί προς το κρεβάτι, και βρεθείς πίσω από την πλάτη της, μόνος σου κοίτα από κει και πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από την πόρτα.

Ο Γύγης δεν έχει τη δύναμη να κάμψει τη δεσποτική αδιαλλαξία του μονάρχη και αδύναμος να τον πείσει τελικά αποδέχεται. Μπαίνει στη βασιλική κρεβατοκάμαρα και μ΄ αυτό τον τρόπο μπαίνει και ο  αναγνώστης σε μια οφθαλμολαγνική και ηδονοβλεπτική θέση. Η γυναίκα απόθεσε τα ρούχα της και ο Γύγης τη θαύμαζε. Καθώς όμως αυτή προχωρούσε προς το κρεβάτι της και ο Γύγης γλίστρησε για να φύγει, η γυναίκα τον είδε τη στιγμή που ξεγλιστρούσε. Αμέσως κατάλαβε τί σκάρωσε ο άντρας της, παρόλ΄ αυτά κράτησε την ψυχραιμία της και δεν έδειξε το παραμικρό. Την επόμενη μέρα όμως κάλεσε το Γύγη και του έθεσε το εξής δίλημμα:

Γυναίκα: Τώρα δύο δρόμοι σου ανοίγονται, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα να πάρεις όποιον από τους δυο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και τη βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη βλέπεις στο εξής, με την τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη, όσα δε σου επιτρέπεται. Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ που εμένα με είδες γυμνή, κάνοντας μία πράξη άπρεπη.

Η βασίλισσα αφήνει εμβρόντητο το Γύγη με την ωμή συντομία της: ρίχνει στη μέση από την αρχή και δίχως περιστροφές το απειλητικό της δίλημμα σα μαχαίρι: ο βεζύρης έχει να διαλέξει ανάμεσα στο δικό του άμεσο θάνατο και στο φόνο του βασιλιά. Δέλεαρ για αυτή τη φονική πράξη, ο θρόνος και το βασιλικό κρεβάτι. Προβάλλεται και μία εθιμική εντολή: ο βαρβαρικός νόμος απαγορεύει ακόμη κι έναν άνδρα να τον δουν γυμνό – πολύ περισσότερο μια γυναίκα. Την προσβολή αυτού του νόμου επικαλείται η βασίλισσα, για να επιβάλει το φονικό της σχέδιο. Ο Γύγης αποσβολώνεται, ύστερα ικετεύει, προσπαθεί να πείσει. Αλλά ήδη το ξέρει: έξοδος από αυτό τον κλοιό της διάζευξης δεν υπάρχει. Σαν τον Ηρακλή μπροστά στο δίστρατο της αρετής και της κακίας θέτει την ερώτηση:

Γύγης: Αφού με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην το θέλω, πες μου να ακούσω με ποιο τρόπο θα του επιτεθούμε.
Γυναίκα: Από το ίδιο μέρος θά 'ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος με έδειξε γυμνή· πάνω στον ύπνο θα τον βρει.

Κατέστρωσαν επομένως το σχέδιο, ο Γύγης ακολούθησε τη γυναίκα στον κοιτώνα, εκεί που την είχε θαυμάσει γυμνή κι αυτή του έδωσε ένα μαχαίρι. Ο Γύγης κρύφτηκε και μέσα στο μισοσκόταδο, την ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν , τον σκότωσε. Έτσι πήρε ο Γύγης και τη βασιλεία και τη γυναίκα του Κανδαύλη. Οι Λυδοί πήραν βαριά το θάνατο του Κανδαύλη, όμως το μαντείο των Δελφών, με χρησμό, έκανε αποδεκτή τη βασιλεία του Γύγη, κι έτσι ο Γύγης βασίλευσε χωρίς να ξεσπάσει επανάσταση.

Την παραμυθική καταβολή της ηροδότειας νουβέλας την διαβάζουμε στον Πλάτωνα (Πολιτεία 359d-306b): εκεί ο Γύγης είναι ένας απλός βοσκός, που η τύχη τον ανεβάζει στο κρεβάτι της βασίλισσας και στο θρόνο μ΄ ένα μαγικό δαχτυλίδι, που τον κάνει αόρατο, κάθε φορά που εκείνος γυρίζει την πέτρα του. Το παραμύθι μοιάζει να είναι ανατολίτικο. Η δοκιμή του Ηροδότου δεν είναι μάλλον η πρώτη, παραμένει όμως ποιοτικά ανεπανάληπτη.

Αναφορά, απαξιωτική όμως, στο Γύγη κάνει και ο λυρικός ποιητής Αρχίλοχος:
ο μοι τ Γγεω το πολυχρσου μέλει,
ο
δ΄ ελ π με ζλος͵ οδ΄ γαομαι
θε
ν ργα͵ μεγλης δ΄ οκ ρω τυραννδος·
ππροθεν γρ στιν φθαλμν μν.

Δε με ενδιαφέρει ο πλούτος του πάμπλουτου
Γύγη και δε ζηλεύω ούτε εποφθαλμιώ ό,τι
(του) έδωσαν οι θεοί, ούτε επιθυμώ τη μεγάλη
τυραννίδα, γιατί είναι μακριά από τις βλέψεις μου.

Στα παραμύθια τα πρόσωπα είναι συνήθως ανώνυμα. Έτσι κι εδώ η γυναίκα του Κανδαύλη είναι ανώνυμη. Το ήθος της προβάλει καθαρότερα με την ανωνυμία της. Πέρα και πίσω από το συγκεκριμένο πρόσωπο της βασίλισσας, χάρη στην παρασιώπηση του ονόματός της, ανακαλύπτουμε το αντίπαλο φύλο, που με την απειλητική, εμπειρική του διάσταση εξουδετερώνει το ρόλο των επώνυμων αντρών.

Το ιστορικό ζητούμενο της διήγησης είναι να εξηγηθεί η βίαιη μετατόπιση της εξουσίας από τη μια λυδική δυναστεία στην άλλη. Η νουβέλα δραματοποιεί την απότομη αυτή αλλαγή και την αποδίδει στο φόνο του Ηρακλείδη Κανδαύλη από τον πιστό δορυφόρο του Γύγη. Όπως  εξάλλου αναφέρει και ο Ηρόδοτος: Η ηγεμονία των Ηρακλειδών πέρασε στα χέρια της γενιάς του Κροίσου, στους Μερμνάδες, ως εξής. Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον λένε Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή. Ο Γύγης με τη συναίνεση του δελφικού μαντείου ιδρύει την έσχατη δυναστεία των Μερμνάδων που τελευταίος βασιλιάς της θα γίνει ο Κροίσος.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Aντιγόνη

"ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ" ΤΟΥ ΜΠΡΕΧΤ

Tο έργο που στοιχειώνει τη συνείδηση των μαθητών χωρίς να βαθαίνουν ταυτόχρονα στην τραγικότητά του είναι η Αντιγόνη. Η τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη.Και ποιο το νόημα του έργου αυτού σε μια φράση; Όπως λέει κι Αλέξης Σολομός: "Το δικαίωμα του ατόμου να διαλέγει την ελευθερία του". Εκείνο, μάλιστα, που παρουσιάζει τον Σοφοκλή της Αντιγόνης πιο ώριμο και πιο μοντέρνο συγγραφέα, είναι πως κανένα «ουράνιο όραμα», καμιά «φωνή» και κανένας αθάνατος επισκέπτης του Θεολογίου δεν καθοδηγεί τη νεαρή ηρωίδα - όπως συμβαίνει ακόμη και σ' άλλες ελληνικές τραγωδίες. Μόνη της, αβοήθητη μέσ' στην ερημιά που την αγκαλιάζει, αδύναμη ενάντια στις τρομερές δυνάμεις που την πολε­μούν, διαλέγει το δρόμο της και τον ακολουθάει. Όχι δίχως έγνοια ή φόβο, όχι δίχως θλίψη ή αγανάκτηση, σαν υπεράνθρωπος - μα σαν θνητό και τρωτό ανθρωπάκι που είχε το θάρρος να κρίνει, ν' αμφιβάλλει και να διαλέξει με πίστη ένα δρόμο αντίθετο απ' τους άλλους.


Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι και μία άλλη Αντιγόνη. Η Αντιγόνη που έγραψε ο Μπρεχτ. Δεν είναι βέβεαι καθαρά η Αντιγόνη του Μπρεχτ. Είναι η Αντιγόνη του Σοφοκλή του Μπρεχτ. Χρησιμοποίησε κατά βάση τη μετάφραση του Hoederlin και έβαλε ένα μικρό ποσοστό στίχων που τινάζουν στον αέρα όλο το οικοδόμημα. Εκείνο που έκανε, ωστόσο, ο Μπρεχτ με τη βοήθεια της μεθόδου του - μαρξισμού, αποστασιοποίησης κ.λπ. - ήτανε να σκουπίσει τη σκόνη της ανεδαφικής φιλολογίας, για να μπορέσουν και πάλι να προβάλουν — έργο και ηρωίδα – με την πραγματική τους λάμψη, που την είχανε κάπως χάσει στις σχολικές βιβλιοθήκες. Ο Μπρεχτ πήρε το πατροπαράδοτο θέατρο και το γύρισε ανάποδα. Αυτός θε έλεγε ότι το έβαλε να στέκεται με τα δυο του πόδια στη γη. Αυτό ήταν εξάλλου και το ιδανικό του. Γι΄ αυτό και δήλωνε αντιαριστοτελικός. Αντιαριστοτελικός ίσως από την άποψη ότι αντιμαχόταν τον δυτικό τρόπο ερμηνείας του Αριστοτέλη. Ο Μπρεχτ ήθελε ένα θέατρο που  παρουσιάζει στη σκηνή τις αντιφάσεις της ιστορίας και προσπαθεί κάθε φορά να ερμηνεύει τα φαινόμενα με απώτερο σκοπό την αλλαγή του κόσμου. 


Ακολουθούν δύο αποσπάσματα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή του Μπρεχτ:



Βερολίνο. Απρίλιος 1945.
Χαράματα. Δυο αδερφάδες γυρίζουνε στο σπίτι τους, αφού πέρασαν τη νύχτα στο καταφύγιο.

ΠΡΩΤΗ: Όταν γυρίσαμε απ' το καταφύγιο, πριν ακόμα 
ξημερώσει - η γειτονιά μας καιγότανε - κι οι φλόγες 
φωτίζανε το σπίτι μας, που δεν το 'χε αγγίξει η φωτιά. 
Μόλις μπήκαμε, η αδερφή μου αναρωτήθηκε:
ΔΕΥΤΕΡΗ: Ποιος άνοιξε την πόρτα μας;
ΠΡΩΤΗ: Μπορεί ν' άνοιξε μόνη της, απ' το τράνταγμα που έκαναν οι εκρήξεις.
ΔΕΥΤΕΡΗ: Κι αυτά τα χνάρια εδώ στη σκόνη; Είναι σαν κάποιος να περπάτησε.
ΠΡΩΤΗ: Ίσως κανένας μπήκε να κρυφτεί, όσο κρατούσε η επιδρομή.
ΔΕΥΤΕΡΗ: Κι αυτός ο σάκος στη γωνιά;  
ΠΡΩΤΗ: Βλέπεις κάτι που δεν ήταν πριν; Καλύτερα έτσι, παρά κάτι που είχαμε εκειπέρα να 'χε χαθεί.
δευτερη: Ψωμί κι ένα κομμάτι λαρδί!
πρωτη: Ε! Είναι τόσο φοβερό;
δευτερη: Αδερφούλα μου, ποιος πέρασε απ' το σπίτι μας;
πρωτη: Που θες να ξέρω;... Σίγουρα κάποιος που 'θελε να μας αφήσει κάτι να τσιμπήσουμε.
δευτερη:Εγώ το ξέρω!... Ω, τι χαρά, αδερφούλα μου!.. Γύρισε ο αδελφός μας!
πρωτη: Αγκαλιάσαμε η μια την άλλη και φιλιόμαστε. Ήμασταν όλο χαρά. Ξέραμε πως ο αδελφός μας πολε­μούσε - μα τώρα μας είχε δώσει δείγμα πως ήτανε καλά. Κάτσαμε και φάγαμε αυτά που μας άφησε.
δευτερη: Εσύ να χορτάσεις. Η δουλειά σου στο εργοστάσιο είναι βαριά.
πρωτη: Όχι όσο βαριά η δικιά σου.
δευτερη: Πάρε κι άλλο.
πρωτη: Δεν θέλω, φχαριστώ.
δευτερη: Πώς ήρθε άραγε;
πρωτη: Με τη μονάδα του.
δεύτερη: Και πού να 'ναι τώρα;
πρωτη: Πίσω στη μάχη.
δευτερη: Ω!
πρωτη: Ψέματα, η μάχη τέλειωσε - δεν ακούγεται πια τίποτα.
δευτερη: Αχ! Τι ήθελα και ρώτησα;
πρωτη:Λυπάμαι που έτσι σ' αναστάτωσα...
Μείναμε αμίλητες. Κατόπι, έξω στο δρόμο, ακούστηκε
μια τρομερή κραυγή.




φυλακασ:
Αυτή 'ναι που 'ριξε το χώμα. Τώρα το ξέρεις.
κρεων:
Τα λες σταράτα. Μα την είδες με τα μάτια σου;
 φυλακασ:
Ναι, έριχνε χώμα πάνω στο κουφάρι,
ενάντια στη δικιά σου διαταγή.
Τώρα που η τύχη είναι μαζί μου, μιλάω πιο καθαρά.
κρεων;
Πες μου τα όλα.
φυλακασ:
Κλαψούριζε κειδά, δίπλα στο πτώμα
και χώμα του 'ριχνε - από στάμνα - τρεις φορές.
Σαν τη γραπώσαμε, φόβο δεν έδειξε καθόλου.
Τις κατηγορίες που της κάναμε δεν τις αρνήθηκε,
μόνο στεκότανε κειδά μπροστά μας,
σα γελαστή κι αντάμα πικραμένη.
κρεων:
Ομολογείς πως το 'κανες ή αρνιέσαι;
αντιγόνη:
Δεν αρνιέμαι, ομολογώ πως το 'κανα.
κρεων:
Πες μου, δίχως πολλά λόγια:
ήξερες τα όσα εγώ προκήρυξα στη χώρα για τούτον το νεκρό;
αντιγονη:
Πώς να μην τα ξέρω; Ξεκάθαρα ήταν. κρεων:
Και τόλμησες να παραβείς τις διαταγές μου;
αντιγονη:
Γιατί ήταν διαταγές δικές σου, διαταγές θνητού. Ένας
θνητός μπορεί να τις πατήσει. Κι όπως εσύ, είμαι κι
εγώ θνητή - πιο θνητή μάλιστα από σένα - μα όχι για πολύ.
Να πεθάνω πριν την ώρα μου - γιατί το ξέρω πως θα γίνει -
είναι καλό για μένα. Για τους δυστυχισμένους
ο θάνατος είναι Θεού ευλογία. Μα αν άφηνα
τον αδερφό μου δίχως μνήμα, η ζωή μου θα 'ταν
ατέλειωτο μαρτύριο. Την τιμωρία μου άφοβα προσμένω.
Άθαφτο να μένει ένα κορμί ανθρώπινο δε θέλουν οι θεοί.
Κι αν με θαρρείς τρελή, που το θυμό τους σκιάζομαι
κι όχι το δικό σου, μάλλον εσύ παραλογίζεσαι.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

H έρημος των Ταρτάρων

Η έρημος των Ταρτάρων - Ντίνο Μπουτζάτι

 Ένα βιβλίο μαύρο, απαισιόδοξο. Ο άνθρωπος και οι εμμονές του. Ο άνθρωπος και η ουτοπία. Και όταν η ουτοπία δεν είναι ένα όραμα ή ένα όνειρο για να σε ανυψώσει; Κι όταν η ουτοπία είναι ένας εχθρός, η απειλή ενός εχθρού; Μου φέρνει στο μυαλό κάπως τη γονεϊκή ψυχολογία, αυτή την εμμονή των γονιών να ταυτίζουν τη ζωή τους με την ανατροφή του παιδιού, να ζουν για το παιδί, να θεωρούν το παιδί προέκταση του εγώ τους, να μην παραδέχονται ότι το παιδί μεγάλωσε κι όταν αυτό τελικά φεύγει, γιατί κάποια στιγμή πρέπει να φύγει, τότε ακολουθεί το απόλυτο κενό. Τις έχουμε ανάγκη τις ουτοπίες μας, πιστεύω, αρκεί όμως να μη ζεις μόνο γι΄ αυτές, να μπορείς να αποστασιοποιείσαι και από αυτές και να διαμορφώσεις το δικό σου, προσωπικό εγώ.

Μπροστά, λοιπόν, σε μια αχανή έρημο σε ένα χώρο και χρόνο που δεν προσδιορίζονται ορθώνεται ένα παλιό οχυρό, το οχυρό Μπαστιάνι.. Εδώ υπάρχει στρατός και προστατεύει τα σύνορα της χώρας. Όλοι περιμένουν ότι κάποτε θα έρθει ο εχθρός, ονειρεύονται μάχες, ελπίζουν στη δόξα. Μάλιστα οι εχθροί έχουν και όνομα, είναι οι Τάρταροι. Ίσως όμως δεν υπάρχει εχθρός, ίσως οι Τάρταροι να είναι και αυτοί ένας μύθος, ένας μύθος για να δικαιολογήσουν την ασήμαντη ζωή τους όσοι υπηρετούν στο οχυρό. Ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο Τζιοβάνι Ντρόγκο, πείθεται και πιστεύει μέχρι τέλους στο μύθο αυτό. Όταν, όμως θα εμφανιστούν κάποτε αυτοί οι βάρβαροι ο ίδιος δε θα είναι πια σε θέση να τους υποδεχτεί και να τους αντιμετωπίσει.

Μια έντονη στρατοκρατική αντίληψη διαπνέει το έργο, καθώς, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας, μέσα σε ένα στρατιωτικό περιβάλλον η ιστορία μπορεί να αποκτήσει αλληγορική ένταση και να αγγίξει όλους τους ανθρώπους. Άνθρωποι παρασυρμένοι από το ίδιο αργό ποτάμι...Έντονο το καφκικό κλίμα καθώς και ο απόηχος των καβαφικών βαρβάρων.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

ὑπέρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία


Ένας λόγος από έναν απατημένο σύζυγο, ένας δικανικός λόγος που μας δείχνει την κοινωνική θέση των γυναικών και την κοινωνία της Αθήνας κατά την κλασσική εποχή.

 

Τον λόγο έγραψε ο Λυσίας για ένα φτωχό γεωργό που πρόσφατα είχε παντρευτεί, αλλά η σύζυγός του τον απατούσε με έναν νεαρό Αθηναίο, τον Ερατοσθένη. Ο Ευφίλητος (αυτό ήταν το όνομα του απατημένου συζύγου) έπιασε επ΄ αυτοφόρω τη γυναίκα του να τον απατά. Κάλεσε μετά από καλοστημένη παγίδα του τους συγγενείς και φίλους του σε μία από τις πολλές φορές που η γυναίκα του τον απάτησε και σκότωσε το μοιχό, έχοντας πολλού μάρτυρες, αφού όλοι τον είδαν ξαπλωμένο στην κρεβατοκάμαρά του. Εξάλλου, νόμος στην αρχαία Αθήνα επέτρεπε ατιμωρητί μια τέτοια αντίδραση. Στη συνέχεια βέβαια διέτρεχε τον κίνδυνο να κατηγορηθεί από την οικογένεια του νεκρού. Έτσι συνέβη και με τον Ευφίλητο ο οποίος υπερασπίζεται τον εαυτό του. 

παράγραφοι 6-9

 Ἐγὼ γάρ, ὦ Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἔδοξέ μοι γῆμαι καὶ γυναῖκα ἠγαγόμην εἰς τὴν οἰκίαν, τὸν μὲν ἄλλον χρόνον οὕτω διεκείμην, ὥστε μήτε λυπεῖν μήτε λίαν ἐπ' ἐκείνῃ εἶναι, ὅ τι ἂν ἐθέλῃ, ποιεῖν, ἐφύλαττόν τε, ὡς οἷόν τε ἦν, καὶ προσεῖχον τὸν νοῦν, ὥσπερ εἰκὸς ἦν. ἐπειδὴ δέ μοι παιδίον γίγνεται, ἐπίστευον ἤδη καὶ πάντα τὰ ἐμαυτοῦ ἐκείνῃ παρέδωκα, ἡγούμενος ταύτην οἰκειότητα μεγίστην εἶναι· ἐν μὲν οὖν τῷ πρώτῳ χρόνῳ, ὦ Ἀθηναῖοι, πασῶν ἦν βελτίστη· καὶ γὰρ οἰκονόμος δεινὴ καὶ φειδωλὸς [ἀγαθὴ] καὶ ἀκριβῶς πάντα διοικοῦσα· ἐπειδὴ δέ μοι ἡ μήτηρ ἐτελεύτησε, ἣ πάντων τῶν κακῶν ἀποθανοῦσα αἰτία μοι γεγένηται,...ἐπ' ἐκφορὰν γὰρ αὐτῇ ἀκολουθήσασα ἡ ἐμὴ γυνὴ ὑπὸ τούτου τοῦ ἀνθρώπου ὀφθεῖσα χρόνῳ διαφθείρεται· ἐπιτηρῶν γὰρ τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν καὶ λόγους προσφέρων ἀπώλεσεν αὐτήν.
Πρῶτον μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες, (δεῖ γὰρ καὶ ταῦθ' ὑμῖν διηγήσασθαι) οἰκίδιον ἔστι μοι διπλοῦν, ἴσα ἔχον τὰ ἄνω τοῖς κάτω κατὰ τὴν γυναικωνῖτιν καὶ κατὰ τὴν ἀνδρωνῖτιν. ἐπειδὴ δὲ τὸ παιδίον ἐγένετο ἡμῖν, ἡ μήτηρ αὐτὸ ἐθήλαζεν· ἵνα δὲ μή, ὁπότε λοῦσθαι δέοι, κινδυνεύῃ κατὰ τῆς κλίμακος καταβαίνουσα, ἐγὼ μὲν ἄνω διῃτώμην, αἱ δὲ γυναῖκες κάτω.



 μετάφραση
Εγώ δηλαδή, Αθηναίοι, όταν αποφάσισα να παντρευτώ και πήρα στο σπίτι τη γυναίκα μου, στην αρχή της συμπεριφερόμουν με τέτοιο τρόπο, ώστε ούτε να τη στενοχωρώ ούτε να δίνεται σ΄ εκείνη υπερβολική ελευθερία να κάνει ό τι θέλει, και τη φύλαγα όσο ήταν δυνατό και την πρόσεχα, όπως ήταν φυσικό. Κι όταν απέκτησα παιδάκι, της είχα πια εμπιστοσύνη και έδωσα σ΄ εκείνη ό τι είχα, πιστεύοντας πως αυτή η σχέση (το παιδί) ήταν η στενότερη. Τον πρώτο λοιπόν καιρό, Αθηναίοι, ήταν πάρα πολύ καλή σε όλα. Γιατί , και φοβερή οικοδέσποινα ήταν και καλή οικονόμα και αρκετά καλά διαχειριζόταν όλα μέσα στο σπίτι. Από τότε, όμως, που η μητέρα μου πέθανε, ο θάνατός της έγινε αιτία όλων των συμφορών. Γιατί, κατά την εκφορά της νεκρής, που η γυναίκα μου ακολούθησε την κηδεία και την είδε αυτός ο άνθρωπος, με τον καιρό την διέφθειρε. Γιατί, παραμονεύοντας την υπηρέτρια που βάδιζε για την αγορά και δίνοντάς της μηνύματα (για τη σύζυγό μου) την κατέστρεψε.
Πρώτα λοιπόν, κύριοι, (γιατί πρέπει να σας διηγηθώ κι αυτά) έχω ένα διώροφο μικρό σπίτι, που έχει ίσα (δωμάτια) στον επάνω όροφο με τον κάτω, δηλαδή στο διαμέρισμα των γυναικών και σ΄ εκείνο των ανδρών. Κι όταν αποκτήσαμε παιδάκι , η μητέρα το θήλαζε. Για να μην κινδυνεύει, όταν κατέβαινε τη σκάλα, όποτε χρειαζόταν να το λούσει, εγώ έμενα στον επάνω όροφο και οι γυναίκες στον κάτω.


Τη στιγμή του γάμου της, η νιόπαντρη είναι ουσιαστικά ξένο στοιχείο στον οίκο του άντρα της και δεν αποτελεί ακόμη μέλος της οικογένειάς του. Στο εξής πρωταρχικό καθήκον της αποτελεί η φύλαξη της εστίας του οίκου του συζύγου της. Όταν του χαρίσει νόμιμους κληρονόμους, αποκτά και η ίδια την ιδιότητα της μονιμότητας.  Οι γυναίκες περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους στο γυναικωνίτη, συνήθως στον πάνω όροφο του σπιτιού, γνέθοντας, πλέκοντας ή υφαίνοντας στον αργαλειό. Αυτές, άλλωστε, ήταν και οι μόνες εργασίες που θεωρούνταν ότι άρμοζαν σε γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής. Οι μόνες έξοδοί τους σε δημόσια θέα ήταν σε μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, σε γαμήλιες τελετές, γιορτές συγγενών και κηδείες. Δεν υπήρχε θεσμοθετημένη εκπαίδευση για τις γυναίκες και οι όποιες γνώσεις προερχόταν από συγγενείς, φίλες και άλλες γυναίκες του περιβάλλοντός τους.

 Αντίθετα, οι δούλες, οι γυναίκες-μέτοικοι αλλά και οι πιο ταπεινής καταγωγής Αθηναίες απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία, καθώς έβγαιναν για εξωτερικές δουλειές, όπως ψώνια και μεταφορά νερού, μπορούσαν να διεξάγουν μικρο-εμπόριο ή και να εργαστούν ως τροφοί.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Tο Δέρμα

  ΚΟΥΡΤΣΙΟ ΜΑΛΑΠΑΡΤΕ


Ο παρών χρόνος του μυθιστορήματος καθορίζεται από τη γραμμή της εκκίνησής του (Οκτώβριος του 1943, ο αμερικανικός στρατός φτάνει στη Νάπολη) και τη γραμμή τερματισμού του (το καλοκαίρι του 1944, ο Τζίμμυ θα αποχαιρετήσει το Μαλαπάρτε πριν φύγει οριστικά για την Αμερική). Ανάμεσα σ΄ αυτές τις δύο χρονικές γραμμές τα συμμαχικά στρατεύματα προελαύνουν από τη Νάπολη ως τα Απέννινα. Όλα όσα διαδραματίζονται αυτό το διάστημα μάς περιγράφει στο έργο του ο Μαλαπάρτε τα οποία μάλιστα διακρίνονται από εξαιρετική ετερογένεια. Το Δέρμα διαρθρώνεται σε δώδεκα μικρά κεφάλαια - διηγήματα που το καθένα έχει το δικό του ιδιαίτερο ύφος. Αυτή η ετερογένεια όμως δεν αδυνατίζει καθόλου την ενότητα της σύνθεσης, καθώς η ίδια πνοή διατρέχει και τα δώδεκα κεφάλαια, δημιουργώντας έναν ενιαίο κόσμο με την ίδια ατμόσφαιρα, τα ίδια θέματα, τα ίδια πρόσωπα, τις ίδιες εικόνες, τις ίδιες μεταφορές, τις ίδιες επωδούς. 

Η πανούκλα είχε ενσκήψει στη Νάπολη την 1η Οκτωβρίου 1943, την ίδια ημέρα που τα συμμαχικά στρατεύματα μπήκαν σαν απελευθερωτές στη συφοριασμένη πόλη. 

Τη Μεγάλη Εβδομάδα οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τη Νάπολη, μια κοπέλα σκοτώνεται και την αποθέτουν πάνω σ΄ ένα τραπέζι.

Ο Βεζούβιος, μ΄ ένα φοβερό μουγκρητό, αρχίζει να ξερνάει λάβα όπως ποτέ άλλοτε αφότου η μέρα αντίκρισε τον τελικό αφανισμό της Ηράκλειας και της Πομπηίας, που θάφτηκαν ζωντανές στον τάφο της τέφρας.

Ένας νέγρος παίρνει με το δάχτυλό του την παρθενιά μιας μικρής ναπολιτάνας παρθένας,

Οι περούκες, ξανθές στο χρώμα, που βάζουν οι μελαχρινές ναπολιτάνες γυναίκες πάνω στην ήβη τους για να αρέσουν στους νέγρους στρατιώτες.

   Τα πρόσωπα στο Δέρμα είναι απολύτως πραγματικά, κι ωστόσο καθόλου εξατομικευμένα μέσα από την όποια περιγραφή της ζωής τους. Τι ξέρουμε για τον Τζακ Χάμιλτον, τον καλύτερο φίλο του Μαλαπάρτε; Πως δίδαξε σ΄ ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο, είναι ερωτευμένος με την ευρωπαϊκά κουλτούρα, και τώρα νιώθει αμήχανος μπροστά σε μια Ευρώπη που δεν την αναγνωρίζει. Αυτά όλα κι όλα. Καθόλου πληροφορίες για την οικογένειά του, για την προσωπική του ζωή. Η υποχώρηση της ψυχολογίας.
   Οι ελευθερωτές κατέλαβαν την Ευρώπη και αμέσως η αλλαγή φάνηκε: η Ευρώπη που χτες ακόμη θεωρούσε την ιστορία και την κουλτούρα της πρότυπο για ολόκληρο τον κόσμο συναισθάνθηκε τη μηδαμινότητά της. Η Αμερική ήταν εκεί, ακτινοβόλα, πανταχού παρούσα. Για την Ευρώπη έγινε πρωταρχικά αναγκαιότητα το να επανεξετάσει και να αναδιαμορφώσει τη σχέση μαζί της. Ο Μαλαπάρτε το είδε και το περιέγραψε χωρίς να παριστάνει ότι προλέγει το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

The Αrtist

 











Σκηνοθεσία-σενάριο: Μισέλ Χαζαναβίσιους. Ηθοποιοί: Ζαν Ντιζαρντέν, Μπερενίς Μπεζό, Τζον Γκούντμαν, Πενέλοπι Αν Μίλερ

Το The Artist διαδραματίζεται στα παρασκήνια του  Χόλιγουντ τα χρόνια του περάσματος από το βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του1920 και ο αστέρας του βωβού κινηματογράφου Τζορτζ Βάλεντιν (σαφώς επηρεασμένος από τον ήρωα της οθόνης Ροδόλφο Βαλεντίνο) αρχίζει να απομονώνεται από τις εξελίξεις μέσα στο σιωπηρό, βουβό  κινηματογραφικό του κόσμο. Ο εγωισμός του μάλιστα τον οδηγεί στη χρηματοδότηση μιας δικής του ταινίας, η οποία όμως πιάνει πάτο στα ταμεία. Μια νεαρή άσημη κοπέλα, η Πέπι Μίλλερ, αρχίζει να απογειώνεται πλέον στο χώρο της ομιλούσας οθόνης. Μετά την πρεμιέρα μιας ταινίας του Βάλεντιν, η Πέπι στριμώχνεται στην ουρά για ένα αυτόγραφο από τον πρωταγωνιστή, όταν ένα τυχαίο σπρώξιμο κι ένα παραπάτημα θα την φέρουν δίπλα του. Αυτός δε θα αρνηθεί ένα αθώο φιλί της στο μάγουλο αδιαφορώντας για τα φλας των παπαράτσι. Από κει κι έπειτα ανοίγει τυχαία μεν, διάπλατα όμως ο δρόμος προς την δική της καταξίωση, αλλά και την πτώση του Βάλεντιν. Ο Βάλεντιν είναι αυτάρεσκος, αλλά τυφλός και κουφός, εκτός πραγματικότητας. Η Πέπι είναι κι αυτή πεισματάρα, αλλά ρεαλίστρια. Ο Βάλεντιν αρχίζει μία πτώση χωρίς σταματημό, φτάνει μέχρι και τα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Και για το τέλος μια καινούργια πραγματικότητα, μια νέα σύνθεση, ένα μιούζικαλ, εκεί που έχει θέση και η παντομίμα, αλλά και ο ήχος. Η ταινία δεν είναι ένα νοσταλγικό κοίταγμα του παρελθόντος, αλλά μια καλλιτεχνική κατάφαση μιας νέας πραγματικότητας.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι



Το μυθιστόρημα  "Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι"  αναφέρεται στις εμπειρίες του συγγραφέα Κάρλο Λέβι ως πολιτικού εξόριστου στην περιοχή της Νότιας Ιταλίας. Ο Κάρλο Λέβι (1902-1975) τελείωσε την ιατρική, αλλά δεν εξάσκησε καθόλου το επάγγελμα του γιατρού, για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Υπήρξε αγωνιστής της αριστεράς και ανέπτυξε έντονη αντιφασιστική δραστηριότητα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του στη Λουκανία από το 1935. Έγραψε το βιβλίο από το Δεκέμβριο του 1943 μέχρι τον Ιούλιο του 1944 κι αναφέρεται σε όσα είδε και έζησε την περίοδο από το 1935 έως το 1936.
Στο βιβλίο παρουσιάζεται η κοινωνική κατάσταση της αγροτικής νότιας Ιταλίας όχι μόνο ως το αποτέλεσμα μιας αρχαϊκής, απολίτιστης συνθήκης, αλλά και ως χώρος ύπαρξης ενός σημαντικού πολιτισμού. Σαν τα συγκοινωνούντα δοχεία παρουσιάζονται τα θετικά και τα αρνητικά μιας ξεχασμένης κοινωνίας. 
  • Στο χωριό Γκαλιάνο που περνά το περισσότερο διάστημα ο αφηγητής-συγγραφέας σημειώνονται ίντριγκες και έριδες ανάμεσα στους προύχοντες, που δεν είναι άλλοι από το δήμαρχο και τον επιλοχία και όσους εμπλέκονται με αυτούς. Η αδελφή του δημάρχου Ντόνα Κατερίνα επιθυμεί να έχει το επάνω χέρι.
  • Οι γυναίκες κατέχουν περίοπτη και κυριαρχική θέση.  Οι γυναίκες γνωρίζουν μαγικά και για να παγιδεύουν στα δίχτυα του έρωτά τους όσους άντρες ποθούν, αλλά και για να σπέρνουν το θάνατο. Υπάρχει μια γεύση μητριαρχικής κοινωνίας.Οι άντρες τους ξενιτεύονται για εργασία στην Αμερική και αυτές μένουν για να διοικούν τα σπίτια τους. Όλα θεωρούνται τόσο φυσικά. Ακόμη και ο έρωτας δεν αποτελεί καμία σύμβαση.
  •  Δεισιδαιμονίες, ξόρκια και λόγια μαγικά. Τα "μονακίκια" είναι τα πνεύματα των μωρών που πέθαναν πριν προλάβουν να τα βαφτίσουν , μικρές υπάρξεις, χαρούμενα αερικά που χαίρονται να παίζουν και να φοβίζουν τους ανθρώπους. 
  • Ο ίκτερος ονομάζεται το "κακό του ουράνιου τόξου", η αρρώστια του ουράνιου τόξου, γιατί όταν κάποιος αρρωσταίνει από αυτή, αλλάζει χρώμα και γίνεται κίτρινος, όπως στο φάσμα του ήλιου υπερισχύει το κίτρινο χρώμα. Πως μολύνεται κάποιος από το κακό του ουράνιου τόξου; Το ουράνιο τόξο προχωράει στον ουρανό και ακουμπάει στη γη τα δυο του πόδια, πατώντας εδώ κι εκεί στην εξοχή. Αν τύχει και τα πόδια του ουράνιου τόξου πατήσουν πάνω σε απλωμένα ρούχα, τότε όποιος τα φορέσει θα αρρωστήσει.....
  • Και ο μεθυσμένος ιερέας, και ο θεραπευτής των γουρουνιών, και η Μαντόνα του Βιτζάνο, και ο παγανισμός και  ...
Ένας κόσμος μυθικός, χαμένος στο παρελθόν, ξεχασμένος από το Κράτος. Μια παθητική αδελφοσύνη, μια κοινή μοίρα, χωρικοί που τους ενώνει όχι ένας θρησκευτικός, αλλά ένας φυσικός δεσμός. Χωρικοί που δεν έχουν ούτε μπορούν να έχουν αυτό που ονομάζεται πολιτική συνείδηση, γιατί το κράτος τους έχει ξεχάσει. 'Το Έμπολι" λένε οι κάτοικοι της περιοχής "είναι το τελευταίο χωριό όπου ζουν χριστιανοί. Χριστιανός σημαίνει άνθρωπος: στα χωριά που είναι πέρα από τα δικά μας, οι άνθρωποι δε ζουν σα χριστιανοί, αλλά σαν ζώα".


 Παραθέτω ένα απόσπασμα:
Το ότι υπήρχαν σε αυτά τα μέρη δράκοι τα χρόνια του Με­σαίωνα (οι χωρικοί και η Τζούλια μου μιλούσαν γι' αυτά χρη­σιμοποιώντας τις εκφράσεις: τα παλιά χρόνια, πριν από εκα­τό χρόνια, πολλά χρόνια πριν τους ληστές) δεν προκαλεί έκ­πληξη ούτε είναι παράξενο το ότι ακόμη και σήμερα εμφα­νίζονται στα φοβισμένα μάτια των χωρικών. Στην πραγματι­κότητα, όλα είναι δυνατά εκεί κάτω, όπου οι παλιοί θεοί των βοσκών, ο τράγος και το πρόβατο, περνοδιαβαίνουν κάθε μέ­ρα τους γνωστούς δρόμους και οι χωρικοί δεν έχουν τη δυ­νατότητα να βάλουν κάποια όρια στο μυστηριώδη κόσμο των ζώων και των τεράτων. Στο Γκαλιάνο υπάρχουν πολλές πα­ράξενες υπάρξεις που έχουν διπλή φύση. Μια γυναίκα χωρι­κή σαράντα περίπου χρονών, παντρεμένη με παιδιά, χωρίς να έχει κάποια εξωτερική ιδιαιτερότητα, ήταν κόρη μιας αγελά­δας. Το έλεγε όλο το χωριό και αυτή το επιβεβαίωνε. Όλοι οι ηλικιωμένοι στο χωριό θυμόνταν την αγελάδα μητέρα της, που την ακολουθούσε παντού όταν ήταν μικρούλα, τη φώ­ναζε μουγκανίζοντας και την έγλειφε με την τραχιά γλώσσα της. Αυτό δεν απαγόρευε την ύπαρξη μιας γυναίκας μητέ­ρας, είχε πια πεθάνει, όπως εδώ και πολλά χρόνια είχε πε­θάνει και η μητέρα αγελάδα. Δεν έβρισκε κανένας σε αυτή τη διπλή φύση και σε αυτή τη διπλή γέννηση κάποια αντί­φαση και η χωρική, που κι εγώ γνώρισα, ζούσε ήσυχη και γαλήνια όπως οι μητέρες της, με τη ζωώδη κληρονομιά της.
Μερικοί δέχονται αυτό το πάντρεμα του ανθρώπινου με το ζωώδες αλλά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Οι υπνοβάτες γί­νονται λύκοι, λυκάνθρωποι, και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον άνθρωπο από το άγριο ζώο. Υπήρχαν και στο Γκαλιάνο μερι­κοί και έβγαιναν τις νύχτες του χειμώνα για να συναντήσουν τα αδέρφια τους, τους πραγματικούς λύκους. «Βγαίνουν το βράδυ» μου ανιστορούσε η Τζούλια «είναι άνθρωποι, αλλά μετά γίνονται λύκοι και μαζεύονται μαζί με τους πραγματι­κούς λύκους γύρω από την πηγή. Πρέπει να είναι πολύ προ­σεκτικοί όταν επιστρέφουν στο σπίτι τους. Όταν χτυπήσουν την πόρτα, η γυναίκα τους δεν πρέπει να τους ανοίξει αμέ­σως. Αν ανοίξει, θα δει τον άντρα της να έχει ακόμη τη μορ­φή του λύκου, τότε αυτός θα την κατασπαράξει και θα χαθεί για πάντα στο δάσος. Αν χτυπήσει δεύτερη φορά, και πάλι δεν πρέπει να ανοίξει. Γιατί θα δει τον άντρα της με σώμα ανθρώπου και κεφάλι λύκου. Μόνο όταν χτυπήσει για τρίτη φορά θα του ανοίξει, γιατί τότε θα έχει μεταμορφωθεί, θα έ­χει χαθεί ο λύκος και θα έχει ξαναγίνει ο άνθρωπος που ήταν πριν. Δεν πρέπει να ανοίξεις την πόρτα πριν χτυπήσουν τρεις φορές. Πρέπει να περιμένεις να αλλάξουν, να χάσουν το ά­γριο βλέμμα του λύκου και την ανάμνηση ότι υπήρξαν ζώα. Μετά δε θυμούνται τίποτα».

Το "Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι" μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φραντζάσκο Ρόζι (1979) με πρωταγωνιστές τον Τζαν Μαρία Βολοντέ και την Ειρήνη Παπά.