Στο βιβλίο περί τυφλότητος του Ζοζέ Σαραμάγκου υπάρχει ένα κεφάλαιο στις σελίδες 192-220 που θα μπορούσε να αποτελέσει τον κορμό μιας τραγωδίας.
Δίνω περιληπτικά την υπόθεση:
Μια ομάδα τυφλών, που έχασαν το φως τους λόγω μιας ανεξήγητης επιδημίας, είναι αποδιωγμένη από τους υπόλοιπους ανθρώπους και φυλακισμένη σ΄ ένα πρώην φρενοκομείο. Εκεί δεν υπάρχει υγιεινή, επικρατεί συνωστισμός, χάνεται γενικά κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μια κοινωνία ποντικών. Ακόμη κι αυτά τα τρόφιμα άρχισαν να τα εκμεταλλεύονται και να τα εμπορεύονται κάποιοι τυφλοί επιτήδειοι λήσταρχοι. Αυτοί λοιπόν οι σκληροί λήσταρχοι βγάζουν μια διαταγή: θέλουν γυναίκες, απαιτούν τις γυναίκες των θαλάμων για ερωτική ικανοποίηση με αντάλλαγμα την προσφορά τροφίμων στους υπόλοιπους τυφλούς. Δημιουργείται έτσι μια ηθικολογικού χαρακτήρα ένταση: να πάνε οι γυναίκες ή όχι; Όλες ή ορισμένες; Οι παντρεμένες ή οι ελεύθερες; Και ο αντρικός εγωισμός; Αν ζητούσαν άντρες, θα πήγαιναν αυτοί ή όχι; Τελικά μπροστά στην αγωνία της συνολικής επιβίωσης ανταποκρίνονται όλες οι γυναίκες. Απορρίπτουν το θάνατο που θα μπορούσαν να επιλέξουν και υφίστανται έναν εξευτελισμό άνευ προηγουμένου. Κατά την αποχώρησή τους μια γυναίκα καταρρέει και πεθαίνει. Το κεφάλαιο τελειώνει με το σωματικό καθαρμό των γυναικών.
Η σκηνή που περιέγραψα μου έφερε στο μυαλό μου ένα εθνικό μας δράμα: τις σουλιώτισσες και τη θυσία τους. Ανάμεσα στο θάνατο και τον εξευτελισμό εκείνες προτίμησαν το θάνατο. Ο θάνατος ήταν μια λύτρωση, οδήγησε στην ηρωοποίησή τους. Ο θάνατος έδωσε ηθικό βάρος στη ζωή τους. Οι γυναίκες του μυθιστορήματος προτίμησαν την ατίμωση. Έχασαν άραγε το ηθικό τους βάρος; Η ηθική πιστεύω είναι δημιούργημα μιας οργανωμένης κοινωνίας. Ηθική και κοινωνία πηγαίνουν μαζί. Όταν εξαφανίζεται η έννοια της κοινωνικής αρμονίας - ισορροπία, τότε πρυτανεύουν τα ένστικτα και μια εσωτερική, βαθιά ελευθερία που έχουν για πυρήνα την αυτοσυντήρηση και ετεροσυντήρηση. Δεν υπάρχει τότε ηθική και οι ηθικολογίες περιττεύουν.
Το μυθιστόρημα βέβαια έχει συνέχεια και ακολουθεί η τιμωρία, ο θάνατος του αρχηγού των ληστών. Αυτό όμως που με συγκλόνισε είναι το ανθρώπινο πρόσωπο της ατίμωσης. Η συνειδητή πορεία προς τον εξευτελισμό, μια συνείδηση όμως που πηγάζει από την ανάγκη για επιβίωση του ανθρώπου.
Παραθέτω την παραβολή του τυφλού:
Παραθέτω την παραβολή του τυφλού:
"Τω καιρώ εκείνω εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών· ακούσας δε όχλου διαπορευομένου επυνθάνετο τι είη τούτο. Απήγγειλαν δε αυτώ ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. Και εβόησε λέγων Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με. Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση - αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν υιέ Δαβίδ, ελέησόν με. Σταθείς δε ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων τι σοι θέλεις ποιήσω· ό δε είπε· Κύριε, ίνα αναβλέψω. Και ό Ιησούς, είπεν αυτώ· ανάβλεψον η πίστις σου σέσωκέ σε· και παραχρήμα ανέβλεψε, και ήκολούθει τον Κύριον δοξάζων τον Θεόν και πάς λαός ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ".
Εκείνο τον καιρό, καθώς πλησίαζε ο Ιησούς στην Ιεριχώ καθόταν ένας τυφλός κοντά στο δρόμο και ζητιάνευε. Όταν άκουσε πως περνάει πολύς κόσμος, ρώτησε τι ακριβώς συμβαίνει. Του απάντησαν δε πως ο Ιησούς ο Ναζωραίος περνάει από μπροστά του. Τότε φώναξε δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησε με». Εκείνοι που προπορεύονταν τον μάλωναν για να σωπάσει. Αυτός όμως φώναζε πολύ περισσότερο. «Υιέ του Δαβίδ, ελέησε με». Αφού σταμάτησε ο Ιησούς, έδωσε εντολή να τον φέρουν μπροστά του. Όταν αυτός (τυφλός) πλησίασε τότε τον ρώτησε (ο Κύριος). «Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος δε είπε: «Κύριε, θέλω να ξαναδώ (με τα μάτια μου). Και ο Ιησούς του είπε: «Ανάβλεψε· η πίστη σου σε έσωσε. Και αμέσως ξαναείδε το φως του και ακολουθούσε τον Κύριο δοξάζοντας το Θεό. Και όλος ο λαός, όταν είδε (το θαύμα) δόξασε το Θεό.
Παραβολή των τυφλών (1568) -Μπρέγκελ
Η ομάδα των τυφλών προχωρεί σε άτακτη σειρά, διαταράσσοντας τη σταθερότητα της γραμμής του τοπίου. Είναι μια παράξενη και μακάβρια πομπή φτωχών ανθρώπινων ερειπίων με πρόσωπα ισχνά, με μέλη παραμορφωμένα, με βήματα διστακτικά, που στηρίζονται σε ραβδί και παρασύρουν ο ένας τον άλλο προς ένα θλιβερό τέλος, φοβερή κατάληξη της άθλιας ζωής τους. Ο πρώτος έχει ήδη γλιστρήσει στο ρυάκι, ενώ ο δεύτερος παραπατά και στρέφει το τρομοκρατημένο λιπόσαρκο πρόσωπό του. Ο δραματικός χαρακτήρας της σκηνής του πρώτου επιπέδου έρχεται σε αντίθεση με το γαλήνιο εξοχικό τοπίο του βάθους, που ζωντανεύουν λίγα σπίτια, μια εκκλησία και δένδρα ελαφρά εκτελεσμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου