Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Aντιγόνη

"ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ" ΤΟΥ ΜΠΡΕΧΤ

Tο έργο που στοιχειώνει τη συνείδηση των μαθητών χωρίς να βαθαίνουν ταυτόχρονα στην τραγικότητά του είναι η Αντιγόνη. Η τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη.Και ποιο το νόημα του έργου αυτού σε μια φράση; Όπως λέει κι Αλέξης Σολομός: "Το δικαίωμα του ατόμου να διαλέγει την ελευθερία του". Εκείνο, μάλιστα, που παρουσιάζει τον Σοφοκλή της Αντιγόνης πιο ώριμο και πιο μοντέρνο συγγραφέα, είναι πως κανένα «ουράνιο όραμα», καμιά «φωνή» και κανένας αθάνατος επισκέπτης του Θεολογίου δεν καθοδηγεί τη νεαρή ηρωίδα - όπως συμβαίνει ακόμη και σ' άλλες ελληνικές τραγωδίες. Μόνη της, αβοήθητη μέσ' στην ερημιά που την αγκαλιάζει, αδύναμη ενάντια στις τρομερές δυνάμεις που την πολε­μούν, διαλέγει το δρόμο της και τον ακολουθάει. Όχι δίχως έγνοια ή φόβο, όχι δίχως θλίψη ή αγανάκτηση, σαν υπεράνθρωπος - μα σαν θνητό και τρωτό ανθρωπάκι που είχε το θάρρος να κρίνει, ν' αμφιβάλλει και να διαλέξει με πίστη ένα δρόμο αντίθετο απ' τους άλλους.


Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι και μία άλλη Αντιγόνη. Η Αντιγόνη που έγραψε ο Μπρεχτ. Δεν είναι βέβεαι καθαρά η Αντιγόνη του Μπρεχτ. Είναι η Αντιγόνη του Σοφοκλή του Μπρεχτ. Χρησιμοποίησε κατά βάση τη μετάφραση του Hoederlin και έβαλε ένα μικρό ποσοστό στίχων που τινάζουν στον αέρα όλο το οικοδόμημα. Εκείνο που έκανε, ωστόσο, ο Μπρεχτ με τη βοήθεια της μεθόδου του - μαρξισμού, αποστασιοποίησης κ.λπ. - ήτανε να σκουπίσει τη σκόνη της ανεδαφικής φιλολογίας, για να μπορέσουν και πάλι να προβάλουν — έργο και ηρωίδα – με την πραγματική τους λάμψη, που την είχανε κάπως χάσει στις σχολικές βιβλιοθήκες. Ο Μπρεχτ πήρε το πατροπαράδοτο θέατρο και το γύρισε ανάποδα. Αυτός θε έλεγε ότι το έβαλε να στέκεται με τα δυο του πόδια στη γη. Αυτό ήταν εξάλλου και το ιδανικό του. Γι΄ αυτό και δήλωνε αντιαριστοτελικός. Αντιαριστοτελικός ίσως από την άποψη ότι αντιμαχόταν τον δυτικό τρόπο ερμηνείας του Αριστοτέλη. Ο Μπρεχτ ήθελε ένα θέατρο που  παρουσιάζει στη σκηνή τις αντιφάσεις της ιστορίας και προσπαθεί κάθε φορά να ερμηνεύει τα φαινόμενα με απώτερο σκοπό την αλλαγή του κόσμου. 


Ακολουθούν δύο αποσπάσματα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή του Μπρεχτ:



Βερολίνο. Απρίλιος 1945.
Χαράματα. Δυο αδερφάδες γυρίζουνε στο σπίτι τους, αφού πέρασαν τη νύχτα στο καταφύγιο.

ΠΡΩΤΗ: Όταν γυρίσαμε απ' το καταφύγιο, πριν ακόμα 
ξημερώσει - η γειτονιά μας καιγότανε - κι οι φλόγες 
φωτίζανε το σπίτι μας, που δεν το 'χε αγγίξει η φωτιά. 
Μόλις μπήκαμε, η αδερφή μου αναρωτήθηκε:
ΔΕΥΤΕΡΗ: Ποιος άνοιξε την πόρτα μας;
ΠΡΩΤΗ: Μπορεί ν' άνοιξε μόνη της, απ' το τράνταγμα που έκαναν οι εκρήξεις.
ΔΕΥΤΕΡΗ: Κι αυτά τα χνάρια εδώ στη σκόνη; Είναι σαν κάποιος να περπάτησε.
ΠΡΩΤΗ: Ίσως κανένας μπήκε να κρυφτεί, όσο κρατούσε η επιδρομή.
ΔΕΥΤΕΡΗ: Κι αυτός ο σάκος στη γωνιά;  
ΠΡΩΤΗ: Βλέπεις κάτι που δεν ήταν πριν; Καλύτερα έτσι, παρά κάτι που είχαμε εκειπέρα να 'χε χαθεί.
δευτερη: Ψωμί κι ένα κομμάτι λαρδί!
πρωτη: Ε! Είναι τόσο φοβερό;
δευτερη: Αδερφούλα μου, ποιος πέρασε απ' το σπίτι μας;
πρωτη: Που θες να ξέρω;... Σίγουρα κάποιος που 'θελε να μας αφήσει κάτι να τσιμπήσουμε.
δευτερη:Εγώ το ξέρω!... Ω, τι χαρά, αδερφούλα μου!.. Γύρισε ο αδελφός μας!
πρωτη: Αγκαλιάσαμε η μια την άλλη και φιλιόμαστε. Ήμασταν όλο χαρά. Ξέραμε πως ο αδελφός μας πολε­μούσε - μα τώρα μας είχε δώσει δείγμα πως ήτανε καλά. Κάτσαμε και φάγαμε αυτά που μας άφησε.
δευτερη: Εσύ να χορτάσεις. Η δουλειά σου στο εργοστάσιο είναι βαριά.
πρωτη: Όχι όσο βαριά η δικιά σου.
δευτερη: Πάρε κι άλλο.
πρωτη: Δεν θέλω, φχαριστώ.
δευτερη: Πώς ήρθε άραγε;
πρωτη: Με τη μονάδα του.
δεύτερη: Και πού να 'ναι τώρα;
πρωτη: Πίσω στη μάχη.
δευτερη: Ω!
πρωτη: Ψέματα, η μάχη τέλειωσε - δεν ακούγεται πια τίποτα.
δευτερη: Αχ! Τι ήθελα και ρώτησα;
πρωτη:Λυπάμαι που έτσι σ' αναστάτωσα...
Μείναμε αμίλητες. Κατόπι, έξω στο δρόμο, ακούστηκε
μια τρομερή κραυγή.




φυλακασ:
Αυτή 'ναι που 'ριξε το χώμα. Τώρα το ξέρεις.
κρεων:
Τα λες σταράτα. Μα την είδες με τα μάτια σου;
 φυλακασ:
Ναι, έριχνε χώμα πάνω στο κουφάρι,
ενάντια στη δικιά σου διαταγή.
Τώρα που η τύχη είναι μαζί μου, μιλάω πιο καθαρά.
κρεων;
Πες μου τα όλα.
φυλακασ:
Κλαψούριζε κειδά, δίπλα στο πτώμα
και χώμα του 'ριχνε - από στάμνα - τρεις φορές.
Σαν τη γραπώσαμε, φόβο δεν έδειξε καθόλου.
Τις κατηγορίες που της κάναμε δεν τις αρνήθηκε,
μόνο στεκότανε κειδά μπροστά μας,
σα γελαστή κι αντάμα πικραμένη.
κρεων:
Ομολογείς πως το 'κανες ή αρνιέσαι;
αντιγόνη:
Δεν αρνιέμαι, ομολογώ πως το 'κανα.
κρεων:
Πες μου, δίχως πολλά λόγια:
ήξερες τα όσα εγώ προκήρυξα στη χώρα για τούτον το νεκρό;
αντιγονη:
Πώς να μην τα ξέρω; Ξεκάθαρα ήταν. κρεων:
Και τόλμησες να παραβείς τις διαταγές μου;
αντιγονη:
Γιατί ήταν διαταγές δικές σου, διαταγές θνητού. Ένας
θνητός μπορεί να τις πατήσει. Κι όπως εσύ, είμαι κι
εγώ θνητή - πιο θνητή μάλιστα από σένα - μα όχι για πολύ.
Να πεθάνω πριν την ώρα μου - γιατί το ξέρω πως θα γίνει -
είναι καλό για μένα. Για τους δυστυχισμένους
ο θάνατος είναι Θεού ευλογία. Μα αν άφηνα
τον αδερφό μου δίχως μνήμα, η ζωή μου θα 'ταν
ατέλειωτο μαρτύριο. Την τιμωρία μου άφοβα προσμένω.
Άθαφτο να μένει ένα κορμί ανθρώπινο δε θέλουν οι θεοί.
Κι αν με θαρρείς τρελή, που το θυμό τους σκιάζομαι
κι όχι το δικό σου, μάλλον εσύ παραλογίζεσαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου