Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

"Στην άκρη του νήματος" Σωτηρία Περβανά

ΙΖΑΜΠΕΛ: Ηρωίδα βγαλμένη από αρχαία τραγωδία




Το μυθιστόρημα της Σωτηρίας Περβανά με τον τίτλο «Στην άκρη του νήματος» μας ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της Ιζαμπέλ. Η Ιζαμπέλ ζει με το παρελθόν της και μεταφέρει το παρελθόν της στο παρόν και το μέλλον. Ένα παρελθόν που αποτελείται από εγκατάλειψη,  χαμένη παιδικότητα, κλεμμένη αθωότητα, ερωτική απογοήτευση, σκληρότητα. Μένει εγκλωβισμένη στο χθες και επιστρέφει συνεχώς σ΄ αυτό, γιατί το κουβαλά μαζί της. Το ζητούμενο είναι αν θα μπορέσει ποτέ ν΄ απαλλαγεί από αυτό. Ζούμε άραγε τη ζωή που επιλέγουμε ή τη ζωή που μας έχουν ορίσει; Μήπως τελικά αυτό που αποκαλούμε πεπρωμένο είναι μια τροχιά από το παρελθόν κι εμείς απλώς οδηγούμε ένα όχημα που κινείται με κεκτημένη ταχύτητα;
Η Ιζαμπέλ δεν είναι άνθρωπος της εποχής της, είναι εκτός εποχής. Ένας άνθρωπος αχρονικός. Πολύ εύστοχα μας την περιγράφει η Περβανά ως μια νεράιδα που πετά από ψηλά… Ένας άνθρωπος που φτάνει στα όριά του, ένας άνθρωπος που προκαλεί τις αντοχές του, που ακροβατεί με το είναι του. Μια…Μήδεια, μια…Ηλέκτρα, μια… Αντιγόνη. μια…Φαίδρα. Ένας άνθρωπος  που παγιδεύεται στις επιλογές της, αλλά μένει σταθερή σ΄ αυτές. Ένας ήρωας της αρχαίας τραγωδίας εύκολα χαρακτηρίζεται υπερβολικός. Αλλά με τι υλικά είναι καμωμένος ένας ήρωας; Με υλικά που δεν είναι καμωμένος ο καθημερινός άνθρωπος. Με υλικά που διαθέτουν μια άκαμπτη υφή. Η εποχή αλλάζει, ο άνθρωπος όμως όχι. Αυτό συνιστά την τραγικότητα του ανθρώπου. Η εποχή τελικά μετατρέπεται σε ένα σκηνικό, που απλώς ντύνει την τραγικότητα του ανθρώπου. Η εποχή που διαδραματίζεται το έργο της Περβανά, η μπελ επόκ της Αθήνας, παίζει ένα ρόλο κομπάρσου. Αν ο άνθρωπος άλλαζε, αν προσαρμοζόταν, αν χαιρόταν με την αλλαγή του, τότε θα επιβίωνε και μάλιστα εύκολα. Αλλά δε θα ήταν ήρωας, θα ήταν ένας χαρακτήρας ανάλαφρος, ίσως και κωμικός. Η Ιζαμπέλ όμως είναι μια … νεράιδα, ένας άγγελος του σκότους, που αντί να πετάει, βυθίζεται στα άπατα της ψυχής.
Πως αλλιώς να ερμηνεύσω το πηγάδι μέσα στο οποίο καταβυθίζεται;  «Κοιτούσε τον θεοσκότεινο πάτο του και προσπαθούσε να μαντέψει το απύθμενο βάθος του. Ούτε οι πιο φωτεινές αχτίδες, που ξεγλιστρούσαν από την αγκαλιά του ουρανού και έπεφταν μέσα στο στοόμιο του πηγαδιού δεν έφταναν να αγγίξουν τον πυθμένα του. Γούρλωνε τα μάτια της η Ιζαμπέλ να δει τι είχε μέσα…».       
Ο ύπνος και τα όνειρα στα οποία βρίσκει καταφύγιο από τη συζυγική της ζωή;  «Την έπαιρνε εκείνος ο ύπνος θάνατος στην αγκαλιά του και τη νανούριζε και σταματούσε πια να μετρά τις ξέπνοες ανασαιμιές και τους γοργούς χτύπους της καρδιάς της. Μόνο στον ύπνο της χαιρόταν και έσπρωχνε τη μέρα να περάσει γρήγορα, να΄ρθει η νύχτα, να ονειρευτεί αυτά που εκείνη ήθελε…».           
Η μητέρα της που αποτελεί ίσως το αρχετυπικό της εγώ, τον ερεβώδη εαυτό της μέσα από τον οποίο  πασχίζει να ερμηνεύσει τα δικά της ερωτηματικά στη ζωή. «…η μοίρα τους έμοιζε να είναι κοινή. Δεν ήθελε να καταντήσει σαν εκείνη. Αλλά,αν τελικά η ψυχή κλροδοτείται, τότε σίγουρα είχε κληρονομήσει την ψυχή της μητέρας της, την τραχιά και σκληροτράχηλη ψυχή της, που δεν πονούσε ούτε μάτωνε πια, έστεκε απλώς κι αγνάντευε από ψηλά τους άλλους να αγωνίζονται να της κάνουν κακό και να μην μπορούν…»
Και ποια μέσα χρησιμοποιεί η ηρωίδα για ν΄ απαλλαγεί από τα συμπλέγματα του παρελθόντος; Ζωγραφική, απομόνωση, συλλογή ηδονικών εμπειριών, κοινωνική άνοδος, καλλιτεχνική καταξίωση, ανταπόδωση του μίσους που κρύβει μέσα της. Επιλέγει μια εγωκεντρική προσέγγιση της ζωής. Λείπει η συλλογική προοπτική, η αγάπη. Έχει υιοθετήσει μια σκληρή εκτίμηση για τη ζωή. Στη ζωή προχωρά ο πιο σκληρός μακριά από συναισθηματισμούς. Δεν προσαρμόζεται στους άλλους, επιθυμεί οι άλλοι να προσαρμοστούν σ΄ αυτή. Ένα παιχνίδι εξουσίας, ένας ανταγωνισμός μέχρι θανάτου. Η μόνη σχέση που διασώζεται είναι η σχέση μητέρας-παιδιού. Μια σχέση φυσικής αναγκαιότητας. Ακόμη και τη Δωροθέα, για την οποία η Ιζαμπέλ τρέφει τόσο ευγενικά αισθήματα, θα μπορούσα να την προσεγγίσω ως μια παραλλαγή της μητέρας.

   Νομίζω ότι η Περβανά δε θέλησε να δώσει ένα μήνυμα ηθικής φύσης στον αναγνώστη, να μιμηθεί δηλαδή ή να αποστραφεί την ηρωίδα της. Δεν δίνει καν λύση στο δράμα. Σε ανθρώπινα δράματα τέτοιου μεγέθους λύση δεν μπορούν να δώσουν ούτε οι διάφοροι από μηχανής θεοί που μας συνήθισε ο αγαπημένος μου Ευριπίδης, ούτε οι διάφορες θρησκείες. Λύση στα δράματα δίνουν οι ίδιοι πρωταγωνιστές, οι υπόλοιποι δίνουν μια διέξοδο, μια ανακούφιση. Η Περβανά μας δίνει έναν ατόφιο, ανόθευτο χαρακτήρα που συνεχώς βυθίζεται αργά, βασανιστικά και μεθυστικά μέσα στην ίδια της την ψυχή. Και μετά καλεί τον αναγνώστη να πάρει ο ίδιος θέση: θα συμφωνήσει ή θα διαφωνήσει με την ηρωίδα, θα την δικαιολογήσει ως στάση ζωής ή θα την απορρίψει;

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

"Δύσκολος" Μένανδρος

ΔΥΣΚΟΛΟΣ





Στο βάθος των θεμάτων που διαπραγματεύονται οι κωμωδίες του Μένανδρου βρίσκεται πάντα ο έρωτας χωρίς ρομαντικότητα και εξιδανίκευση αλλά και χωρίς διαστροφές. Ένας έρωτας που σκοντάφτει σε δυσκολίες και παρεξηγήσεις τις οποίες μέσα από την εξέλιξη της πλοκής θα καταφέρει να ξεπεράσει φθάνοντας πάντα σε ένα αίσιο τέλος.

Η κωμωδία, την οποία ο Μένανδρος συνέθεσε στα 25 του χρόνια, παραπέμπει ευθύς εξαρχής στην επίδραση την οποία άσκησε η ευριπίδεια τραγωδία στην κωμωδιογραφική παραγωγή του 4ου αιώνα. Όπως στον Ίωνα ο θεός Ερμής εισάγει τον θεατή σε μια πλοκή πλούσια σε μηχανορραφίες και περιπλοκές, τον Δύσκολο προλογίζει ο αγροτικός θεός Πάνας και αρχικά εξηγεί στον θεατή, για να χρησιμοποιήσουμε την εύστοχη διατύπωση του Eric W. Handley, εν είδει «λεκτικής σκηνογραφίας» («verbal scene painting») τον τόπο της δράσης (το αττικό χωριό Φυλή) και τη σκηνοθεσία ( από τη μια το σπίτι του δύστροπου Κνήμωνα και του θετού του γιου Γοργία από την άλλη, το σπήλαιο των Νυμφών, από το οποίο εξέρχεται ο Πάνας, στο κέντρο). Εκτίθενται η προϊστορία και η κατάσταση των πραγμάτων έως εκείνη τη στιγμή:

ΠΑΝΑΣ:
…Σε τούτο το χωράφι δεξιά μου
ζει ο Κνήμωνας, μισάνθρωπος μεγάλος,
δύσκολος σ΄ όλους και μισεί τον κόσμο
-τον κόσμο λέω; Τόσα χρόνια τούτος
σ΄ όλη του τη ζωή γλυκιά κουβέντα
δεν είπε σε κανέναν κι ούτε πάλι
χαιρέτησε κανέναν πρώτος, μόνο
τον Πάνα, εμέ, κι αυτό από την ανάγκη,
γιατί ΄μαστε γειτόνοι και περνάει
μπροστά μου, όμως αμέσως μετανιώνει
γι΄ αυτό, καλά το ξέρω. Λοιπόν τέτοιος
όντας αυτός, παντρεύτηκε μια χήρα
που ΄χε χάσει τον άντρα της πριν λίγο
αφήνοντάς της ένα αγόρι, μικρό τότε.
Μαζί της δεν καβγάδιζε μονάχα
τη μέρα, μα και κάμποσο από τη νύχτα
και κακοζούσε. Απόκτησε μια κόρη.
Χειρότερα τα πράγματα γινήκαν.
Μια κι είχε το κακό παρατραβήξει
Κι ήταν σκληρή η ζωή τους κι όλο γκρίνιες,
στο γιο της έφυγε η γυναίκα πάλι
που ΄χε απ΄ τον πρώτο άντρα της. Εκείνος
κατέχει εδώ κοντά ένα κτηματάκι
και ψευτοσυντηρεί τον εαυτό του,
τη μάνα του κι απ΄ τον πατέρα του ένα
δούλο πιστό. Έχει γίνει παλικάρι
τ΄ αγόρι πια κι ο νους του είναι πιο πάνω
από την ηλικία του. Σε μεστώνουν οι
δυσκολίες της ζωής. Ο γέρος μόνος
ζει με τη θυγατέρα του και κάποια
γριά υπηρέτρια. Κουβαλάει ξύλα,
σκάβει, μοχθώντας πάντα, κι αρχινώντας
κι απ΄ τη γυναίκα και τους γειτόνους
αυτούς, μισεί ως τον Χολαργό τους πάντες.
Όμοια με την ανατροφή της η κοπέλα,
δεν ξέρει πονηριές και τις συντρόφισσές μου
Νύμφες τιμάει πολύ και τις φροντίζει,
που μ΄ έκανε και εγώ να την προσέξω.
Ένα παλικαράκι με πατέρα
πάμπλουτο, που ΄χει πλήθος τα χωράφια
εδώ και τα οργώνει, όμως με τρόπους
της πόλης, όταν ήρθε για κυνήγι
με κάποιο φίλο του σ΄ αυτά τα μέρη,
κανόνισα να συναντήσει, τάχα
στην τύχη, το κορίτσι και να νιώσει
μεγάλον έρωτα. Με λίγα λόγια ετούτα.
Τ΄ άλλα ξέχωρα θα τα δείτε ένα προς ένα
αν σας αρέσουν – και θα σας αρέσουν.
Στ. 5-46




Ο πρόλογος του Πάνα κατέστησε σαφές ότι στο κέντρο της δράσης βρίσκεται ο χαρακτήρας του δύστροπου γέροντα Κνήμωνα. Ο ιδιότροπος σε όλη του τη ζωή Κνήμωνας, έχοντας απορρίψει όλους τους ανθρώπους, περνούσε μια φτωχική ζωή στο αγρόκτημά του. Παρά τον μισάνθρωπο χαρακτήρα του ο δύστροπος παντρεύτηκε μια χήρα, η οποία από τον πρώτο της γάμο είχε έναν μικρό γιο (τον Γοργία). Η έκβαση του γάμου δεν έμελλε να είναι ευτυχής: βέβαια η γυναίκα του του χάρισε μια κορούλα· επειδή, όμως, η ζωή με τον δύστροπο γέρο έγινε αφόρητη, μετακόμισε στο γιο της Γοργία, και η κόρη έμεινε με τον πατέρα της. Στο μεταξύ το κορίτσι έχει μεγαλώσει κ τιμά διαρκώς με ευσέβεια και δέος τις Νύμφες· έτσι ο Πάνας θεωρεί ότι έχει ως προστάτης της την υποχρέωση να φροντίσει για αυτήν. Της βρίσκει γαμπρό. Ως πατέρας του κοριτσιού ο Κνήμωνας έχει τον λόγο για την επικείμενη ερωτική σχέση, την οποία δρομολόγησε ο Πάνας. Ο  κακομαθημένος αλλά κατά τα άλλα συμπαθής Σώστρατος ερωτεύτηκε τη Μυρρίνη, την κόρη του Κνήμωνα. Όλες οι προσπάθειες του όμως να συνομιλήσει με τον γέροντα ναυαγούν εξαιτίας της πεισματικής άρνησής του (1η πράξη):

ΚΝΗΜΩΝΑΣ:
Δεν ήταν ο Περσέας ευτυχισμένος
με δυο τρόπους; Φτερωτός γινόταν
και μπρος του ένα πεζό δε συναντούσε.
Κατόπι είχε ένα κόλπο τέτοιο, που όσοι
τον τσάτιζαν, τους έκανε όλους πέτρες.
Ε, ρε και να ΄χα το εργαλείο του τώρα.
πράμα πιο άφθονο παντού δε θα υπήρχε
μόνο κοτρόνια με μορφές ανθρώπων.
Μα τον Ασκληπιό, έχει καταντήσει
μαρτύριο η ζωή. Πατούν το χτήμα,
σου κουβεντιάζουν. Άλλοτε στην άκρη
συνήθιζα να κάθομαι του δρόμου.
Τώρα του χωραφιού το μέρος τούτο
δεν το δουλεύω, ν΄ αποφεύγω τους διαβάτες.
Με κυνηγούν ωστόσο και στους λόφους.
Τι όχλος ανυπόφορος!...
Στ.153-166  

ΣΧΟΛΙΟ: Ο Κνήμων αναφέρεται στο μύθο του Περσέα, σύμφωνα με τον οποίο ο ήρωας για να βρει τη Γοργόνα-Μέδουσα και να την αποκεφαλίσει, κατά διαταγή του Πολυδέκτη, πήρε από τις Νύμφες φτερωτά σανδάλια. Όταν κατάφερε να αποκεφαλίσει τη γοργόνα πήρε το κεφάλι της και με αυτό πέτρωνε όσους τον έβλεπαν.


Ο Σώστρατος κατορθώνει να πάρει με το μέρος του τον Γοργία, τον επιφυλακτικό αρχικά ετεροθαλή αδελφό της Μυρρίνης. Ο Γοργίας δηλώνει πρόθυμος να επηρεάσει με τις δέουσες προφυλάξεις τον Κνήμωνα, ώστε να μην παρεμποδίζει πλέον έναν γάμο μεταξύ της κόρης του και του Σώστρατου.

 Η εξέλιξη της πλοκής, που έβαινε έως τώρα ευθύγραμμα, επιβραδύνεται: η μητέρα του Σώστρατου σχεδιάζει να τελέσει με μεγάλη ακολουθία μια συμποσιακή θυσία στο σπήλαιο των Νυμφών(2η πράξη). Ο Κνήμωνας αισθάνεται τόσο ενοχλημένος από την διοργάνωση και προπάντων από τον φορτικό μάγειρα Σίκωνα, ώστε αποσύρεται θυμωμένος στο σπίτι του. Και εκεί, ωστόσο, δεν πρόκειται να ησυχάσει: η υπηρέτριά του Σιμίχη άφησε να πέσει μέσα στη στέρνα μια αξίνα μαζί με τον κουβά του νερού, και έτσι ο γέροντας κραυγάζοντας δυνατά διαπιστώνει ότι είναι αναγκασμένος να βγάλει ο ίδιος το εργαλείο από το πηγάδι (3η πράξη). Στην προσπάθειά του γκρεμίζεται κι αυτός. Ο Γοργίας και ο Σώστρατος τον σώζουν.

ΣΩΣΤΡΑΤΟΣ:
Με βιάση καθώς μπήκαμε, ο Γοργίας
πηδάει ευθύς μέσα μες στο πηγάδι. Η κόρη
κι εγώ στεκόμασταν άπραγοι από πάνω.
Και τι να κάνουμε; Θρηνούσε εκείνη,
τραβούσε τα μαλλιά της και χτυπούσε
το στήθος της βαριά. Εγώ ο καλός σου
σαν παραστάτης βρισκόμουν κοντά της
και την ικέτευα, την παρακαλούσα
να μην τα κάνει αυτά και την κοιτούσα
σα να ΄ταν άγαλμα πανέμορφο. Όμως
δε  μ΄ ένοιαζε καθόλου για το γέρο
που ΄χε χτυπήσει μέσα στο πηγάδι.
Μα τον τραβούσα πάντα, δίχως κέφι.
Και παρά λίγο να τον αφανίσω.
Μου ΄φυγε τρεις φορές από το χέρι
το σκοινί, ως κοιτούσα θαμπωμένος
την κοπελιά. Αλλά φάνηκε ο Γοργίας
Άτλας σωστός. Με δύναμη βαστούσε
και με κόπο τον έφερε ως απάνω.
Σα βγήκε ο γέρος, έτρεξα εδώ πέρα.
Γιατί πια δεν κρατιόμουνα καθόλου.
Ακόμα λίγο και θα φίλαγα την κόρη.
Την αγαπώ με τόσο πάθος…
Στ. 665 – 687


Το αποτέλεσμα είναι να αλλάξει τρόπο σκέψης ο Κνήμων που σκοπεύει να αποσυρθεί, αφού είναι γέροντας, μεταβιβάζει στον Γοργία το δικαίωμα διαχείρισης της περιουσίας του και δίνει στους μελλόνυμφους, Σώστρατο και Μυρρίνη, την ευχή του (4η πράξη). Έτσι ήδη στο τέλος της 4ης πράξης επιτυγχάνεται μια απόλυτα ικανοποιητική λύση για την πλοκή της κωμωδίας: ο Κνήμωνας αναγνώρισε το σφάλμα στη συμπεριφορά του, χωρίς εντούτοις να αποδεχθεί και την τελευταία συνέπεια και να επιστρέψει στην κοινότητα των πολιτών· ο Σώστρατος βλέπει ότι πέτυχε τον στόχο που επιθυμούσε.

ΚΝΗΜΩΝΑΣ:
Δε θέλω τώρα συμβουλές και τέτοια,
τη γνώμη να μου αλλάξετε, μονάχα
να καταλάβετε. Το μόνο ως τώρα
σφάλμα που έκανα, ήταν πως θαρρούσα
τον εαυτό μου αυτάρκη, πως δεν είχα
κανενός την ανάγκη. Τώρα ως βλέπω
πόσο γοργά μπορεί να τελειώσει
κι αιφνίδια η ζωή, καταλαβαίνω
τι ανόητος ήμουν τότε. Πρέπει πάντα
πλάι σου να ΄χεις κάποιο βοηθό σου.
Τόσο πολύ ΄χε ξαστοχήσει ο νους μου
Βλέποντας τους ανθρώπους ότι ζούσαν
Με το μυαλό στραμμένο προς το κέρδος,
Που, μα τον Ήφαιστο, θαρρούσα ούτε ένας
δε θα  ΄θελε ποτέ καλό του άλλου.
Αυτό ήταν που μ΄ εμπόδιζε. Όμως τώρα
μ΄ έκανε και κατάλαβα ο Γοργίας
με μια του πράξη ευγενική. Έχει σώσει
αυτόν που δεν τον άφησε στην πόρτα
να πλησιάσει του σπιτιού του κι ούτε
τον βοήθησε καν, έστω και λίγο,
που δεν του μίλησε, ούτε μια κουβέντα
γλυκιά δεν του είπε. Κάποιος άλλος
θα ΄χε δίκιο να πει: «Δε μ΄ αφήνεις
να σε ζυγώσω; Δε σε πλησιάζω.
δε μας βοήθησες; Δε σε βοηθάω».
Τι ΄ναι , παιδί μου; Αν τώρα εγώ πεθάνω
-δεν είμαι και πολύ καλά νομίζω-
ή αν ζήσω κι άλλο, θα σε κάνω γιο μου
και κληρονόμο σ΄ όλα τα δικά μου.
Στην κόρη μου σε βάζω κηδεμόνα.
Να την παντρέψεις. Και καλά να ΄μαι,
δε θα μπορέσω να της βρω έναν άντρα,
γιατί κανείς ποτέ δε θα μ΄ αρέσει.
Αν ζήσω ωστόσο, αφήστε με όπως θέλω
να ζω, τ΄ άλλα όλα εσύ να τα φροντίσεις.
Να ΄ναι καλά οι θεοί, είσαι μυαλωμένος
κι είναι σωστό να ΄σαι προστάτης
της αδελφής σου. Από το κτήμα
δωσ΄ της για προίκα το μισό, με τ΄ άλλο
τη μάνα σου κι εμένα να φροντίζεις.
Κόρη μου, ξάπλωσέ με, δε νομίζω
πως πρέπει ο άντρας πιο πολλά να λέει
απ΄ τα΄ αναγκαία. Όμως αυτό να ξέρεις,
γιε μου, δυο λόγια θα σου πω για μένα.
Αν όλοι ήταν καλοί, δε θα υπήρχαν
τα δικαστήρια, μήτε θα βάζαν
ένας τον άλλο φυλακή, δε θα υπήρχε
πόλεμος κι ο καθένας θα ΄ταν τότε
μ΄ όσα του ορίζονταν σωστά, ευχαριστημένος.
Ίσως τούτα να μη σας αρέσουν.
Ζήστε όπως θέλετε. Τώρα στην άκρη
θα πάει ο δύστροπος γερο-γκρινιάρης.
Στ. 705-747    



Επειδή, όμως, βάσει των κανόνων του αττικού θεάτρου υποχρεωτικά ακολουθεί ακόμα μία πράξη. Ο  σκλάβος Γέτας και ο μάγειρας Σίκων θέλουν να υποβάλλουν τον γέροντα σε μια θεραπεία, για να του αλλάξουν τον δύστροπο χαρακτήρα του. Διαφορετικά, αν στο μέλλον αναγκαστούν να ζήσουν κάτω από την ίδια στέγη με αυτό το τέρας, οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες. Ενώ οι υπόλοιποι γιορτάζουν στο εσωτερικό, οι δυο τους βασανίζουν τον ανήμπορο γέροντα, έως ότου στο τέλος δεν του απομένει τίποτα άλλο παρά να συμμετάσχει στη γιορτή. Έτσι το τέλος του Δύσκολου μοιάζει απόλυτα με τις κωμωδίες του 5ου αιώνα, στις οποίες (όπως στους Αχαρνείς, στην Ειρήνη ή στους Όρνιθες του Αριστοφάνη) η έξοδος κορυφώνεται σε μια γιορτή.

ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΑΣ: Ο μισάνθρωπος του Μένανδρου δεν είναι ούτε χαζός ούτε κακούργος, αλλά όπως ο ίδιος μας φανερώνει οφείλει το χαρακτήρα του στην κακή του πείρα από τον κόσμο και τους ανθρώπους· μια πείρα που τον κατέστησε ενάντιο στην κρατούσα κοινωνική κατάσταση, αναγνωρίζοντας ως εχθρούς του όσους εμπλέκονται σε καταστάσεις που τον αφορούν.  Η επιστροφή του δύσκολου στην κοινωνία θα πραγματοποιηθεί εντέλει όχι ως αποτέλεσμα λογικής σκέψης, αλλά λόγω ανάγκης, ως επακόλουθο των ενοχλητικών μεθοδεύσεων του δούλου και του μάγειρα. Όταν ο ίδιος γκρεμίστηκε στο πηγάδι, γκρεμίστηκε μαζί και το ιδεώδες του για απόλυτη αυτάρκεια. Όταν εμπαίζεται με άσχημο τρόπο από τους σκλάβους γίνεται το ευτράπελο θύμα της εμμονής και της αφροσύνης του. Η άρνησή του να φανεί συνετός θα καμφθεί από τον εξαναγκασμό και την αδυναμία του. Θα μπει τελικά στο χορό, θέλοντας και μη, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία αφού θα του δοθεί και το εύλογο πρόσχημα. Η περίπτωση του Δυσκόλου αποδεικνύει ότι εκείνοι ακριβώς που δεν έχουν το αίσθημα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, έχουν καθήκον προς τον εαυτό τους να το αποκτήσουν.


ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ: Ο κωμικός ποιητής της εποχής του Μένανδρου απευθύνεται σε ένα κοινό που χρειάζεται την απόδραση από την τρέχουσα πραγματικότητα, την προσφυγή σε ένα φαντασιακό κόσμο, απαλλαγμένο από οικονομικές δυσχέρειες και ανυπέρβλητα προβλήματα. Αυτή η ανάγκη θα ικανοποιηθεί στη Νέα Κωμωδία όπου όλα τα προβλήματα έχουν μια λύση και όλες οι καταστάσεις μια ευτυχή κατάληξη. Ο Μένανδρος λοιπόν σε αντίθεση με τους παλιούς κωμωδιογράφους που ήταν οδηγοί των συμπολιτών τους, δεν έχει στάση δασκάλου και στηλιτευτή, αλλά με ανεκτικότητα και συμπάθεια δείχνει επιείκεια και κατανόηση, δημιουργώντας μια επιθυμητή για το κοινό του δραματική ψευδαίσθηση