Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ -Τραχίνιαι

H τραγωδία Τραχίνιαι αφορά το τέλος του Ηρακλή σε μια πιο διαδεδομένη εκδοχή του μύθου.  Αφορμή για να παραθέσω κάποιες πληροφοριες για την εν λόγω τραγωδία στάθηκε η τραγωδία Ηρακλής Μαινόμενος του Ευριπίδη που παρουσιάστηκε από το Εθνικό Θέατρο. Στην τραγωδία του ο Ευριπίδης αντιστρέφει τη χρονική σχέση άθλοι-τρέλα του Ηρακλή. Πρώτα δηλαδή πραγματοποιεί τους άθλους κι αντί να επιβραβευθεί γι΄ αυτούς, αντίθετα η Ήρα στέλνει τη Λύσσα και τον τρελαίνει. Επίσης δεν ακολουθεί ο θάνατος ως λύτρωση του ήρωα από τα δεινά της θεϊκής μανίας, αλλά ακολουθεί το φίλο του Θυσέα στην Αθήνα. Έχουμε δηλαδή μια ανθρώπινη διάσταση του ήρωα ο οποίος οφείλει να αντιμετωπίσει τις ανθρώπινες δυσκολίες και πίκρες. Ο άνθρωπος Ηρακλής προσπαθεί να εξανθρωπίσει τον κόσμο. Στην τραγωδία Τραχίνιαι έχουμε τον ημίθεο Ηρακλή απέναντι στη δύναμη των θεών. Σε καμιά από τις δύο τραγωδίες δεν υπάρχει αποθέωση του ήρωα.





Yπόθεση 
Η Δηιάνειρα (αυτή που αλώνει, καταστρέφει τους άνδρες) περιμένει στην Τραχίνα μαζί με τον γιο της Ύλλο την επιστροφή του Ηρακλή, που βρίσκεται σε ξένα μέρη δέκα πέντε μήνες τώρα. Έρχεται ο κήρυκας Λίχας φέρνοντας σκλάβες και το μήνυμα ότι ο άνδρας της θα γυρίσει γρήγορα. Μία όμως από τις αιχμάλωτες, η Ιόλη, έχει κατακτήσει την καρδιά του Ηρακλή. Αυτό προκαλεί θλίψη στη Δηιάνειρα και αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ένα ερωτικό φίλτρο, που της είχε δώσει ο Κένταυρος Νέσσος, για να ξανακερδίσει την αγά­πη του Ηρακλή. Με αυτό ποτίζει ένα μανδύα και του τον στέλνει με τον Λίχα ως δώρο. Το φίλτρο όμως ήταν ποτισμένο με το φοβερό φαρμάκι της Λερναίας Ύδρας και αργά πια η Δηιάνειρα ανακαλύπτει ότι το μαλλί που χρησιμοποίησε για να αλείψει το ρούχο, διαλύθηκε στο φως. Τότε έρχεται ο Ύλλος και της αφη­γείται ότι μόλις ο πατέρας του φόρεσε τον μανδύα, προσβλή­θηκε από φρικτούς πόνους. Τον φέρνουν ετοιμοθάνατο στην Τραχίνα. Η Δηιάνειρα σιωπηλά αποχωρεί και η τροφός λίγο αργότερα περιγράφει την αυτοκτονία της. Ύστερα από αυτό μεταφέρουν σε φορείο, εξαθλιωμένο από τον πόνο, τον Ηρα­κλή . Ξεσπά σε θρήνους, ζητά να εκδικη θεί τη γυναίκα του, αλλά όταν μαθαίνει από τον γιο του την αλήθεια, δέχεται τη μοίρα του και δίνει στον Ύλλο οδηγίες, να ετοιμάσει την ταφική πυρά στην Οίτη και να παντρευτεί την Ιόλη.



 Οι Τραχίνιαι είναι η μόνη από τις σωζόμενες τραγω­δίες του Σοφοκλή που οφείλει τον τίτλο της στον χορό της. Η χρονολόγηση της είναι αρκετά αβέβαιη. Με μεγάλη επιφύλαξη την τοποθετούν μετά το 438 π.Χ., προβάλλοντας ως κυριότερο επιχείρημα την ομοιότητα που παρουσιάζει η σκηνή, όταν η Δηιάνειρα αποχαιρετά το συζυγικό της κρεβάτι (στ. 920 κ.ε.), με την αντίστοιχη που έχει η Άλκηστις του Ευριπίδη (438 π.Χ.). Θεωρήθηκε ότι ο Σοφοκλής επηρεάστηκε από τον νεότερο του συνάδελφο, αλλά έχει υποστηριχτεί και η αντίθετη άποψη. Σε επίδραση του Ευριπίδη αποδίδουν και τον πρόλογο της Δηιά­νειρας, αφού οι υπόλοιπες σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή  αρχίζουν διαλογικά.
Δεν είναι απόλυτα σαφές ποιο είναι το κεντρικό πρόσωπο του έργου, η Δηιάνειρα ή ο Ηρακλής. Χωρίζεται σε δύο ευδιά­κριτα μέρη· το πρώτο είναι αφιερωμένο στη διαγραφή της προ­σωπικότητας της συζύγου του ήρωα ενώ το δεύτερο στη μοίρα του ίδιου. Παρ' όλα αυτά οι δύο ενότητες δεν είναι άσχετες μεταξύ τους· μέσα στα λόγια της Δηιάνειρας κυριαρχεί η πα­ρουσία του Ηρακλή και η κατάσταση εκείνου οφείλεται στα αποτελέσματα των πράξεων της. Τα δύο πρόσωπα συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, αν και δεν έρχονται ποτέ αντιμέτωπα- όταν εμφανίζεται ο Ηρακλής, η Δηιάνειρα έχει αυτοκτονήσει.
Ο Σοφοκλής είναι ο ποιητής των εξιδανικευμένων ηρώων, ο δημιουργός ηθικών προτύπων. Στο πρόσωπο της Αντιγόνης του ενσάρκωσε τον τύπο της ιδανικής αδελφής. Με τη Δηιάνει­ρα θέλησε να απεικονίσει την αφοσιωμένη σύζυγο. Ό,τι έκανε, προερχόταν από την αγάπη της προς τον Ηρακλή και την ανά­γκη της να τον κρατήσει κοντά της. Η καταστροφή προήλθε χωρίς να την επιθυμεί ή να την έχει προβλέψει: συνηθισμένο μοτίβο του Σοφοκλή οι ήρωες που εν αγνοία τους προκαλούν δεινά, από τα οποία χάνονται και οι ίδιοι (πρβλ. Οιδίπους Τύραννος). Καμία σχέση δεν έχει αυτή η ηρωίδα με τις μανια­σμένες και παθιασμένες γυναίκες των ευριπίδειων έργων. Η Μήδεια φέρει ολοκληρωτικά τις ευθύνες των πράξεων της, ενώ πάνω από τις σκέψεις και τα σχέδια της τραγικής Δηιάνει­ρας, βρίσκεται η δύναμη ενός ανεξέλεγκτου πεπρωμένου.
Οι θεϊκές δυνάμεις ενεργούν διά μέσου των χρησμών. Ο Σοφοκλής δεν αμφισβητεί την ύπαρξη τους ούτε την επέμβαση τους στην ανθρώπινη ζωή. Από την τυφλή υπακοή όμως των ηρώων του Αισχύλου σε σαφώς καθορισμένες θεϊκές εντολές, βάσει των οποίων αυτοί κινούνται, περνάμε σε ένα άλλο επίπε­δο, στους σκοτεινούς χρησμούς των έργων του Σοφοκλή. Ο Ηρακλής πήρε κάποτε χρησμό, που του μιλούσε για το τέλος των δεινών του. Δεν εξηγούσε όμως τίποτα περισσότερο για τον τρόπο, με το οποίο αυτό θα πραγματοποιόταν. Οι θεοί αφήνουν στους ανθρώπους περιθώρια δράσης, δικαίωμα επέμβασης στα γεγονότα. Το «παιχνίδι» των θεών στηρίζεται στην ασάφεια των χρησμών και τον περιορισμό της ανθρώπινης κατανόη­σης. Η άγνοια οδήγησε τη Δηιάνειρα στη χρησιμοποίηση του μαγικού φίλτρου, αλλά έτσι κι αλλιώς οι θεοί είχαν προ­αποφασίσει τον θάνατο του Ηρακλή.




Η αριστοτελική περιπέτεια δρα σε όλο το έργο. Η Δηιά­νειρα αγωνιά για την τύχη του ανδρός της και προσωρινά ανα­κουφίζεται με τα νέα του αγγελιαφόρου και του Λίχα. Η χαρά της δεν διαρκεί πολύ, γιατί μαθαίνει ότι τα νέα είναι ελλιπή· ο άνδρας της είναι ερωτευμένος με μία νεότερη γυναίκα, που από δω και στο εξής θα κατοικεί στο σπίτι τους. Ως λύση στο πρό­βλημα της θεωρεί το μαγικό φίλτρο, με το οποίο πιστεύει ότι θα κερδίσει την αγάπη του Ηρακλή· η ελπίδα της αναζωπυρώνε­ται, αλλά στο τέλος επέρχεται η καταστροφή· το φίλτρο είναι θανατηφόρο.

Η πλοκή της τραγωδίας είναι γεμάτη εναλλαγές, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη ζωή: «πόνος και χαρά κυκλικά γυρί­ζουν σ' όλους όπως πάνε και γυρίζουν τ' άστρα του βοριά σε κύκλους.» (στ. 128-131). Τελικά αυτό είναι το μήνυμα του ποι­ητή: η ευτυχία και η δυστυχία εναλλάσσονται περιοδικά στην πορεία της ζωής, το μέλλον είναι αβέβαιο και έτσι οργανωμένο από τη θεϊκή βούληση, ώστε κάθε βήμα που κάνει ο ήρωας, νομίζοντας ότι απομακρύνεται από το πεπρωμένο του, τον φέρ­νει πλησιέστερα σ' αυτό. Στους στίχους 1266-69 έχουμε μια εντυπωσιακή μαρτυρία- ο βαθιά θεοσεβής ποιητής διά στό­ματος Ύλλου κατηγορεί τους θεούς που ξεχνούν τα παιδιά τους. Το «κατηγορώ» αυτό μετριάζεται, γιατί στον τελευταίο στίχο του έργου ο ποιητής διατυπώνει την άποψη ότι όλα όσα συμβαίνουν, υπακούουν σε ένα ανώτερο θεϊκό σχέδιο, που η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να κατανοήσει.


Παραθέτω την περιγραφή της αυτοκτονίας της Δηιάνειρας από το στόμα της τροφού, μια σκηνή αρκετά γλαφυρή και λεπτομερειακή (στ. 898-946) :


ΧΟΡΟΣ
Και βάσταξε γυναικείο χέρι να τα πράξει;

ΤΡΟΦΟΣ
Μ' απαίσιο τρόπο άκου να πιστέψεις.
 Όταν στο σπίτι της εμπήκε κι είδε
στη μεσαυλή το γιο της να ετοιμάζει
στρωσίδια μαλακά, για ν' ανταμώσει
τον πατέρα του πάλι, αφού σε μέρος
κρύφτηκε που κανείς να μην τη βλέπει,
πέφτοντας στους βωμούς  θρηνολογούσε,
πως έμεινε έρμη κι έκλαιγεν η δόλια,
το καθετί χαϊδεύοντας που ως τότε
το 'χε νοικοκυριό της· και γυρνώντας
 παντού μες στους θαλάμους, μόλις κάποιον
θωρούσε απ' τους καλούς της υπηρέτες,
ξέσπαγε σε λυγμούς κοιτάζοντας τον,
βαρυγκομώντας την κακιά της μοίρα
και του σπιτιού, που έτσι ορφανεμένο
θα 'μενε πια. Σαν έπαψαν ετούτα,
τη βλέπω ξάφνου γρήγορα να τρέχει
στου Ηρακλή την κάμαρα- Στον ίσκιο
 καλά κρυμμένη εγώ παραφυλούσα·
 και τη θωρώ να στρώνει το κλινάρι
του αντρός της μ' απαλά στρωσίδια.
Όταν ετέλειωσε, πηδάει κι ανακαθίζει
 στου κρεβατιού τη μέση και σε κλάμα
 θερμό κι ανέσωστο ξεσπώντας, είπε:
 «Θάλαμε και κλινάρι νυφικό μου,
σας χαιρετάω για πάντα, τι ποτέ σας
εδώ δε θα με δείτε να πλαγιάσω».
Αυτά είπε και με γρήγορο το χέρι
λύνει τον πέπλο της εκεί που τον κρατάει
στα στήθη εμπρός η ολόχρυση περόνη
και το ζερβί της γύμνωσε το μπράτσο
κι όλο της το πλευρό. Τότες αμέσως,
μ' όση μπορούσα γρηγοράδα τρέχω
και λέω στο γιο της τι μηχανευόταν.
Μα ώσπου να πάμε και να 'ρθούμε, τη θωρούμε
να κείτεται άψυχη μ' ένα μαχαίρι
δίκοπο, στα πλευρά της καρφωμένο
μέσα στα σπλάχνα κάτω απ' το συκώτι.
Έσυρε βόγκο ο γιος της, ως την είδε"
γιατί ένιωσεν ο μαύρος πως σ' ετούτην
την πράξη θα την έσπρωξε ο θυμός του,
αργά μαθαίνοντας απ' τους ανθρώπους
του παλατιού πως άθελα της είχε
κάμει τα έργα τούτα, από τα λόγια
του Κενταύρου ξεγελασμένη. Τότε
μήτε στιγμή το δύστυχο παιδί της
δεν έπαψε να κλαίει και να χτυπιέται,
να τη φιλεί γερμένο στο πλευρό της
στενάζοντας πικρά, γιατί την είχε
με κατηγόριες άδικες φορτώσει
και θρήναγε που θα 'μενε η ζωή του
ορφανεμένη από πατέρα κι από μάνα.
Αυτά γένηκαν εκεί μέσα" κι όποιος
λογιάζει πως θα ζήσει καν δυο μέρες
ή ακόμη πιο πολλές, άμυαλος είναι.
το αύριο δεν υπάρχει πριν περάσει
δίχως κακό η σημερινή σου μέρα.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου