Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Κάρολος Ντίκενς




Στα πλαίσια της λέσχης ανάγνωσης του Μαΐου στη βιβλιοθήκη Σερρών θα γίνει συζήτηση σχετικά με τον Κάρολο Ντίκενς, με αφορμή μάλιστα και την ομιλία που θα πραγματοποιήσει ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης στον ίδιο χώρο. Προς το παρόν παραθέτω ό τι ενδιαφέρον αλίευσα...

Τα χρόνια που διαμόρφωσαν τον Ντίκενς ήταν τα τέλη του 1830 και οι αρχές του 1840- μια ταραχώδης περίοδος καπιταλιστικού μετασχηματισμού των μεγάλων πόλεων, τεράστιας κοινωνικής σύγκρουσης ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις και βίαιης ιδεολογικής αναταραχής.  Η οικογένεια του ίδιου του Ντίκενς είχε άμεση και πικρή εμπειρία από αυτή την κοινωνική σύγκρουση. Μετακόμιζαν συχνά για να ξεφεύγουν από τους πιστωτές τους και τελικά ο πατέρας του Ντίκενς φυλακίστηκε για χρέη, με αποτέλεσμα η οικογένεια να χωριστεί...
Ο τρόμος που ένιωσε ο Ντίκενς για τη φτώχεια στην οποία βρέθηκε και ο ίδιος για ένα διάστημα, η ενστικτώδης ταύτιση και συμπόνια που ένιωσε, διαμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό τον άξονα των γραπτών του που θα ακολουθήσουν. Έγραφε ασταμάτητα, με το άγχος της επιβίωσης, και γρήγορα κατάφερε να γίνει ο πρώτος, ουσιαστικά, συγγραφέας που μπορούσε να ζήσει από τη δουλειά του: μυθιστορήματα, διηγήματα, δημοσιογραφία.
Τα πρώιμα μυθιστορήματα του Ντίκενς είναι ανοιχτά και επεισοδιακά. Η τεχνική του γραψίματος μυθιστορημάτων σε μηνιαία, και μερικές φορές εβδομαδιαία, κομμάτια (μια τεχνική που στην πραγματικότητα επινόησε ο Ντίκενς) σήμανε ότι θα μπορούσε να πλησιάσει ένα νέο ακροατήριο. Του έδωσε την ελευθερία να εισάγει νέους χαρακτήρες και να ανοίξει ζητήματα (την πραγματικότητα γύρω από τη νομοθεσίας για τους φτωχούς ή την σκληρότητα στην εκπαίδευση που μπορεί να ταρακουνούσαν τα αισθήματα και τη συνείδηση στο κοινό του). Η ευρύτητα των λογοτεχνικών μορφών τού έδωσε τη δυνατότητα να απλώσει απεριόριστα τον κοινωνικό κόσμο του μυθιστορήματος: οι πλούσιοι και οι ταλαντούχοι έπρεπε να κάνουν χώρο για τους χαρακτήρες από τις κατώτερες τάξεις. Οι πληβειακές φωνές πάλευαν για το δικαίωμα να ακουστούν.
Η αδυναμία του Ντίκενς, και ταυτόχρονα η δύναμή του, γίνεται φανερή στην τάση του να παρασύρεται σε συναισθηματισμούς. Στην περίφημη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843) βλέπουμε τον άκαρδο και τσιγκούνη Σκρουτζ, από οπαδό του Μάλθους και της εξολόθρευσης των φτωχών, να μετατρέπεται τελικά σε γενναιόδωρο ευεργέτη τους...
Ο «ώριμος» Ντίκενς είναι λιγότερο πεπεισμένος ότι το άτομο μπορεί να υπερισχύσει απέναντι σε μια κοινωνία πιο μηχανιστική, όπως αυτή που γνωρίζει πλέον ο ίδιος. Για παράδειγμα το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Ντίκενς, «Ο κοινός μας Φίλος» (1865), δείχνει τη φιλανθρωπία σαν μια επιχείρηση και τα ορφανά να κινδυνεύουν να καταλήξουν εμπορεύσιμα αγαθά.
Τα μυθιστορήματα του από το 1850 και το 1860 είναι πιο σφιχτά σε μορφή, λιγότερο επεισοδιακά, σαν αναγνώριση ότι τα συστήματα –νομικά, δικαστικά και οικονομικά- υποχρεώνουν το άτομο και κάθε χειρΤα πιο αδύναμα μυθιστορήματα του Ντίκενς είναι εκείνα όπου τα θύματα αντιπροσωπεύονται ως συγκρουσιακός ή επαναστατικός όχλος- Μπάρναμπι Ραντζ (1841) και Ιστορία Δύο Πόλεων (1859) ή όταν μπορούν δυνάμει να αποτελέσουν μια συλλογική συνδικαλιστική δύναμη (όπως στο μυθιστόρημα για την «κατάσταση της Αγγλίας» του 1854, Δύσκολα Χρόνια). Η αδυναμία του Ντίκενς είναι ιδιαίτερα φανερή στην τάση του να παρασύρεται σε συναισθηματισμούς και να εξιδανικεύει τις γυναίκες. Οι γυναίκες περιορίζονται σε τύπους: η μικροπαντρεμένη, η αγιοποιημένη φιγούρα, το αντικείμενο πόθου ή η «έκπτωτη γυναίκα». Λειτουργούν μέσα στο γενικό πλαίσιο της “ιδανικής για το σπίτι” που λαχταρά ο ήρωας- όπως, για παράδειγμα, στον Δαυίδ Κόπερφιλντ (1850) όπου η πρώτη νεαρή σύζυγος του Δαυίδ πεθαίνει βολικά για να αφήσει χώρο στην «τέλεια» νύφη, πράγμα που συμπληρώνει τα προσόντα του ως συγγραφέα. Σποραδικά, υπάρχουν γυναικείοι χαρακτήρες που υποδεικνύουν ότι ο Ντίκενς είχε κάποια αμυδρή γνώστης της πραγματικής πολυσύνθετης ζωής των γυναικών. Αυτή είναι η περίπτωση στα τελευταία του μυθιστορήματα- ειδικότερα στις Μεγάλες Προσδοκίες (1861), στο οποίο ο Ντίκενς έρχεται πιο κοντά στην αντιμετώπιση του προβληματικού χαρακτήρα του αστού ήρωα. Και οι Μεγάλες Προσδοκίες και ο Δαυίδ Κόπερφιλντ κεντράρουν στο ερώτημα πώς γίνεσαι πραγματικός «τζέντλεμαν» - όχι από τη γέννηση σου, αλλά επειδή θα το πετύχεις. Στις Μεγάλες Προσδοκίες, αναμφισβήτητα το καλύτερο μυθιστόρημα του Ντίκενς, η ευγένεια προσεγγίζεται πιο κριτικά μέσα από μια εξερεύνηση της ντροπής και τις συνέπειες που υπάρχουν σε ένα άτομο που αρνείται τις καταβολές του.
Είναι ένα μυθιστόρημα χωρίς καμιά εμπιστοσύνη πως οτιδήποτε ανθρώπινο μπορεί να διασωθεί μέσα την αστική κοινωνία, ένα στοιχείο που αξίζει να θυμόμαστε μέσα στους εορτασμούς που θα περιβάλλουν τα 200 χρόνια του.ονομία φιλανθρωπίας σε αναποτελεσματικότητα ή και χειρότερα. Στο Ζοφερο Οίκο (1853) τα άτομα δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη λαβή μιας αγωγής πάνω σε μια κληρονομιά. Στη Μικρή Ντόρριτ (1857) η σωματική, πνευματική και γλωσσική φυλάκιση παγιδεύει ανθρώπους σε ποταπές αντιλήψεις για το τι είναι ευγενικό και κόσμιο. Το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Ντίκενς, Ο Κοινός μας Φίλος (1865) δείχνει την κοινωνία σαν ένα σωρό σκόνης, την φιλανθρωπία σαν επιχείρηση και τα ορφανά σε κίνδυνο να καταλήξουν εμπορεύσιμα αγαθά (αρκετά μακριά από τον πρώιμο Ντίκενς). Ο Ντίκενς δυσκολεύεται όταν, αντί να μιλάει για τους περιθωριοποιημένους, έρχεται αντιμέτωπος με τους ίδιους να μιλάνε για λογαριασμό τους. Η προτροπή για κοινωνική μεταρρύθμιση εκ μέρους των θυμάτων ή η υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους είναι ένα πράγμα, όταν επικεντρώνεται στις ηθικές και πνευματικές αρετές ενός ήρωα που μπορεί να κινείται ανάμεσα στους στερημένους, αλλά δεν αποτελεί έναν από αυτούς. Αρκετά διαφορετικό είναι το ζήτημα όταν τα θύματα αποτελούν τα ίδια ένα ενεργό υποκείμενο και δεν χρειάζονται έναν ήρωα να τους αντιπροσωπεύσει.
Ο Όργουελ θεωρούσε πως ο Ντίκενς είναι ένας συγγραφέας που οι πάντες έχουν ιδιοποιηθεί «καθολικοί, μαρξιστές και κυρίως συντηρητικοί». Στα τέλη του 19ου αιώνα ήρθαν στο προσκήνιο οι Ρώσοι συγγραφείς, οι οποίοι θεωρήθηκαν ανώτεροι λογοτεχνικά του Ντίκενς. Εκείνοι όμως είχαν διαφορετική γνώμη: Ο Τουργκένιεφ επαινούσε τον Ντίκενς, ενώ ο Τολστόι έλεγε γι' αυτόν: «Όλοι οι χαρακτήρες του είναι προσωπικοί μου φίλοι, συνεχώς τους συγκρίνω με αληθινά πρόσωπα, με τόση ζωντάνια τους έχει γράψει». Ακόμη και ο Ντοστογιέφσκι επηρεάστηκε από συγκεκριμένους χαρακτήρες του Άγγλου συγγραφέα...









Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Άνευ Λόγων ΙΙ



Στις Σέρρες πραγματοποιείται και φέτος η 8η Πανεπιστημιάδα Θεάτρου (22 Mαϊου-10 Ιουνίου), ένας θεσμός αρκετά ενδιαφέρων καθώς φοιτητές από διάφορα πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού παρουσιάζουν τις δικές τους θεατρικές προτάσεις. Στα πλαίσια, λοιπόν, της πανεπιστημιάδας παρακολούθησα το δρώμενο "Άνευ Λόγων ΙΙ"  από το τμήμα θεατρικών σπουδών του Ναυπλίου. Η παράσταση αποτελούνταν από πέντε αυτόνομες περφόρμανς:

  • Κυνηγώντας το όνειρο
Με έναυσμα το κυνηγητό ενός εντόμου η πραγματικότητα τριών παιδιών μεταβάλλεται.


  • Γέννηση - Ωριμότητα - Θάνατος

Ποιητική περιγραφή του κύκλου της ζωής, από τη στιγμή της γέννησης μέχρι και το θάνατο μέσα από το διάβα ενός ανθρώπου.

  • Πράξη χωρίς λόγια ΙΙ
Βασισμένο στο μονόπρακτο έργο του Σάμιουελ Μπέκετ. Δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πρόσωπα βγαίνουν μέσα από το σάκο τους, περιγράφοντας την καθημερινότητά τους και διανύοντας ταυτόχρονα την απόσταση από τη μια κουίντα ως την άλλη.


  • Οι άντρες με τα μαύρα
Ροκ λαβυρυνθιακή διάδραση μεταξύ δύο περφόρμερ και του κοινού.


  • To the beat of the forest
Χοροθεατρική μεταφορά εμπνευσμένη από το Όνειρο Καλοκαιρινής Νυκτός επηρεασμένη από την τεχνοτροπία της Pina Baushc.


To δρώμενο, οι περφόρμανς δηλαδή, αποτελείται από σωματικές, μιμοδραματικές και κινησιολογικές δημιουργίες βασισμένες σε δραματικά κείμενα συνδυάζοντας το ποιητικό, το δραματικό και το τραγελαφικό σώμα. Η γλώσσα του σώματος. Άρα μέσα από την  κίνηση του σώματος περιμένουμε  μια προσέγγιση της  γλωσσικής φαντασίας, του γλωσσικού σύμπαντος. Στην ουσία θα ήθελα περισσότερη πρωτοτυπία και τόλμη στην έκφραση και όχι τόσο εύκολη αποκωδικοποίηση των κινητικών συμβόλων. Όχι τόσο χορό κυρίως στην τελευταία (5η περφόρμανς), αλλά έναν χορευτικό παροξυσμό. Η πρόθεσή τους με ικανοποίησε, όχι όμως τόσο πολύ το αποτέλεσμα. 

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Ευριπίδης - Υψιπύλη


Ο Διόνυσος, που μες στου Παρνασού τα πεύκα
πηδά χορεύοντας με τις γυναίκες των Δελφών
ντυμένος λαφοτόμαρα και θύρσο
βαστώντας έχει σπείρει τη γενιά μου…

Ο χορευτής Διόνυσος είναι ο πρόγονος της Υψιπύλης. Καταλληλότερο πρόγονο δε θα μπορούσε να ταιριάσει για την ηρωίδα του ο Ευριπίδης. Και θεός και μεθυσμένος... Και ο Ευριπίδης αντιμέτωπος με τη γυναικεία ψυχολογία. Η Υψιπύλη βασίλισσα. Βασίλισσα όμως στη Λήμνο. Οι γυναίκες στη Λήμνο ξέχασαν να προσφέρουν κάποια θυσία στη θεά Αφροδίτη, κι αυτή θυμωμένη μαζί τους, τις τιμώρησε να μην τις θέλουν οι άντρες τους. Αυτοί σμίγαν με άλλες. Κι έτσι αυτές ορκίστηκαν να τους σφάξουν. Όμως η Υψιπύλη λυπήθηκε το γέρο πατέρα της και τον έσωσε. Εν τω μεταξύ προσάραξε στο λιμάνι της Λήμνου και η Αργώ με τους αργοναύτες και ακολούθησε το γνωστό ερωτικό γλέντι… Η Υψιπύλη γέννησε από τον Ιάσονα δυο γιους, τον Εύηνο και το Θόα. Κάποια στιγμή όμως οι αργοναύτες συνέχισαν το ταξίδι τους για την Κολχίδα και ο Ιάσονας έφυγε παίρνοντας και τους δυο μικρούς γιους.  Και δεν έφτανε μόνο αυτό: αποκαλύφθηκε η προδοσία της Υψιπύλης που έσωσε τον πατέρα της και  οι υπόλοιπες γυναίκες ήθελαν να σκοτώσουν την Υψιπύλη. Τότε αυτή ανοίχτηκε στο πέλαγος, την έπιασαν όμως πειρατές και την πούλησαν σκλάβα στο βασιλιά της Νεμέας, Λυκούργο.
Αυτά μας διηγείται η Υψιπύλη στον πρόλογο της τραγωδίας. Από βασίλισσα γίνεται σκλάβα, παραμάνα του μικρού Οφέλτη, γιου του Λυκούργου και της Ευρυδίκης. Αυτές οι ανθρώπινες μεταπτώσεις πολύ αρέσουν στον Ευριπίδη.

Yψιπύλη:
Είμαι χωρίς πατρίδα πια, μ΄ αβέβαιη μοίρα
-ποτέ δεν έχει ο δούλος καλή τύχη-
μα με κρατάει μια κρυφή λαχτάρα,
να΄ ρθουν οι γιοι μου εδώ και να με βρούνε,
οδηγημένοι από τον προπάτορά τους,
το θεϊκό Διόνυσο…

Στο μεταξύ ο Ιάσονας σκοτώθηκε και οι δυο γιοι βγήκαν σε αναζήτηση της μητέρας τους και …φτάνουν στη Νεμέα. Δεν αναγνωρίζουν τη μητέρα τους με την πρώτη, φυσικά, αλλά φιλοξενούνται στο βασιλικό παλάτι.

Υψιπύλη:
Άκου, ζυγώνει κατά δω
θόρυβος από κρόταλα…

Η Υψιπύλη αφουγκράζεται. Και πράγματι είναι ο στρατός των Αργείων που κατευθύνεται προς τη Θήβα εκδίκηση να πάρει για χάρη του Ετεοκλή. Σταματά, λοιπόν ο στρατός στη Νεμέα και ο στρατηγός και μάντης Αμφιάραος ζητά από την Υψιπύλη να τους οδηγήσει σε μια κρήνη. Αυτή όμως έχει και το μικρό Οφέλτη, παραμάνα ήταν. Κι έτσι παίρνει κι αυτόν μαζί της και οδηγεί το στράτευμα στην κρήνη. Αφήνει όμως χάμω στη γη το μωρό και απομακρύνεται για να δείξει ακριβώς την τοποθεσία της κρήνης και τότε… Ένα φίδι πνίγει το μωρό…

Υψιπύλη:
Να είχα αμάξι φτερωτό
ψηλά να με σηκώσει στον αιθέρα
να μη με βρουν οι συμφορές
που γρήγορα θα πέσουν πάνω μου… 


Ευρυδίκη:
Δούλα ξενόφερτη κι αγορασμένη,
που ΄χεις στην κάθε ανάγκη εύκολο δάκρυ
θα μου πληρώσεις το χαμό του γιου μου
με το δικό σου θάνατο, να ξέρεις,
δε θα ξεφύγεις τη δικαιοσύνη…

Υψιπύλη:
Είσαι γυναίκα και καλά το ξέρεις
πως απ΄ τη μια στιγμή στην άλλη αλλάζει
γοργά η διάθεσή μας. Μη με κρίνεις
τώρα που η λύπη και η οργή σε πνίγουν…  … ο αιώνιος Ευριπίδης…

Μπαίνει ο Αμφιάραος. Η λογική του άντρα (και στρατηγός και μάντης). Υπερασπίζεται και δικαιολογεί την Υψιπύλη. Ως μάντης θεωρεί το θάνατο του μωρού ως τον πρώτο στους τόσους άλλους που θα ακολουθήσουν στη μάχη. Προτείνει να μετονομαστεί συμβολικά σε Αρχέμορο, η αρχή του θανάτου. Μάλιστα γνωρίζει ότι και ο ίδιος θα σκοτωθεί. Και προτείνει να πραγματοποιούνται ταφικοί αγώνες σε ανάμνηση του θανάτου.

Χορός:
Διόνυσε, κερασφόρε, διπλογέννητε,
του Δία γιε, που τριγυρνάς
με τις πιστές σου βάκχες
τις νύχτες στα βουνά αλαλάζοντας,
όταν ολόλαμπρη ψηλά η σελήνη
τα σύμπυκνα φωτίζει δάση,
έλα, βοήθησέ την…

Η Ευρυδίκη παρηγορείται, λυγίζει και δέχεται την πρόταση του Αμφιάραου. Γίνονται πραγματικά αγώνες στους οποίους ανάμεσα στους νικητές είναι και … οι γιοι της Υψιπύλης. Ακολουθεί και αναγνώριση. Συγκίνηση, δάκρυα. Η Υψιπύλη συναντά τους γιους της, απαλλάσσεται από την κατηγόρια του φονικού, κερδίζει και την ελευθερία της. 

Χορός:
Ω Τύχη, θυγατέρα
του Ωκεανού, τυφλή θεά,
που των θνητών τα έργα
συμπλέκεις όπως θέλεις
κι άλλοτε τους υψώνεις
στην ευτυχία κι άλλοτε
γκρεμίζεις στη συμφορά.
δέξου μ΄ ευμένεια
τραγούδι ευχαριστήριο.

Όμως… Εμφανίζεται ο φευγάτος Λυκούργος, ξέχειλος από οργή. Ζητά το θάνατο της Υψιπύλης. Όμως… Εμφανίζεται και ο Διόνυσος, ο από μηχανής θεός. Έτσι όπως τα έφερε ο Ευριπίδης μόνο αυτός, ο Διόνυσος μπορεί να δώσει τη λύση.

Διόνυσος:
Ο φταίχτης είσαι συ, γιατί του Φοίβου
ξέχασες τον παλιό χρησμό…

Και στο τέλος happy end!

Αυτό για το οποίο θλίβεται η Υψιπύλη, δηλαδή η απουσία των παιδιών της, αυτό είναι που τελικά καταφέρνει στο βασιλικό ζεύγος, το θάνατο του παιδιού τους. Άνθρωπος. Και Ευριπίδης. Που πίσω από τον άνθρωπο κρύβεται μια ανώτερη δύναμη, αδύνατο να την ελέγξει.

 



Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

O κήπος με τα διακλαδωτά μονοπάτια - Μπόρχες

Διαβάζοντας τα λιτά αφηγήματα του Μπόρχες αναρωτιέμαι πολλές φορές γιατί να αφιερώνω ώρες ατέλειωτες για την ανάγνωση ενός πολυσέλιδου μυθιστορήματος, τη στιγμή που μπορούν λίγες σελίδες να σου δημιουργήσουν ένα λογοτεχνικό σύμπαν τόσο μαγικό.


Ο Κήπος με τα διακλαδωτά μονοπάτια έχει τα στοιχεία ενός αστυνομικού έργου. Ένας πράκτορας, ο Γιου Τσουν, της "κίτρινης" φυλής (αυτή η ανατολική φιγούρα και κουλτούρα φαντάζει τόσο εξωτική, αλλά και σκληρή στα μάτια των πιο δυτικών...), κατάσκοπος της γερμανικής αυτοκρατορίας, οπλισμένος με ένα περίστροφο και κυνηγημένος από ένα γερμανό λοχαγό, επισκέπτεται το σπίτι ενός σοφού σινολόγου, του Στίβεν Άλμπερτ και τον σκοτώνει. Και ο λόγος που τον σκοτώνει αποκαλύπτεται στο τέλος: ήθελε να μηνύσει στον αρχηγό του το όνομα της πόλης που έπρεπε να βομβαρδίσουν. Η πόλη ονομάζεται Αλμπέρ, όμοια με το όνομα του δολοφονηθέντος, Άλμπερτ (η γαλλική πόλη Albert).


Αυτό όμως που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι η εγκιβωτισμένη αφήγηση. Ο πρόγονος του κατασκόπου, ο Τσούι Πεν, κυβερνήτης της γενέθλιας επαρχίας του, εγκατέλειψε τα πάντα και αφιερώθηκε για δεκατρία χρόνια για να συνθέσει ένα βιβλίο και ένα λαβύρινθο. Το βιβλίο και ο λαβύρινθος ήταν ένα και το αυτό αντικείμενο. 


 Αφήνω στα άφθονα μέλλοντα (όχι σε όλα) τον κήπο μου με τα διακλαδωτά μονοπάτια...............φράση του Τσούι Πεν..............................


Σ΄ όλες τις μυθοπλασίες κάποιος βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλές εναλλακτικές λύσεις, επιλέγει τη μία και αποκλείει τις άλλες. Στο έργο όμως του Τσούι Πεν επιλέγονται ταυτόχρονα όλες. Κάθε έκβαση είναι το σημείο αφετηρίας άλλων διακλαδώσεων. Άπειρες σειρές χρόνων που αποκλίνουν, συγκλίνουν, κινούνται παράλληλα. Ο χρόνος διακλαδώνεται αενάως προς μέλλοντα αναρίθμητα..............


Τώρα είμαστε φίλοι, σ΄ ένα από τα μέλλοντα θα είμαι ο εχθρός σου...Ενδιαφέρον!





Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Δικαιόπολις-Αχαρνής


Τον έκτο χρόνο του πελοποννησιακού πολέμου ο αθηναίος πολίτης Δικαιόπολις, πενήντα ετών περίπου, αγρότης, ένας ασήμαντος και τιποτένιος, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, εμφανίζεται στην Πνύκα, αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί χωρίς συμβιβασμούς τα δικαιώματα που του παρέχει η δημοκρατία και να γιουχαΐσει οποιονδήποτε ρήτορα διανοηθεί να μιλήσει για οτιδήποτε άλλο πλην της ειρήνης. Οι Σπαρτιάτες, εκστρατεύοντας κάθε άνοιξη εναντίον της Αττικής και καταστρέφοντας συστηματικά τις καλλιέργειές της, έχουν αναγκάσει τους κατοίκους της (μαζί και τον Δικαιόπολι) να κλειστούν μέσα στα Μακρά Τείχη της Αθήνας. Οι τρισάθλιες συνθήκες της ζωής τους οδηγούν και στην ηθική και στην πνευματική τους εξαχρείωση. Βλέπουν τη γη τους να καταστρέφεται, επιδημίες, αλλά και περικοπή μισθών, συντάξεων, φορολογική επιβάρυνση, απειλή για απολύσεις στο δημόσιο… Ο Δικαιόπολις είναι οργισμένος. Δεν αντέχει τα δεινά του πολέμου, δεν αντέχει όμως και την αποχαύνωση των συμπολιτών του και την εμπιστοσύνη που δίνουν αστόχαστα στους δημαγωγούς, στους φαύλους της πολιτικής και στους απατεώνες της διπλωματίας. Δεν αντέχει επίσης τους αλαζόνες στρατιωτικούς ούτε την αχαλίνωτη δράση των συκοφαντών. Και επειδή δεν μπορεί να πείσει τη λαϊκή συνέλευση, αποφασίζει από μόνος του να ...καταγγείλει τον πόλεμο, να τον... επαναδιαπραγματευτεί. Συνάπτει ιδιωτική ειρήνη με τους Σπαρτιάτες. Και ευτυχισμένος ο Δικαιόπολης, στήνει την προσωπική του αγορά και εμπορεύεται με αντιπάλους των Αθηναίων. Δεν θέλει να μοιραστεί με κανέναν την ειρήνη και τις χάρες της. Κι όταν ο στρατηγός Λάμαχος επιστρέφει λαβωμένος, τον ειρωνεύεται αγρίως.
Τι ζητά και τι πραγματοποιεί δηλαδή ο Δικαιόπολις; Μια προσωπική ειρήνη με τους Σπαρτιάτες.
Ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα της πολιτείας του –πολύ περισσότερο- για τα συμφέροντα του ελληνικού κόσμου;
Ο Δικαιόπολις απογοητευμένος από τους δημαγωγούς και τον πόλεμο θέλει την άνεση και την ευχαρίστησή του, και με μαγικά μέσα γλιτώνει από τις υποχρεώσεις του ως πολίτης, που θα έπρεπε να υπακούει στην εξουσία της κυρίαρχης συνέλευσης και των αιρετών αξιωματούχων της πολιτείας του.
Μήπως όμως αδιαφορεί για τις αιτίες που προκαλούν τα γεγονότα; Μήπως διακόπτει τη σχέση του με την πραγματικότητα;
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος δεν έγινε ασφαλώς για δύο πόρνες, αλλά γιατί τα Μέγαρα έκαναν εμπόριο με ειδικές συνθήκες με τη Σπάρτη, ό τι δηλαδή θέλησε να κάνει ο Δικαιόπολις. Στη συνέχεια μάλιστα απορρίπτει και την ιδέα να μοιραστεί με κάποιον άλλο τα αγαθά της ειρήνης

Είναι τελικά επαναστάτης ο Δικαιόπολις και τι είδους επανάσταση κάνει;

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ

Η ευχαρίστηση βρίσκεται πρώτα στην προσμονή , κι αργότερα στην ανάμνηση. Τέτοιο είναι το φλωμπεριανό ταμπεραμέντο.


Τα βιβλία είναι ο χώρος όπου τα πράγματα σου εξηγούνται. Η ζωή είναι ο χώρος όπου δε σου εξηγούνται.

Το βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς με τίτλο "Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ" είναι ένα αταξινόμητο ειδολογικά βιβλίο, μια μυθιστορηματική καρικατούρα, όπου τα όρια αφηγητή-συγγραφέα θολώνουν τα μάτια του αναγνώστη. Εξάλλου, όπως αναφέρεται μέσα στο έργο: ο παθιασμένος αναγνώστης έχει το δικαίωμα να ξεχνά, μπορεί να φύγει, να κάνει απιστίες με άλλους συγγραφείς, να επιστρέψει και να μαγευτεί πάλι από την αρχή. Η συνήθεια δε χρειάζεται να παρεισδύσει στη σχέση, μπορεί η επαφή να είναι αραιή, αλλά όταν υπάρχει είναι έντονη.

Πράγματι μου έδωσε το βιβλίο κάποιες απαντήσεις  για τον τρόπο της ανάγνωσης, για το πάθος της ανάγνωσης, το πάθος της αναγνωστικής σχέσης. Η απιστία ανανεώνει τη σχέση. Κι επίσης η  μαγεία της στιγμής δεν αναιρείται από εξωτερικά ψεγάδια, που τελικά, αν εμβαθύνεις, δεν είναι ψεγάδια.

     ...Ο Φλωμπέρ δεν πλάθει τους χαρακτήρες του, όπως έκανε ο Μπαλζάκ, με αντικειμενική, εξωτερική περιγραφή. Μάλιστα είναι τόσο απρόσεχτος με την εξωτερική τους  εμφάνιση που σε μια περίπτωση δίνει στην Έμμα καστανά μάτια, σε μια άλλη κατάμαυρα και σε μια άλλη γαλανά...              λόγια μιας κριτικού ...........

Ήταν τελικά μεγάλος συγγραφέας ο Φλωμπέρ; Και είναι αξιόλογο το βιβλίο "Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ";

Σε ένα πρώτο επίπεδο το έργο αφορά την έρευνα ενός ηλικιωμένου άγγλου γιατρού με το όνομα Τζέφρι Μπρεϊθγουέιτ που προσπαθεί να αποδείξει εάν ένας συγκεκριμένος βαλσαμωμένος παπαγάλος είναι ο ίδιος μ΄ εκείνον που δανείστηκε ο Φλωμπέρ από το μουσείο της Ρουέν και τον τοποθέτησε στο γραφείο του ενώ έγραφε το Μια απλή καρδιά. Στο βιβλίο αυτό ο παπαγάλος ονομάζεται Λουλού και ανήκει στη Φελισιτέ, την ηρωίδα του έργου. 

"Η Περηφάνεια είναι άλλο πράγμα: ένα άγριο θηρίο που ζει σε σπηλιές  και πλανιέται στην έρημο. Ενώ η Ματαιοδοξία είναι ένας παπαγάλος που πηδά από κλαδί σε κλαδί και φλυαρεί απροκάλυπτα". Αυτά λέει ο Φλωμπέρ, ενώ η Λουίζ Κολέ: "..αρεσκόταν να βλέπει τον εαυτό του σαν πολική αρκούδα, απόμακρη, άγρια και μοναχική. Πήγα με τα νερά του, μάλιστα τον αποκάλεσα άγριο βούβαλο της αμερικανικής πεδιάδας. Ίσως όμως τελικά να μην ήταν παρά ένας παπαγάλος.

Παπαγάλος λοιπόν. Το σύμβολο της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Της αντρικής ίσως. Η γυναίκα εμφανίζεται πάντα πιο προσγειωμένη, ενώ ο άντρας πετά. Το θέμα είναι ότι ούτε κι αυτό κάνει. Νομίζει ότι πετά...
"Πυροβόλησα πέντε φορές μέσα της, μου καυχήθηκε. Ήταν μια συνηθισμένη του φράση. Εγώ την έβρισκα χοντροκομμένη, αλλά δε με πείραζε: ήμασταν καλλιτέχνες κι οι δύο. Παρόλα αυτά σημείωσα το μεταφορικό σχήμα. Όσο περισσότερες φορές πυροβολήσεις κάποιον, τόσο πιο πιθανόν είναι να πεθάνει στο τέλος. Αυτό θέλουν τελικά οι άντρες; Μήπως χρειάζονται ένα πτώμα ως απόδειξη του αντρισμού τους;  Και οι γυναίκες με τη λογική της κολακείας θυμούνται να αναφωνήσουν τη στιγμή της παραφοράς : αχ, πεθαίνω! Πεθαίνω!"

Πώς αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν; 
Γίνεται άραγε καθαρότερο καθώς απομακρυνόμαστε; 
Τα μέσα που διαθέτουμε για να το προσεγγίσουμε μας κάνει πιο ικανούς στην κατανόησή του;

Χρησιμοποιούμε υπέρυθρες ακτίνες για να διαβάσουμε σβησίματα στις αλληλογραφίες. Είμαστε απαλλαγμένοι από τις προκαταλήψεις της εποχής. Άρα καταλαβαίνουμε και καλύτερα;

Ας πάρουμε για παράδειγμα τη σεξουαλική ζωή του Γουσταύου Φλωμπέρ. Για πολλά χρόνια έβγαινε το συμπέρασμα πως έβγαινε από την απομόνωσή του αποκλειστικά για τη Λουίζ Κολέ. Ανακαλύφθηκε όμως και η Ελίζα Σλέσινγκερ, το εφηβικό του πάθος που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ύστερα έρχονται στην επιφάνεια και άλλα γράμματα και τα ημερολόγια της Αιγύπτου. Θεατρίνες. Ανακοινώνεται το πλάγιασμα με τον Μπουιγιέ.Ο ίδιος ο Φλωμπέρ παραδέχεται την προτίμησή του για τα αγόρια των λουτρών του Καϊρου. Έχουμε ολόκληρη την εικόνα της σεξουαλικότητάς του. Είναι αμφισεξουαλικός αρκετά πολύπειρος....

Το παρελθόν είναι μια αλαργινή ακτή που όλο ξεμακραίνει κι εμείς βρισκόμαστε στο ίδιο καράβι. Στο ρέλι της πρύμνης υπάρχουν κάποια τηλεσκόπια στη σειρά. Το καθένα εστιάζει την ακτή από συγκεκριμένη απόσταση. Αν το καράβι είναι ακίνητο, ένα από τα τηλεσκόπια θα είναι σε διαρκή χρήση. Θα μοιάζει να λέει την αλήθεια, ολόκληρη και αναλλοίωτη. Όμως αυτό δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Και καθώς το καράβι ξεκινάει και πάλι, επιστρέφουμε πάλι στην κανονική δραστηριότητα: τρέχουμε από το ένα τηλεσκόπιο στο άλλο, βλέπουμε να ξεθωριάζει η ακρίβεια στο ένα, περιμένουμε να φύγει η θολούρα στο άλλο. Κι όταν πράγματι φύγει η θολούρα, φανταζόμαστε ότι εμείς την κάναμε να φύγει...

...του έδινε ανομολόγητη ηδονή να λαχταράει τη σάρκα μου κι όμως να απαγορεύει στον εαυτό του να την έχει, αναφέρει κάπου η Λουίζ Κολέ για το Φλωμπέρ. Και συνεχίζει: η στέρηση ήταν εξίσου ερεθιστική γι΄ αυτόν με την ικανοποίηση. Συνήθιζε να λέει ότι ήμουν λιγότερο γυναίκα από τις περισσότερες γυναίκες, ότι ήμουν γυναίκα στη σάρκα, αλλά άντρας στο πνεύμα, ότι ήμουν hermaphrodite nouneau, το τρίτο φύλο. Μου είπε πολλές φορές αυτή τη θεωρία, αλλά στην πραγματικότητα όσο λιγότερο γυναίκα με θεωρούσε, τόσο λιγότερο εραστής χρειαζόταν να είναι ο ίδιος....

Ολιστικό μυθιστόρημα. Αν και δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω κάποιο χαρακτηρισμό για το βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς, τελικά υποχώρησα σε μια λεξιθηρική διάθεση της στιγμής. Η τέχνη είναι μίμηση της ζωής, κι εμείς οι αναγνώστες καλούμαστε να εντοπίσουμε τα βαθύτερα δομικά στοιχεία. Όσο για το Φλωμπέρ....Εγώ ο άλλος!

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Eρινύες - Ευμενίδες

Φιδομάλλες, κυνοκέφαλες, με νυχτερίδας φτερά



Στην τραγωδία του Αισχύλου Ευμενίδες στον πρόλογο παρακολουθούμε την Πυθία μέσα στο μαντείο των Δελφών να τρομάζει βλέποντας τον Ορέστη να δέεται και μπροστά του να κοιμούνται κοπάδι Ερινύες τερατόμορφες:

...Ικέτης. Ικέτευε.
Έτσι τον είδα.
Και μπροστά του κοπάδι γυναίκες, στα τέσσερα
απλωμένες, κοιμόταν.
Όχι γυναίκες. Γοργόνες θα ήταν.
Ούτε γοργόνες. Γοργόνες και βάλε.
Τέτοιες σε ζωγραφιά τις είδα να κλέβουν 
του Φινέα το δείπνο. πουλιά. και το άρπαζαν
Άφτερες τούτες. Και μαύρες. Στα μαύρα.
Ολόκληρο σίχαμα. 
Ρόγχο απέπνεαν. Ξεφυσώντας.
Πληγές που κινούνταν στα μάτια τους στάζοντας
Και ντυμένες ανόσια.
Από βωμούς κι από στέγες. θεέ μου, απόμακρα!
Μίασμα είναι.
Δεν την ξέρω τη φάρα τους, δεν τις ξανάδα
Ούτε ποια χώρα τις έθρεψε δίχως να πάθει...

Οι Ερινύες είναι οι προσωποποιημένες τύψεις που κυνηγούν το μητροκτόνο Ορέστη για να τον τιμωρήσουν.

...Όλο τον τόπο τον έψαξα πέτρα την πέτρα
Άφτερη πέταξα, γρήγορη,
όπως καράβι πάνω απ΄ τη θάλασσα
Τον πήρα ξοπίσω
Κάπου εδώ θα τρέμει λουφάζοντας
Αίμα μυρίζομαι και γλυκαίνομαι.
Κοίτα Κοίτα καλά
Ψάξε παντού Μη σου ξεφύγει ο μητροκτόνος
απλήρωτος...

Και λίγο παρακάτω:

...Ούτε ο Φοίβος ούτε της Παλλάδας σε σώζει 
η δύναμη
Αφημένος θα χαθείς
Τι είναι και πού η χαρά θα ξεμάθεις.
Σκιά θα γίνεις άναιμη
Δαίμονες θα σε ρουφήξουν.
Μιλώ και με καταφρονάς Δεν απαντάς
Όμως είσαι ταμένη τροφή μου.
Για μένα σε έθρεψαν.
Ζωντανός θα με χορτάσεις - δε θα σε φάω
σφάγιο σε βωμό.
Και θα πω τραγούδι μαγικό να σε δέσω...

Εκδικητική μανία των Ερινύων απέναντι στον Ορέστη. Κι όταν αργότερα στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου ο Ορέστης θα αθωωθεί, τότε η θεά Αθηνά θα τις εξευμενίσει, τις προτείνει να γίνουν θεές προστάτριες της Αθήνας και υπόσχεται τιμές. Έτσι οι Ερινύες γίνονται θεές ευλογίας και προστάτριες του γάμου, της σποράς, της ειρήνης και της ομόνοιας. 

Αυτά μας επεφύλαξε ο Αισχύλος στην τραγωδία του. Ο Σαλμάν Ρουσντί στο έργο του Παραφορά μάς λέει για τις Ερινύες τα εξής:

...Στην Αθήνα οι Ερινύες θεωρούνταν αδελφές της Αφροδίτης. Το κάλλος και η εκδικήτρα οργή, όπως ήξερε ο Όμηρος, ξεπηδούσανε από την ίδια πηγή. Αυτή είναι η μία ιστορία. Ο Ησίοδος, ωστόσο, έλεγε ότι οι Ερινύες από τη Γαία και τον Ουρανό γεννήθηκαν κι ότι ανάμεσα στα αδέλφια τους ήταν ο Τρόμος, η Έρις, το Ψεύδος, η Εκδίκηση, η Ακολασία, η Φιλονικία, ο Φόβος και η Μάχη. Εκείνο τον καιρό τιμωρούσαν τα ανοσιουργήματα, καταδίωκαν όσους έβλαπταν τις μητέρες τους...Το λείριον, η γαλάζια ίρις, κατεύναζε ενίοτε τις Ερινύες, αλλά ο Ορέστης δεν κυκλοφορούσε με άνθη στα μαλλιά. Ακόμη και το κέρας που του έδωσε η Πυθία για να το φυσά και να απωθεί τις επιθέσεις τους δεν έκανε σπουδαία δουλειά. "Φιδομάλλες, κυνοκέφαλες, με νυχτερίδας φτερά" οι Ερινύες τον καταδίωξαν σ΄ όλη του τη ζωή και του αρνήθηκαν για πάντα τη γαλήνη...

Αυτά μας επεφύλαξε ο Ρουσντί στο δικό του έργο. Ο δικός του ήρωας είναι κι αυτός κυνηγημένος από τις Ερινύες. Ο Αισχύλος τις εξευμένισε στην τραγωδία του, ο Ρουσντί όμως αφήνει τον ήρωά του να βασανίζεται.  




Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Ναι - Μαργαρίτα Καραπάνου

Στην κλινική μου άρεσε πολύ. Μου βάζανε ορούς, μου κάνανε ηλεκτροσόκ, μου μιλούσανε άσχημα, μου κάνανε συνέχεια ενέσεις. Εγώ όμως έγραφα με τον ορό, έγραφα ακριβώς μετά τα ηλεκτροσόκ, ακόμα ζαλισμένη και παράλυτη, έγραφα μέσα στον ύπνο μου που ήταν γεμάτος εφιάλτες. Ήταν ωραία...
Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος είναι μια πτώση. Ο κόσμος ενός μανιοκαταθλιπτικού. Ψυχιατρείο, εφιάλτες, ψυχοφάρμακα. Έλλειψη του Θεού. Έλλειψη του ανθρώπου. Απόλυτο σκοτάδι. (Αφήνομαι στο χρόνο). Απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Απώλεια του μέτρου. Απώλεια της συνείδησης. Άραγε τί είναι η συνείδηση; Ο άνθρωπος υπάρχει μέσα από τη συνείδησή του.(Το χιόνι πέφτει πυκνό, οι δρόμοι τα δέντρα, όλα γύρω μου είναι άσπρα και παρθενικά, κι εγώ βυθίζομαι στην Άβυσσο...). Δολοφονική διάθεση. Ένας ολέθριος θρήνος.Μοναξιά. Κύματα μίσους και παραφοράς. Ο φόβος και το χάος... 

Κι όμως. Μετά ακούγεται η μαγική λέξη. Μικρή και καθημερινή, αλλά τόσο μαγική. Την έχουμε ανάγκη. Ναι. Την έχουμε ανάγκη. Ναι. Η λέξη είναι: ναι. Κατάφαση. Δέχομαι τον εαυτό μου, τον άλλο, την ύπαρξη. Δέχομαι την απλότητα, τη μορφή. Δημιουργώ. Πιστεύω. Αρχίζω πάλι από την αρχή. Ερωτεύομαι τη ζωή. 

Ένα μυθιστόρημα για όσους η σχέση τους με τη ζωή περνάει από ποικίλες διακυμάνσεις. Ένα έργο για να σου μεταδώσει μια νότα αισιοδοξίας. Μέσα από μια εσωτερική, υπόγεια γραφή η συγγραφέας μεταφέρει ένα πικρό, αδηφάγο βίωμα. Μια κατάβαση στον Άδη. Κι όμως στο τέλος η βάρκα σε περιμένει να σε ανεβάσει πάλι στον ήλιο.