Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

"Η ακόλουθη ιστορία" Κέες Νόοτεμποομ



Στη λέσχη ανάγνωσης αποφασίσαμε να περάσουμε σε έναν ολλανδό συγγραφέα, το Χάρι Μούλις. Ψάχνοντας όμως στο ενδιαφέρον blog του No14ME (ελπίζω να το γράφω σωστά!) έπεσε το μάτι μου σε μία ανάρτηση σχετικά με τον επίσης ολλανδό συγγραφέα Κέες Νότεμποομ και το μυθιστόρημα "Η ακόλουθη ιστορία". Η στάση ήταν αναπόφευκτη,ο έρωτας ακαριαίος ... έστω κι αν εφήμερος... 
  Αρχικά με τράβηξε το γεγονός ότι ο αφηγητής-ήρωας του έργου είναι ένας φιλόλογος, κλασσικός μάλιστα (σαν και του λόγου μου), ονόματι Χέρμαν Μύσερτ και ήμουν περίεργος να δω πώς πλάθεται ως χαρακτήρας. Ο δάσκαλος λοιπόν πρέπει να επαναλαμβάνει το κάθετι δύο φορές αν θέλει να βάλει κάποια τάξη σε αυτό που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με χάος... Διατηρεί κάποιες εμμονές πνευματικού επιπέδου... Τι Οβίδιος, τι Όμηρος, τι Ησίοδος... Η σχέση του όμως με τα κείμενα είναι σχέση αγγελιαφόρου με το μήνυμα ... Δεν είναι δημιουργός, είναι σχολιαστής... Ως δημιουργός ... γράφει κάποιους ταξιδιωτικούς οδηγούς... Η εμμονή του με τους αρχαίους συγγραφείς έχει ως αποτέλεσμα να του κολλήσουν οι μαθητές ένα παρατσούκλι: Σωκράτης. Αλλά και το πιο σημαντικό... η σχέση του με τους αρχαίους συγγραφείς, τον Πλάτωνα στην προκειμένη περίπτωση και η γνώση του πλατωνικού διαλόγου "Φαίδωνα". όπου εκεί ο Πλάτων πραγματεύεται το θέμα της αθανασίας της ψυχής, αυτό τέλος πάντων τον οδηγεί να υιοθετήσει την άποψη ότι η ψυχή είναι αθάνατη...
   Η ψυχή είναι αθάνατη... Το κομβικό σημείο του μυθιστορήματος... Κι όχι απλά είναι αθάνατη, αλλά η ψυχή του Χέρμαν Μύσερτ γίνεται ο αφηγητής του μυθιστορήματος. Ο Χέρμαν Μύσερτ κοιμάται ένα βράδυ στο Άμστερνταμ, αλλά ξυπνάει στη Λισσαβώνα. Το σώμα κείτεται στο Άμστερνταμ, νεκρό πια, η ψυχή όμως ξεκίνησε ένα ταξίδι... πρώτα στη Λισσαβώνα ... κι έπειτα μέσα στο καράβι μαζί με άλλες ψυχές για το μεγάλο ταξίδι άγνωστο για που...
   Γιατί όμως στη Λισσαβώνα πρώτα; Γιατί εκεί έζησε ένα μεγάλο έρωτα... Οι φιλόλογοι φαίνεται ότι είναι πολύ ερωτικοί τύποι ... Έναν έρωτα με τη γυναίκα ενός συναδέλφου του ... Γιατί ο συνάδελφός του ζούσε έναν έρωτα με μια μαθήτριά του... Και η γυναίκα του ήθελε να τον εκδικηθεί... Ένας έρωτας ανολοκλήρωτος... Τελικά οι φιλόλογοι χάνουν την αίσθηση του πραγματικού και του φανταστικού!  

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

"Ποτέ τον ίδιο δρόμο" Κ. Αρκουδέας

   Ποιο είναι το μότο του ταξιδευτή; Η φράση που τον συνεπαίρνει; Νομίζω ότι ο τίτλος του βιβλίου του Κώστα Αρκουδέα είναι αντιπροσωπευτικός: "Ποτέ τον ίδιο δρόμο".  Ο ταξιδευτής ποτέ δεν επαναλαμβάνει, αλλά και ούτε επαναλαμβάνεται. Διασχίζει συνεχώς καινούργιους δρόμους και ανακαλύπτει νέους κόσμους. Που υπήρχαν, αλλά δεν υπήρχαν για τον ίδιο. Και μετά θα δώσει όνομα σε αυτό το νέο κόσμο και ο νέος αυτός κόσμος θα αρχίσει να υπάρχει και για τους άλλους. Στο μυθιστόρημα του Κώστα Αρκουδέα ο ταξιδευτής ακούει στο όνομα Σαζ, παιδί αγιογράφου από την Πρίγκηπο, (βρισκόμαστε στον 17ο αιώνα) και αρχίζει το ταξίδι του που θα τον οδηγήσει στα βάθη της Αφρικής. Μια πορεία που θα συνοδευτεί με έρωτα, πόνο, προδοσία, φιλία, τρέλα, θάνατο... Και φυσικά ο νέος κόσμος... Που ακόμη κι αν τον έχουν ανακαλύψει άλλοι πριν τον ταξιδευτή, ο ταξιδευτής αυτό που ανακαλύπτει είναι ο ίδιος του ο εαυτός, το βαθύτερο εγώ του. Υποσυνείδητα. Και πάντα στο τέλος. Ο Σαζ, όπως και οι περισσότεροι μυθιστορηματικοί ήρωες του Κώστα Αρκουδέα, έχουν μια "λοξή" ,ματιά απέναντι στην πραγματικότητα. Η "λοξή" ματιά του Σαζ είναι ίσως και πιο κραυγαλέα συγκριτικά με άλλους μυθιστορηματικούς ήρωες... Παρόλα αυτά έτσι διαφοροποιείται από το μέσο άνθρωπο και είναι ήρωας, έστω και ... μυθιστορηματικός.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

"Τα κατά Αιγαίον Πάθη" Κ. Αρκουδέας

   

Απ΄ ότι φαίνεται είναι δύσκολο να ταξιδέψεις σε κάποιο νησί του Αιγαίου και να μην γράψεις μια εμπειρία γι΄ αυτό. Ο Κώστας Αρκουδέας κατά την παραμονή του στη Σαντορίνη έγραψε "Τα κατά Αιγαίον Πάθη" (1994). Μια Σαντορίνη όμως όχι απαστράπτουσα και βουλιαγμένη από ορδές τουριστών, αλλά μια Σαντορίνη σκοτεινή και μοναχική. Μια Σαντορίνη που μυρίζει ακόμα από το θειάφι του σεισμού που την συντάραξε στην αρχαιότητα. Όπως και η Νίσυρος. Από τα πιο συγκλονιστικά νησιά που έχω επισκεφθεί (σχόλιο του γράφοντος...).
   Ο Γιώργος Ρώμας από την Πάτμο που βρίσκεται (αφηγηματικό παρόν) κάνει μια αναδρομή στο γεγονός που τον στιγμάτισε. Απηυδισμένος από τη ζωή του στην Αθήνα μαζεύει χρήματα για να περάσει κάποιες μέρες στο Αιγαίο. Τελείωμα του καλοκαιριού, μετά τον δεκαπενταύγουστο, τότε που αρχίζουν και φεύγουν οι πολλοί τουρίστες. Στη Σαντορίνη γνωρίζει τον Μπαλή, μια φιγούρα καλτ, φευγάτη... Μπαλής λοιπόν ή αλλιώς Διονύσης. Η σχέση του με τον Διόνυσο είναι προφανής. Ο Μπαλής είναι ένας σύγχρονος Σαμάνος. Και ως ...Βάκχος ο Μπαλής έχει και τη ... βακχική του πομπή. Τέτοιοι τύποι ασκούν τέτοια γοητεία που έχουν ορκισμένους φίλους - οπαδούς, αλλά και εχθρούς, με δυσδιάκριτα όρια μεταξύ τους. Το πάθος είναι το συνεκτικό στοιχείο της σχέσης τους. Έρωτας και έκσταση. Και τα όρια ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, το τώρα και το χθες, τη ζωή και το θάνατο είναι απειροελάχιστα. Και ο Μπαλής μετά από μια νύχτα έκστασης που αυτό προκάλεσε με κάποιες ... ουσίες εξαφανίζεται. Και βρίσκεται θαμμένος. Όσο όμως κι αν ακούγονται κάποιες εκδοχές για το θάνατό του, δεν πείθει καμία. Τέτοιοι τύποι χαράσσονται βαθιά μέσα στη μνήμη και λειτουργούν ως αρχέτυπα στάσης απέναντι στη ζωή.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Περί ... Λέσχης



   Μου έρχεται ορισμένες φορές στο μυαλό ο στίχος του Σαββόπουλου "φτιάχνουν οι Έλληνες κοινότητες και ιστορία οι παρέες", ή τελοσπάντων στο περίπου λέει αυτά ο Σαββόπουλος, μια και με την απομνημόνευση των στίχων ποτέ δεν τα πήγαινα καλά (φταίει ίσως το γεγονός ότι ποτέ δεν τραγουδάω ολοκληρωμένο ένα τραγούδι, παρά το σιγοψιθυρίζω, κι έτσι μου μένει ένα μελωδικό όλον με μια ημιτελή ιστορία...). Η έννοια της παρέας λοιπόν. Η ανοργάνωτη, η άδολη, η ανιδιοτελής. Χωρίς κανόνες, έτσι για το γούστο σου. Ενώ οι άλλες οι πνευματικές οργανώσεις περιέχουν κάτι το ... σεσηπός. Οι πνευματικές οργανώσεις και ομιλίες είναι σαν τη ... σύζυγο. Καταντά στο τέλος υποχρέωση, γιατί το σχεδιάζεις από καιρό. Ενώ η παρέα είναι σαν την ερωμένη. Μια αυθόρμητη κίνηση. Τελικά και όρος "λέσχη", κι αυτός κρύβει κάτι το κλειστό, το περιχαρακωμένο. Ενώ η λέξη "παρέα"... Ας κλείσω και με την ελπίδα να υλοποιηθεί και μια ευρύτερη παρέα ανάγνωσης (εκ του σύνεγγυς!) και σε ένα πανελλαδικό επίπεδο σε διάφορα μέρη της Ελλάδας κάθε φορά.....  

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ - Χάινριχ Μπελ

   

Μετά το μυθιστόρημα "Οι απόψεις ενός κλόουν" σειρά είχε "Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ". Θα ήθελα να σχολιάσω τον τίτλο του έργου: η χαμένη τιμή μιας γυναίκας... Από ποιον άραγε; Από ποιον δηλαδή μπορεί να χάσει μια γυναίκα την τιμή της; Από έναν άντρα; Από τον Λουντβιχ Γκαίτεν που γνώρισε η Κατερίνα Μπλουμ σε ένα αποκριάτικο πάρτυ; Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε το μυθιστόρημα θα μας παρέπεμπε σε ένα σαφώς ρομαντικό (;), ίσως μελό, περιβάλλον, όπου η τιμή μιας γυναίκας ταυτίζεται με την παρθενιά της. Η Κατερίνα Μπλουμ όμως χάνει την τιμή της από ένα μηχανισμό, από τον αδυσώπητο αλλοτριωτικό μηχανισμό με τον οποίο λειτουργεί μια εφημερίδα. Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ. οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο μυθιστόρημα. Η τιμή της χάνεται από τη στιγμή που δημοσιεύονται αδιάκριτες και παραμορφωτικές πληροφορίες που αφορούν την προσωπική της σχέση. Ο διαφθορέας είναι ένας μηχανισμός. 
 Οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο Χάνριχ Μπελ μέσα από το μυθιστόρημά του περιγράφει τη μεταπολεμική Γερμανία και προβληματίζεται με τα όρια ελευθερίας του ατόμου. Έχει το άτομο "ζωτικό χώρο" για να ... αναπνεύσει; Ή μήπως έρχονται ποικίλοι συμβιβασμοί, όπως οικογένεια, εκκλησία, πολιτικά κόμματα (όπως στον Χανς Σνηρ στο "Οι απόψεις ενός κλόουν"), αλλά και έντεχνοι μηχανισμοί, όπως ο κίτρινος τύπος (όπως συμβαίνει με την Κατερίνα Μπλουμ)που περιορίζουν το άτομο; Και τότε το άτομο τι μπορεί να κάνει; Αυτή η γυναίκα πάντως, η Κατερίνα Μπλουμ, (μην ξεχνάμε ότι το μυθιστόρημα εκδόθηκε στη Γερμανία το 1974) δεν έμεινε απαθής στον κοινωνικό της εξευτελισμό. Δεν κατάπιε την ... ατίμωσή της. Αντέδρασε ... με τον τρόπο που μπορούσε ... το φόνο.
  Οι εποχές έχουν αλλάξει ... το είπαμε... αλλά και συνεχίζουν να αλλάζουν. Στην εποχή μας μια τέτοια ιστορία θα συγκινούσε άραγε; Ή μήπως θα θέλαμε να γίνουμε όλοι διάσημοι έστω και για λίγο, ανεξαρτήτως τιμήματος;