Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Γητευτής ονείρων

   Νομίζεις ότι με γνωρίζεις γιατί σου αποκάλυψα το όνομά μου κι είδες και τη φωτογραφία μου, που σου έστειλα με το ηλεκτρονικό περιστέρι ... τότε που μου τη ζήτησες. Πιο πολύ όμως ήθελα απλώς να ικανοποιήσω την περιέργειά σου για να μην με ψάξεις περισσότερο. Το γνωρίζεις ότι στα ηλεκτρονικά μέσα σημασία έχει η ποσότητα των φίλων και όχι η ποιότητα. Θέλεις φίλους, όχι όμως τον φίλο. Είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να διασταυρώσεις πληροφορίες για την ταυτότητά μου ... δεν μπορείς... Ένας πέπλος μυστηρίου περιβάλλει το άτομό μου και αυτή η ανωνυμία δεν αγγίζει μόνο εμένα,αλλά κι εσένα κι όλους τους μάταιους και άδειους ανθρώπους σαν κι εσένα κι εμένα. 
   Τώρα ταξιδεύω, δεν ξέρω για που, είμαι μόνος και ταξιδεύω, ένας πιλότος του χάους, αν χάος ονομάσω μια κατακερματισμένη επιφάνεια, μια επιφάνεια που λίγο πριν φάνταζε ομοιόμορφη και αρραγής, κι όμως της έδωσα μια ... και την έσπασα τόσο εύκολα σαν τα ντόμινο που αν γίνει η αρχή δεν σταματά η κατρακύλα. Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή, γιατί ακόμα και μέσα στο χάος αναζητά κανείς μια αρχή. Στη ζωή μου άρεσε να κάνω όνειρα. Άλλοτε να τα δημιουργώ ο ίδιος κι άλλοτε να τα συλλέγω από άλλους. Κάτι ανάλογο με τις αφηγήσεις. Άλλες τις δημιουργώ ο ίδιος κι άλλες τις βρίσκω έτοιμες μέσα σε βιβλία ή και σε λόγια ανθρώπων που κυκλοφορούν αδιάφορα ανάμεσά μας. Εξάλλου πάντα θεωρούσα τις αφηγήσεις των άλλων πιο ενδιαφέρουσες. Έτσι συνέβαινε και με τα όνειρα... Θεωρούσα πάντα τα όνειρα των άλλων πιο ενδιαφέροντα, πιο αλλοπρόσαλλα, πιο απροσδόκητα,  ίσως γιατί κρύβουν πτυχές που δεν μπορούσα καν να φανταστώ ότι υπάρχουν. Σαν να ανακάλυπτα υπόγειες στοές ή κάποια ναυάγια αιώνων που μου έδιναν κρυμμένους θησαυρούς.  Και προσπαθούσα να τα πιάνω και να τα υιοθετώ, να τα διαπαιδαγωγώ σύμφωνα με τη δική  μου ηθική. Αισθανόμουν σαν ένας χαρταετός που υψώνεται ψηλά στον αέρα κι από δίπλα του περνούν με ταχύτητες ιλιγγιώδεις σαν νεκρές πεταλούδες τα όνειρα που σκοτώθηκαν μετά τη βίαιη πρόσκρουσή τους με την πραγματικότητα. Άλλα πάλι ήταν τόσο παραμορφωμένα από την απώθηση που είχαν υποστεί βαθιά στις ψυχές μέσα των ανθρώπων. Αρχίζω εγώ τότε ένα παιχνίδι ανάστασης. Φυσάω μέσα τους, τους κάνω τεχνητή αναπνοή, τους ανάβω μια εσωτερική φλόγα. Φυσάω κι ανάβω, ανάβω και φυσάω. Το όνειρο τότε σαν μπαλόνι αρχίζει και φουσκώνει κι όσο πιο πολύ φουσκώνει τόσο πιο πολύ παίρνει τη μορφή του ανθρώπου που το γέννησε και το παράτησε αβοήθητο. Όμως ... τα όνειρα αυτά είναι δικά μου παιδιά, νόθα, αλλά δικά μου. 
  Είμαι λοιπόν ένας γητευτής ονείρων που έχει καταφέρει και δημιουργήσει μια τεράστια ονειροοικογένεια. Αυτό όμως που με απασχολεί πολλές φορές είναι τί συμβαίνει με τα δικά μου όνειρα... δεν μπορώ να τα ελέγξω ... ούτε πότε γεννιούνται ... ούτε πως μεγαλώνουν...Μπορεί να είμαι ένας καλός ονειροπατέρας των άλλων ονείρων ... για τα δικά μου όμως όνειρα αισθάνομαι τόσο άπειρος και ευάλωτος, γιατί, αν ήμουν πιο σίγουρος και πιο μεθοδικός, δε θα βρισκόμουν κι εγώ να ταξιδεύω με ιλιγγιώδεις ταχύτητες στο άπειρο, αλλά θα ήμουν καθισμένος στον καναπέ του σπιτιού μου δίπλα στη γυναίκα μου να παρακολουθώ τον καιρό της επόμενης ημέρας. Κι όμως προτίμησα το άπιαστο.              Ήμασταν καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι, δεν θυμάμαι πόσοι ακριβώς, ήταν όμως το καθιερωμένο πασχαλιάτικο τραπέζι, που κάθεται όλη η οικογένεια μαζί με συγγενείς και φίλους για να γιορτάσουμε τη νέα εποχή, την ανάσταση του σπόρου, την άνοιξη. Κι αυτή ήταν καθισμένη απέναντί μου. Την προηγούμενη νύχτα, το αναστάσιμο βράδυ, την είχα καλέσει να έρθει να ποζάρει για να την απαθανατίσω σε κάποιες φωτογραφίες. Ήθελα να φωτογραφίσω τη σκιά που δημιουργεί το σώμα της καθώς πέφτει το φως πάνω της με διάφορες γωνίες και κλίσεις. Ήθελα να δημιουργήσω έναν κύκλο φωτογραφιών με βασικό θέμα τις σκιές των σωμάτων. Πως θα μπορούσε να αποτυπωθεί αυτή η πολυμορφία της κίνησης του σώματος πάνω σε μια επιφάνεια; Με ενδιέφερε η απλούστευση, η λιτότητα στην έκφραση, έστω κι αν χανόταν η συνθετότητα της απεικόνισης. Με γοήτευε το εγχείρημα της απώλειας των σωματικών διαστάσεων. Πιο πολύ ήθελα να δω το βάθος της ψυχής και πίστευα ότι η σκιά του σώματος ήταν μια φασματική αναπαράσταση της ψυχής. 
   Της μίλησα για τις ιδέες μου και χωρίς να ενθουσιάζεται ιδιαιτέρως  δεν αρνήθηκε στην πρότασή μου. Με επισκέφθηκε στο σπίτι μου λίγο πριν αποχωρήσει η γυναίκα μου για την εκκλησία ... και εγώ και η γυναίκα μου ετοιμαζόμασταν για μυσταγωγίες... και πράγματι ... το αποτέλεσμα θα έλεγα ότι χαρακτηρίζεται από ένα αισθησιακό βάθος, μια ηφαιστειώδης ετοιμότητα. Της ζήτησα να βγάλει και τα ρούχα της για να συλλάβουμε το πάθος της κίνησης, τη φρενίτιδα του χορού και πράγματι ... οι φωτογραφίες ήταν πετυχημένες.
     Τώρα κάθεται απέναντί μου, μου χαμογελά, ο σύντροφός της δίπλα της, η σύντροφός μου δίπλα μου, κι εγώ να ταξιδεύω με ιλιγγιώδεις ταχύτητες στο άπειρο, κι όμως κι εγώ χαμογελώ...ελπίζω το άπειρο να μην είναι και τόσο άπειρο... 
    

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

"Το κιβώτιο" Άρης Αλεξάνδρου

   Το μυθιστόρημα με τον τίτλο "Το Κιβώτιο" είναι έργο ενός ποιητή....Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Σημαίνει συνειρμική χρήση της γλώσσας....Σπειροειδής...Ελλειψοειδής...Χάνεσαι στους γλωσσικούς μαιάνδρους που σχηματίζει ο δημιουργός... κι όμως επανέρχεται το αρχικό μοτίβο κατά διαστήματα...για να χαθείς και πάλι. Ποιητής που γράφει μυθιστόρημα, και μάλιστα ποιητής όχι ελληνικής καταγωγής, που σημαίνει ότι η ελληνική δεν ήταν μητρική του γλώσσα...σαν τον Σολωμό, και τον Κάλβο και τον Καβάφη...Ίσως και γι΄ αυτό ευτύχησε το "Το Κιβώτιο" να είναι από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της νεοελληνικής πεζογραφίας.
   Σ΄ ένα πρώτο επίπεδο παρακολουθούμε την πορεία μιας ομάδας στρατιωτών να μεταφέρει ένα κιβώτιο από μία πόλη που ο συγγραφέας την ονομάζει Ν (συνθηματικά;) σε μία άλλη πόλη που την ονομάζει Κ. Η αποστολή ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1949 και τελείωσε τον Σεπτέμβρη. Ημερομηνία σημαδιακή: ήττα των αριστερών στον εμφύλιο... Η αποστολή αποτελούνταν αρχικά από σαράντα στρατιώτες, μαχητές του Λαϊκού Στρατού, που όμως σταδιακά σκοτώνονται και μοναδικός επιζών απομένει ο αφηγητής...
   Ο οποίος αφηγητής μόλις φθάσει τελικά στην πόλη Κ και παραδώσει το κιβώτιο συλλαμβάνεται και αρχίζει να ανακρίνεται.Το μυθιστόρημα έχει τη μορφή αφηγήσεων που καταγράφει ο αφηγητής και παραδίδει στον ανακριτή του. Ο ανακριτής δεν εμφανίζεται... Υπάρχει μόνο ως σύμβολο... Κι ενώ ο πυρήνας της αφήγησης μένει σταθερός, δηλαδή η πορεία της ομάδας των στρατιωτών που κουβαλά το κιβώτιο, η αφήγηση ως πράξη συνεχώς ανανεώνεται. Νέες λεπτομέρειες προστίθενται στις παλιές, στοιχεία που κρύφτηκαν ξεσκεπάζονται, συνεχείς παρεκβάσεις και πισωγυρίσματα στο παρελθόν... Και το ερώτημα που εγείρεται... Ο αφηγητής μας λέει την αλήθεια; Μήπως σε μια νέα αφήγηση των γεγονότων θα είχαμε μια νέα ιστορία; Μια νέα αφήγηση οδηγεί σε μια καινούργια εκδοχή της ιστορίας; Τελικά, επειδή ο αφηγητής είναι ο μοναδικός επιζών πρέπει να δεχτούμε τα λεγόμενά του ως αληθινά;
   Και τι κρύβει άραγε μέσα το κιβώτιο; Και την πορεία που θα ακολουθήσει η ομάδα ποιος την καθορίζει; Η ομάδα κινείται μέσα σε ένα ... καφκικό τοπίο που τα πάντα καθορίζονται από μια ανώτερη, απρόσωπη αρχή. Η ιδεολογική καθαρότητα και ειλικρίνεια των μαχητών φαίνεται πως δεν αρκεί από μόνη της για να αλλάξει αυτός ο κόσμος. Ο συγγραφέας δεν μας λέει τί χρειάζεται για να αλλάξει ο κόσμος... Απαραίτητο όμως είναι να αλλάξει!

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

«Τίμων ο Μισάνθρωπος» – ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ


Ο Λουκιανός (120 μ.Χ.) είχε στα χέρια του σχετική παράδοση για τον μισάνθρωπο που είχε και ο Μένανδρος και με την φαντασία του και την ευρηματικότητά του έδωσε την δική του πλοκή στο έργο.

ΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: Ο Τίμων  σκάβει με την αξίνα στο χωράφι του. Σε μια στιγμή, τον πιάνει το παράπονο και κοιτώντας προς τον ουρανό, διαμαρτύρεται στους θεούς και ειδικά στον Δία, για την αδικία που του συνέβη. Μιλάει με λόγια πικρά και σκληρά, στηλιτεύοντας την θεϊκή αδιαφορία και οκνηρία, που επέφερε και την απαξίωση των θεών απ' τους ανθρώπους. Ψηλά στον ουρανό (εκεί τοποθετεί ο Λουκιανός τους θεούς), ο Δίας κι ο Ερμής παρακολουθούν τον μονόλογο του Τίμωνα, συζητούν μεταξύ τους και σχολιάζουν τα λόγια του. Ο Δίας, αφού πληροφορείται απ' τον Ερμή, πως ο Τίμων, όσο ήταν πλούσιος δεν παρέλειπε να τιμά τους θεούς με θυσίες, αποφασίζει να του επιστρέψει τα πλούτη του (εδώ, ο Λουκιανός καταλογίζει στους θεούς υστεροβουλία). Δίνει λοιπόν εντολή στον Ερμή, να πάρει μαζί του τον τυφλό Πλούτο και τον Θησαυρό και να επισκεφτούν τον Τίμωνα, παρ' ότι η Πενία έχει τις δικές της αντιρρήσεις κι αποφασίζει ν' αποχωριστεί τον Τίμωνα, παίρνοντας μαζί της τον Κόπο και την Σοφία. Ο Τίμων, σκάβοντας ανακαλύπτει τον θησαυρό και περιχαρής αποφασίζει να πάρει την εκδίκησή του απ' τους κόλακες, οι οποίοι μαθαίνοντας τα νέα, σπεύδουν να τον συναντήσουν...]


Και ένα μικρό επεισόδιο........ δύο πρόσωπα......ΤΙΜΩΝ - ΔΗΜΕΥΣ

Τίμων: Να, έρχεται και τρίτος: Ο ρήτορας Δημέας, που κρατάει ψήφισμα στα χέρια και λέει ότι είναι συγγενής μου. Αυτός, ενώ με δικά μου χρήματα πλήρωσε 16 τάλαντα για να μην μπει φυλακή επειδή χρωστούσε και δεν τα έδινε κι εγώ τον λυπήθηκα και τον ελευθέρωσα, όταν προχθές κληρώθηκε να μοιράζει τα θεωρικά κι εγώ πήγα να ζητήσω το ποσό μου, είπε πως δεν με ήξερε για πολίτη.
Δημέας: Γεια σου Τίμωνα! Μεγάλη δόξα της γενιάς μας, στήριγμα της Αθήνας και προμαχώνα της Ελλάδος! Εδώ και ώρα, ο λαός και οι δυο βουλές, έχουν συγκεντρωθεί και σε περιμένουν. Πριν όμως, άκουσε το ψήφισμα που έχω γράψει για σένα: «Επειδή ο Τίμων ο Εχεκρατίδης από τον Κολυττό, όχι μόνο καλός και αγαθός είναι, αλλά και σοφός όσο κανένας άλλος στην Ελλάδα, πράττει πάντα για την πόλη τα πιο σωστά κι επειδή έχει νικήσει στην Ολυμπία, την ίδια μέρα, στην πυγμαχία και στην πάλη, στο τρέξιμο, στο άρμα...».
Τίμων: Μα εγώ δεν έχω πάει ποτέ στη Ολυμπία, ούτε σαν θεατής!
Δημέας: Και τί σημασία έχει αυτό; Θα πας αργότερα! Είναι καλύτερα να προσθέτουμε κάτι τέτοια. «...Και ανδραγάθησε υπέρ της πόλεως πέρυσι στις Αχαρνές και τσάκισε δύο τμήματα Πελοποννήσιων...».
Τίμων: Μα τί λες; Ούτε στον κατάλογο δεν ήμουν γραμμένος, επειδή δεν είχα όπλα!
Δημέας: Είσαι πολύ μετριόφρων Τίμωνα, αλλά εμείς θα ήμασταν αχάριστοι αν τα ξεχνούσαμε όλα αυτά. «...Ακόμη και με ψηφίσματα και συμβουλές δεν πρόσφερε μικρές υπηρεσίες στην πόλη. Για όλα αυτά, η βουλή και ο δήμος και η Ηλιαία χωριστά κατά φυλές και οι δήμοι ξεχωριστά ο καθένας, και όλοι μαζί να στήσουν χρυσό άγαλμα του Τίμωνα, δίπλα στην Αθηνά στην Ακρόπολη, με κεραυνό στο δεξί χέρι και ακτίνες στο κεφάλι. Και να τον στεφανώσουν με επτά χρυσά στεφάνια σήμερα κατά την παράσταση νέων τραγωδιών στα Διονύσια. Πρέπει για χάρη του, σήμερα να γιορταστούν τα Διονύσια. Την πρόταση έκανε ο Δημέας ο ρήτορας, στενός συγγενής και μαθητής του. Γιατί ο Τίμων είναι άριστος ρήτορας και όλα τ' άλλα όσα θα ήθελε να είναι». Αυτό είναι το ψήφισμα για σένα. Εγώ μάλιστα, ήθελα να σου φέρω και τον γιο μου, που προς τιμήν σου τον έχω ονομάσει Τίμωνα.
Τίμων: Μα καλά... Πώς έχεις παιδί, αφού εσύ, καθ' όσον γνωρίζω, είσαι άγαμος;
Δημέας: Μα θα πάρω γυναίκα, την χρονιά που μας έρχεται. Θα κάνω παιδί και το παιδί που θα γεννηθεί -και θα είναι φυσικά αγόρι- από τώρα το ονομάζω Τίμωνα.
Τίμων: Δεν ξέρω ποια γυναίκα θα σε πάρει, μετά απ' το βρομόξυλο που θα σου δώσω.
[Ο Τίμων χτυπάει τον Δημέα.]
Δημέας: Τί είναι τούτο πάλι; Επιχειρείς να γίνεις τύραννος και χτυπάς τους ελεύθερους πολίτες, ενώ εσύ ούτε γνήσια ελεύθερος είσαι, αλλά ούτε και πολίτης; Μα γρήγορα θα τιμωρηθείς για όλα και γιατί έβαλες φωτιά στην Ακρόπολη.
Τίμων: Η Ακρόπολη δεν έχει καεί άθλιε. Είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι με συκοφαντείς.
Δημέας: Έγινες πλούσιος όμως, επειδή έσκαψες κρυφά κι έφτασες στον οπισθόδομο του Παρθενώνα.
Τίμων: Ούτε κι αυτός έχει σκαφτεί, επομένως ούτε κι αυτό θα γίνει πιστευτό.
Δημέας: Θα σκαφτεί αργότερα. Εσύ όμως, έχεις τώρα όλα όσα ήταν εκεί μέσα.
Τίμων: Ε δεν υποφέρεσαι! Πάρε κι άλλη!
Δημέας: Ωχ, η πλάτη μου!
Τίμων: Μη σκούζεις, γιατί θα φας κι άλλες. Εξάλλου, θα ήμουν εντελώς γελοίος, αν δεν τσάκιζα ένα ελεεινό ανθρωπάκι σαν εσένα, ενώ κατέσφαξα άοπλος δύο τμήματα Σπαρτιατών. Μάταιη θα ήταν και η νίκη μου στην πυγμαχία και στην πάλη στους Ολυμπιακούς Αγώνες..

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

"Ανάθεμά σε, Ντοστογιέφσκι" Ατίκ Ραχιμί


Ο Ατίκ Ραχιμί ανήκει σε μια πλειάδα συγγραφέων που τους ... έδιωξε η πολιτική κατάσταση στην πατρίδα τους και από τη νέα τους ... πατρίδα στηλιτεύει τα κακά που βίωσε ο ίδιος, αλλά και συνεχίζουν να βιώνουν οι συμπατριώτες τους. Με αυτό ως σκεπτικό το μυθιστόρημά του κινείται σε δύο (τουλάχιστον) επίπεδα. Σε ένα πρώτο επίπεδο έχουμε ένα φόνο. Ο ήρωας του μυθιστορήματος με το όνομα Ρασούλ σκοτώνει τη νάνα Αλία, γιατί όπως ο ίδιος πιστεύει εξωθεί αυτή σε πορνεία την αρραβωνιαστικιά του. Ο ήρωας επηρεασμένος από τον Ρασκόλνικοβ, τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι, ταυτίζεται μαζί του και ακολουθεί τα ενοχικά σύνδρομα που ταλανίζουν και εκείνον. Μέσα στη σύγχυσή του δεν κατορθώνει ούτε να κλέψει τα κοσμήματα της νάνα Αλία και να βοηθήσει με αυτό τον τρόπο την οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του, αλλά και αυτόν τον ίδιο. Μια γυναίκα καλυμμένη με τσαντόρ εμφανίζεται στο σπίτι της νεκρής και μέχρι το τέλος δεν αποκαλύπτεται η ταυτότητά της.  Κατά ένα παράξενο τρόπο και το πτώμα της νεκρής εξαφανίζεται και η στάση των υπολοίπων δηλώνει ότι η νεκρή απλώς το έχει σκάσει. Σε ένα σημείο δηλαδή το μυθιστόρημα αποκτά και στοιχεία αστυνομικού δράματος χωρίς όμως να ολοκληρώνονται... Κι αυτό συμβαίνει γιατί αυτό που ενδιαφέρει το συγγραφέα είναι το δεύτερο επίπεδο. Η πολιτική ματιά του Ραχιμί. Εκεί που εστιάζει ο συγγραφέας είναι η πολιτική κατάσταση στο Αφγανιστάν και συγκεκριμένα στην Καμπούλ. Μίση, εμφύλιος πόλεμος, θρησκευτικός φανατισμός, υποβάθμιση της γυναίκας....Όταν υπάρχουν μαζικοί σκοτωμοί τι σημασία αποκτά ένας μεμονωμένος φόνος που ούτε καν τα κίνητρα δεν είναι προσδιορισμένα; Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο φόνος που πραγματοποίησε ο Ρασούλ δεν είναι ποινικοποιήσιμος. Ποινικοποιήσιμες είναι οι ... ανατρεπτικές του ιδέες. Ανατρεπτικός άρα και κολάσιμος είναι όχι επειδή σκότωσε, αλλά επειδή είναι κομμουνιστής ... γι΄αυτό εξάλλου διαβάζει και το ρώσο Ντοστογιέφσκι... Ο ίδιος από μόνος του γυρεύει την τιμωρία του και απευθύνεται επανειλημμένως στις δικαστικές αρχές της χώρας του. Προσπαθεί να δώσει νόημα στη ζωή του μέσα από ένα φόνο. Στη χώρα του όμως επικρατεί ανηθικότητα που ο δικός του φόνος φαντάζει τόσο μικρός και ασήμαντος, που αρχίζουμε όλοι να αμφιβάλουμε (ακόμη και ο ίδιος ο ήρωας) αν πράγματι συντελέστηκε. Χρειάζεται να επιμείνει για να πάρει διαστάσεις η δίκη του και να αρχίζουν να ευαισθητοποιούνται και άλλοι γύρω του. Απαιτείται επιμονή στην ατομική πρωτοβουλία και τόλμη σε τέτοια ανελεύθερα καθεστώτα για να υπάρξει ελπίδα για κάποια αλλαγή....
Ενδιαφέροντα τα μηνύματα που θέλησε να μας περάσει ο Ατίκ Ραχιμί, δεν θεώρησα όμως πρωτότυπη τη βασική του ιδέα, να ταυτίζεται δηλαδή κάποιος με τον ήρωα ενός μυθιστορήματος, όσο κι αν είναι αληθοφανής, γιατί στα ανελεύθερα καθεστώτα τα βιβλία είναι η μόνη διέξοδος για τους πνευματικά ανήσυχους ανθρώπους. Επίσης με κούρασε η γραφή του Ραχιμί μέχρι να καταλήξει στη λύση του δράματος. Πιστεύω πως η μικρότερη φόρμα που υιοθέτησε στα προηγούμενα έργα του "Στάχτη και χώμα" και "Η πέτρα της υπομονής" του ταιριάζουν περισσότερο. Ειδικά το γεγονός ότι με ενθουσίασε το έργο του "Η πέτρα της υπομονής" είχε για αποτέλεσμα να με απογοητεύσει ... ελαφρώς... το τελευταίο του... ¨Ανάθεμά σε, Ντοστογιέφσκι"... 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

"Φαίδρα" Μαργαρίτα Λυμπεράκη


Τη "Φαίδρα" της Μαργαρίτας Λυμπεράκη τη διάβασα περισσότερο από περιέργεια να δω τις μεταλλαγές που μπορεί να υποστεί ένας αρχαιοελληνικός μύθος. Η γυναίκα Φαίδρα αποτελεί μια λογοτεχνική περσόνα. Είναι η ερωτευμένη γυναίκα, μιας κάποιας ηλικίας, που ο έρωτάς της όμως δεν βρίσκει ανταπόκριση από άντρα νεώτερης ηλικίας. Η Φαίδρα ενσαρκώνει την ερωτική απογοήτευση. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του με τον τίτλο "Ιππόλυτος" μας δίνει την δική του εκδοχή. Η Φαίδρα του είναι μια γυναίκα της εποχής του, αλλά και της προσωπικής του αντίληψης. Είναι μια γυναίκα έρμαιο των παθών της, που όμως από τη στιγμή που δεν βρίσκει ανταπόκριση από το νεαρό Ιππόλυτο, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Δεν αντέχει τον κοινωνικό στιγματισμό. Αλλά και όχι μόνο αυτό. Με το γράμμα που αφήνει στον άντρα της Θησέα ενοχοποιεί τον Ιππόλυτο ότι τάχα αποπειράθηκε να τη βιάσει.Ένα ερωτικό πάθος δηλαδή θυσιασμένο στο βωμό της κοινωνικής νόρμας της γυναίκας. 
Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη έγραψε ένα σενάριο για την ομώνυμη ταινία του Ζυλ Ντασέν στηριγμένη στο μύθο της Φαίδρας όπως μας την παρουσίασε ο Ευριπίδης, αλλά έλαβε υπόψη της και δύο άλλες παραμέτρους: την εποχή της και την ηθοποιό η οποία θα ενσάρκωνε τη Φαίδρα. Αρχικά για την εποχή να αναφέρουμε ότι βρισκόμαστε στις  αρχές της δεκαετίας του 1960, την περίοδο που φουντώνει η διαμάχη των οικογενειών του Νιάρχου  και του Ωνάση. Και κατά δεύτερον η ηθοποιός είναι η Μελίνα Μερκούρη με την εξωστρεφή πληθωρικότητά της. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν και πραγματικά γεγονότα στο έργο της Λυμπεράκη: το δυστύχημα του γιου Αλέξη-Ιππόλυτου, ύστερα από την κατάρα του πατέρα, και η αυτοκτονία της Φαίδρας. Πράγματι ο Αλέξανδρος Ωνάσης σκοτώθηκε σε δυστύχημα με το αεροπλάνο του, όπως επίσης και η Ευγενία Νιάρχου αυτοκτόνησε. Επίσης, από τη στιγμή που υπάρχει και η Μελίνα, που τη θαυμάζει η Λυμπεράκη, όπως εξάλλου και η ίδια το δηλώνει, πως είναι δυνατόν να μην είναι ερωτεύσιμη; Στο έργο πράγματι της Λυμπεράκη ο έρωτας της Φαίδρας βρίσκει ανταπόκριση από το νεαρό Αλέξη. Ένας έρωτας όμως με τραγική κατάληξη.
Όταν καταπιάνεται κάποιος με τραγικούς μύθους νομίζω ότι πρέπει να τους πάει ... παραπέρα. Να δημιουργήσει ένα δικό του μύθο. Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη νομίζω ότι το πέτυχε, χρειάστηκε όμως και τη συνδρομή του Ζυλ Ντασέν και της μαγείας του κινηματογράφου. Το δικό του μύθο πλάθει και ο Ρίτσος που στην "Τέταρτη Διάσταση" γράφει τη δική του θεατρική Φαίδρα. Μου απομένει να διαβάσω τη Φαίδρα του Σενέκα και του Ρακίνα για να ολοκληρώσω την άποψή μου....     


Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

"Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο" Άλκη Ζέη



Ο μυθιστοριογράφος μου φέρνει στο νου την εικόνα ενός μαριονετίστα, ο οποίος με τα δάχτυλά του κινεί με τα νήματα τις μαριονέτες του, καθορίζει τις κινήσεις του, χαρίζει τη φωνή του στις κούκλες του, δίνει ζωή από τη ζωή του....Μια φανταστική ζωή! Βρίσκεται έξω από το κάδρο και προσγειώνεται σε αυτό μόνο για να το κάνει να αναπνεύσει. Ένας μικρός θεός μικρών πραγμάτων. Και μετά πάλι απογειώνεται. Τι γίνεται όμως όταν ο δημιουργός έχει να μιλήσει για τη ζωή του; Πόσο ελεύθερος αισθάνεται για να μιλήσει για τον εαυτό του, όταν ο ίδιος γίνεται πλέον μια μαριονέτα στα χέρια ενός άλλου μαριονετίστα; Πάντοτε με απασχολούσε το ερώτημα γιατί κάποιος επιθυμεί να κάνει έναν απολογισμό της ζωής του. Έφτασε άραγε στο τέλος ενός δρόμου; Και επιθυμεί να ξεκινήσει κάποιον καινούργιο; Για απάντηση ας σταθώ σε αυτή την παραμορφωτική διάσταση που δίνει η ... μνήμη στον Μπόρχες, όταν καλείται να γράψει. Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο "πραγματικό" και το "γραπτό"; Και ποιο είναι τελικά ποιο αληθινό; Το "πραγματικό" ή το "γραπτό"; Τελικά ... ζω για να τη διηγούμαι....Είναι η ηδονή της αφήγησης...Γι΄αυτό νομίζω ότι και η Άλκη Ζέη επέλεξε να μας εξιστορήσει τα παιδικά της και νεανικά της χρόνια. Για να μεθύσει η ίδια, αλλά και να μεθύσει και εμάς τους αναγνώστες μέσα από το μεγεθυντικό φακό του χρόνου που κυλά. Μια συναρπαστική ακροβασία ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Είναι η εποχή όπου ο Κάρολος γίνεται το ίδιο το  θέατρο. Είναι η εποχή των μύθων από τους  οποίους δεν θέλεις να ξεφύγεις ποτέ. Είναι η εποχή που η Σάμος γίνεται η χώρα του παραμυθιού και ο πατέρας ένα μικροαστικό φόβητρο. Είναι η εποχή που η μικρή Άλκη ξεκινά το συγγραφικό παιχνίδι κι αυτή με τις μαριονέτες. Είναι η εποχή που ερωτεύεται το Γιώργο Σεβαστίκογλου. Είναι ένα παραμύθι της μικρής Άλκης Ζέη που μας το αφηγείται τώρα που δεν είναι και τόσο μικρή. Γιατί η αφήγηση είναι μια απόλαυση! 

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

"Τίμων ο Αθηναίος" Σαίξπηρ


Ο Σαίξπηρ  κινείται σε ένα κοινόχρηστο θέμα με τη διαφορά ότι το εντάσσει μέσα στο οικονομικό σύστημα της εποχής του και το φωτίζει από την κοινωνική συγκρότηση της εποχής αυτής. Είναι η εποχή που εμφανίζονται στη χώρα έντονες αντινομίες από το πέρασμα στην εμπορευματική οικονομική ζωή. Το έργο μελετά τις ανθρώπινες σχέσεις όπως διαμορφώνονται από αυτή τη νέα δομή. Ο Τίμων και οι φίλοι του ανήκουν σε μια κοινωνική τάξη που βρίσκεται σε παρακμή. Ο Τίμων  από την πλευρά του στηρίζει τη φιλοσοφία της ζωής σε έναν ηθικό κώδικα που απορρέει από την πίστη πως ο κόσμος είναι αμετακίνητος και σταθερός.  Οι «φίλοι» του όμως έχουν προσχωρήσει στο νέο πνεύμα που πηγάζει από την αντίληψη πως ο κόσμος αλλάζει και ο ηθικός κώδικας συγκροτείται με βάση τις ανταλλακτικές σχέσεις και την κυμαινόμενη αξία των αγαθών της αγοράς. Κι όταν ο Τίμων χάσει τα υπάρχοντά του, υποχρεωτικά θα αρνηθεί και τον ηθικό του κώδικα. Είναι προδομένος, επειδή έμεινε αναχρονιστικά δεμένος σε έναν ξεπερασμένο κώδικα ζωής. Ένας άνθρωπος που πίστεψε σε ιδανικό, με τον τρόπο που πιστεύει πάντα ο αληθινός ιδεολόγος, δεν μπορεί πια να ζήσει έπειτα απ’ την καταστροφή του ιδανικού του: φεύγει απ’ τους ανθρώπους και καταριέται την ανθρωπότητα. Λέει κατάρες φοβερές για μικρούς και μεγάλους, γι’ αθώους κι ενόχους, για γεννημένους κι αγέννητους. Αυτός που τον γνωρίσαμε σεμνό, καλόκαρδο και γλυκομίλητο, ξεστομίζει τώρα φοβερά κι αισχρά αναθέματα και φεύγει απ’ την Αθήνα, με μόνο εφόδιό του το μίσος. Εκεί, στην άγρια φύση, που καταφεύγει για να κρύψει την ύπαρξή του από μάτια ανθρώπινα, δε βλέπει πια τίποτα που να μπορεί να τον κρατήσει στη ζωή. Για να μας δείξει ο ποιητής πως δεν είναι ο χαμός του πλούτου που έκανε τον ήρωα του δυστυχισμένο, του βάζει μπροστά του πάλι μεγάλο θησαυρό, που μ’ αυτόν μπορεί πάλι να έχει δόξες, μεγαλεία, ακόμη και να εκδικηθεί. Έρχονται οι άρχοντες της Αθήνας και του προσφέρουν την ανώτατη εξουσία.
ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΕΣ
Β΄ ΓΕΡ.   Τίμων, σε χαιρετάει η γερουσία της Αθήνας.
ΤΙΜΩΝ    Ευχαριστώ·  κι ας ήταν να τους στείλω την πανούκλα
              πίσω, αν  μπορούσα να την έπιανα απ’ τους ίδιους.
Α΄ ΓΕΡ.   Ω, ξέχασε ό,τι μας λύπει κι εμάς για λόγου μας
               σε βάρος σου. Οι γερουσιαστές με αγάπη ομόφωνη
               σε ικετεύουν να γυρίσεις στην Αθήνα·
               κι έχουν σκεφτεί ειδικά αξιώματα, που μένουν
               ελεύθερα, να πιάσουν πιο καλά σε σένα τόπο.
Β΄ ΓΕΡ.   Ομολογούν πως φέρθηκαν αχάριστα όλοι τους
               σε σένα χοντρικά· και τώρα η πολιτεία,
               που σπάνια κάνει αποκατάσταση, όμως νιώθοντας
               στον ίδιο τον εαυτό της τι’ ναι να της λείπει
               του Τίμωνα η βοήθεια, συναισθάνεται όλο
               το σφάλμαν της που αρνήθη συνδρομή στον Τίμωνα·
               και στέλνει εμάς μ’ έκφραση λύπης κι ανταπόδοση
               πιο καρποφόρα απ’ όσο η προσβολή βαραίνει
               και ζυγιασμένη με το δράμι·  ναι, και πλούτο
               σωρούς κι αγάπη τόση που να βγάλουν
               τ’ άδικα που σου κάναν και να γράψουν μέσα σου
               γράμματα αγάπης για να τους διαβάζεις πάντοτε
               δικούς σου.
ΤΙΜΩΝ   Με γοητεύετε·  μ’ εκπλήσσετε ως το ακρόχειλο
             των δακρύων: δανείστε μου καρδιά τρελού και μάτια
              γυναίκας και θα κλάψω τούτες τις παρηγοριές,
              άξιοι γερουσιαστές.
Α΄ ΓΕΡ.   Για τούτο ευαρεστήσου, γύρισε μαζί μας,
              να γίνεις της Αθήνας μας – δικιάς μας και δικιάς σου-
               ο αρχηγός, δεχτός μ’ ευχαριστίες, ντυμένος
               μ’ απόλυτη εξουσία, και το καλό σου τ’ όνομα
               να ζει στο μεγαλείο: κι αμέσως θ’ αποκρούσουμε
               τις άγριες επιθέσεις του Αλκιβιάδη·
               που σαν παράγριος κάπρος ξεριζώνει την
               ειρήνη της πατρίδας του.
Β΄ ΓΕΡ.   Και φοβερίζοντας κουνάει το σπαθί του
                κατά το τείχος της Αθήνας.
Α΄ ΓΕΡ.   Για τούτο, Τίμων –
ΤΙΜΩΝ   Ε, ναι, το θέλω, κύριοι· θέλω, κύριοι, ακούστε:
             αν ο Αλκιβιάδης σφάζει τους πατριώτες μου,
            να μάθει ο Αλκιβιάδης απ’ τον Τίμωνα
            τούτο: το πως ο Τίμων αδιαφορεί.
            Όμως αν διαγουμίσει την ωραία Αθήνα μας
            και πιάσει τους γερόντους μας απ’ τις γενιάδες
            και ρίξει τις αγνές παρθένες μας στη λάσπη
            του αισχρού, χτηνώδους, παλαβού πολέμου, τότε
            ας μάθει, και να ειπείτε πως το λέει ο Τίμων,
            από σπλαχνιά για τους γερόντους και τη νιότη μας,
 πως δε μπορώ να κάνω αλλιώς παρά του λέω
 πως δε με νοιάζει κι ας το πάρει στο χειρότερο·
 αδιαφορώ για τις λεπίδες τους ενόσω
 έχετε σεις λαιμούς γι’ αυτές· όσο για μένα
 κι ένα σουβλί μες στον ανήσυχο ομαλό
 εγώ το δοξάζω, το λατρεύω πάνω κι από
 τον πιο σεβάσμιον λαιμό μες στην Αθήνα.
 Ναι, κι έτσι σας αφήνω
 στην προστασία των μακάριων θεών σαν κλέφτες
 στους φύλακές τους.
ΤΙΜΩΝ        Μα εγώ ΄γραφα το επίγραμμα του τάφου μου· αύριο
                  θα φαίνεται· η πολυκαιρινή μου αρρώστια.
                  η υγεία κι η ζωή, αρχίζει να διορθώνεται:
                  το τίποτα θα μου τα φέρει όλα. Δρόμο!
                  Ζείτε συνέχεια· ο Αλκιβιάδης να’ ναι
                  πληγή για σας, εσείς γι’ αυτόν κι έτσι να πάει!
Α΄ ΓΕΡ.         Του κακού ό,τι να ειπούμε.
ΤΙΜΩΝ         Μα εγώ αγαπάω τον τόπο μου κι ούτε ευχαρίστηση
                   μου φέρνει η συφορά η κοινή καθώς
                   φήμη κοινή το διάδωσε.
Α΄ ΓΕΡ.         Καλός αυτός ο λόγος.
ΤΙΜΩΝ         Τα χαιρετίσματά μου στους καλούς πατριώτες μου –
Α΄ ΓΕΡ.         Τέτοια ταιριάζουν λόγια να λαλούν τα χείλη σου.
Β΄ ΓΕΡ.         Στ’ αφτιά μας μπαίνουν σαν τρανοί θριαμβευτές
                      στις πύλες που αντηχούν το χειροκρότημα.
ΤΙΜΩΝ         Να μου τους χαιρετίσετε· και πέστε πως
                      για να τους αλαφρώσω από τα βάσανά τους,
                      φόβους από χτυπιές του εχτρού, ζημιές τους, πόνους τους,
                      καημούς του πόθου κι άλλα περιστατικά
                      που το ευκολόσπαστο της φύσης πλοίο τραβάει
                      στο αβέβαιο της ζωής ταξίδι, θέλω να τους κάνω
                      μια χάρη, θα τους μάθω πώς να την προλάβουν
                      την άγρια οργή του Αλκιβιάδη.
Β΄ ΓΕΡ.         Αυτό μ’ αρέσει: θα γυρίσει πίσω!
ΤΙΜΩΝ         Έχω ένα δέντρο μέσα στην αυλή μου
                      που με καλεί ατομική μου χρεία να το ρίξω
                      και θα το κόψω σύντομα· πέστε στους φίλους μου,
                      πέστε το στην Αθήνα, με σειρά στις τάξεις
                      από τα πάνω ως κάτω σε όλους, όσοι θέλουν
                      τη θλίψη να τη σταματήσουν, ας βιαστούν
                      να τρέξουν, πριν αγγίξει πέλεκυς το δέντρο μου,
                      με τους χαιρετισμούς μου.
                      Μη μου ξανάρθετε· μα πέστε στην Αθήνα
                      πως έχει φτιάσει ο Τίμων κατοικιά του αιώνια
                      κατάνακρα στην αρμυρόβρεχτην αχτήν,
                      όπου καθημερινά με τάραχο αφρισμένο
                      η φουσκοθαλασσιά θα τη σκεπάζει· εκεί να’ ρθείτε
                      να ιδείτε στην ταφόπετρά μου τον χρησμό σας.
     Πικρή φωνή μου, όχι άλλο· χεόλη μου, σιωπή.
       Ό,τι στραβό, ας το σιάξει αρρώστια και πληγή:
     τάφους να φτιάχνουν οι άνθρωποι, με θάνατο βραβεία.
      Σβήσε, ήλιε μου. Του Τίμωνα τελειώνει η βασιλεία.


Ο Τίμων δεν δέχεται τίποτα, δεν θέλει τίποτα ν’ ακούσει, δεν έχει παρά μόνον ειρωνεία γι’ αυτούς και τις προτάσεις τους. Στο θάνατο μόνο αποβλέπει και γι’ αυτόν ετοιμάζεται.