Στα πλαίσια της λέσχης ανάγνωσης του Μαΐου στη βιβλιοθήκη Σερρών θα γίνει συζήτηση σχετικά με τον Κάρολο Ντίκενς, με αφορμή μάλιστα και την ομιλία που θα πραγματοποιήσει ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης στον ίδιο χώρο. Προς το παρόν παραθέτω ό τι ενδιαφέρον αλίευσα...
Τα χρόνια που διαμόρφωσαν τον
Ντίκενς ήταν τα τέλη του 1830 και οι αρχές του 1840- μια ταραχώδης περίοδος
καπιταλιστικού μετασχηματισμού των μεγάλων πόλεων, τεράστιας κοινωνικής
σύγκρουσης ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις και βίαιης ιδεολογικής αναταραχής. Η
οικογένεια του ίδιου του Ντίκενς είχε άμεση και πικρή εμπειρία από αυτή την
κοινωνική σύγκρουση. Μετακόμιζαν συχνά για να ξεφεύγουν από τους πιστωτές τους
και τελικά ο πατέρας του Ντίκενς φυλακίστηκε για χρέη, με αποτέλεσμα η
οικογένεια να χωριστεί...
Ο τρόμος που ένιωσε ο Ντίκενς για τη φτώχεια στην
οποία βρέθηκε και ο ίδιος για ένα διάστημα, η ενστικτώδης ταύτιση και συμπόνια
που ένιωσε, διαμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό τον άξονα των γραπτών του που θα
ακολουθήσουν. Έγραφε ασταμάτητα, με το άγχος της επιβίωσης, και γρήγορα
κατάφερε να γίνει ο πρώτος, ουσιαστικά, συγγραφέας που μπορούσε να ζήσει από τη
δουλειά του: μυθιστορήματα, διηγήματα, δημοσιογραφία.
Τα πρώιμα μυθιστορήματα του Ντίκενς είναι ανοιχτά και επεισοδιακά. Η τεχνική του γραψίματος μυθιστορημάτων σε μηνιαία, και μερικές φορές εβδομαδιαία, κομμάτια (μια τεχνική που στην πραγματικότητα επινόησε ο Ντίκενς) σήμανε ότι θα μπορούσε να πλησιάσει ένα νέο ακροατήριο. Του έδωσε την ελευθερία να εισάγει νέους χαρακτήρες και να ανοίξει ζητήματα (την πραγματικότητα γύρω από τη νομοθεσίας για τους φτωχούς ή την σκληρότητα στην εκπαίδευση που μπορεί να ταρακουνούσαν τα αισθήματα και τη συνείδηση στο κοινό του). Η ευρύτητα των λογοτεχνικών μορφών τού έδωσε τη δυνατότητα να απλώσει απεριόριστα τον κοινωνικό κόσμο του μυθιστορήματος: οι πλούσιοι και οι ταλαντούχοι έπρεπε να κάνουν χώρο για τους χαρακτήρες από τις κατώτερες τάξεις. Οι πληβειακές φωνές πάλευαν για το δικαίωμα να ακουστούν.
Η αδυναμία του Ντίκενς, και
ταυτόχρονα η δύναμή του, γίνεται φανερή στην τάση του να παρασύρεται σε
συναισθηματισμούς. Στην περίφημη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843) βλέπουμε
τον άκαρδο και τσιγκούνη Σκρουτζ, από οπαδό του Μάλθους και της εξολόθρευσης
των φτωχών, να μετατρέπεται τελικά σε γενναιόδωρο ευεργέτη τους...
Ο «ώριμος» Ντίκενς είναι λιγότερο
πεπεισμένος ότι το άτομο μπορεί να υπερισχύσει απέναντι σε μια κοινωνία πιο
μηχανιστική, όπως αυτή που γνωρίζει πλέον ο ίδιος. Για παράδειγμα το τελευταίο
ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Ντίκενς, «Ο κοινός μας Φίλος» (1865), δείχνει τη
φιλανθρωπία σαν μια επιχείρηση και τα ορφανά να κινδυνεύουν να καταλήξουν
εμπορεύσιμα αγαθά.
Τα μυθιστορήματα του από το 1850 και το 1860 είναι πιο σφιχτά σε μορφή, λιγότερο επεισοδιακά, σαν αναγνώριση ότι τα συστήματα –νομικά, δικαστικά και οικονομικά- υποχρεώνουν το άτομο και κάθε χειρΤα πιο αδύναμα μυθιστορήματα του Ντίκενς είναι εκείνα όπου τα θύματα αντιπροσωπεύονται ως συγκρουσιακός ή επαναστατικός όχλος- Μπάρναμπι Ραντζ (1841) και Ιστορία Δύο Πόλεων (1859) ή όταν μπορούν δυνάμει να αποτελέσουν μια συλλογική συνδικαλιστική δύναμη (όπως στο μυθιστόρημα για την «κατάσταση της Αγγλίας» του 1854, Δύσκολα Χρόνια). Η αδυναμία του Ντίκενς είναι ιδιαίτερα φανερή στην τάση του να παρασύρεται σε συναισθηματισμούς και να εξιδανικεύει τις γυναίκες. Οι γυναίκες περιορίζονται σε τύπους: η μικροπαντρεμένη, η αγιοποιημένη φιγούρα, το αντικείμενο πόθου ή η «έκπτωτη γυναίκα». Λειτουργούν μέσα στο γενικό πλαίσιο της “ιδανικής για το σπίτι” που λαχταρά ο ήρωας- όπως, για παράδειγμα, στον Δαυίδ Κόπερφιλντ (1850) όπου η πρώτη νεαρή σύζυγος του Δαυίδ πεθαίνει βολικά για να αφήσει χώρο στην «τέλεια» νύφη, πράγμα που συμπληρώνει τα προσόντα του ως συγγραφέα. Σποραδικά, υπάρχουν γυναικείοι χαρακτήρες που υποδεικνύουν ότι ο Ντίκενς είχε κάποια αμυδρή γνώστης της πραγματικής πολυσύνθετης ζωής των γυναικών. Αυτή είναι η περίπτωση στα τελευταία του μυθιστορήματα- ειδικότερα στις Μεγάλες Προσδοκίες (1861), στο οποίο ο Ντίκενς έρχεται πιο κοντά στην αντιμετώπιση του προβληματικού χαρακτήρα του αστού ήρωα. Και οι Μεγάλες Προσδοκίες και ο Δαυίδ Κόπερφιλντ κεντράρουν στο ερώτημα πώς γίνεσαι πραγματικός «τζέντλεμαν» - όχι από τη γέννηση σου, αλλά επειδή θα το πετύχεις. Στις Μεγάλες Προσδοκίες, αναμφισβήτητα το καλύτερο μυθιστόρημα του Ντίκενς, η ευγένεια προσεγγίζεται πιο κριτικά μέσα από μια εξερεύνηση της ντροπής και τις συνέπειες που υπάρχουν σε ένα άτομο που αρνείται τις καταβολές του.
Είναι ένα μυθιστόρημα χωρίς καμιά εμπιστοσύνη πως οτιδήποτε ανθρώπινο μπορεί να διασωθεί μέσα την αστική κοινωνία, ένα στοιχείο που αξίζει να θυμόμαστε μέσα στους εορτασμούς που θα περιβάλλουν τα 200 χρόνια του.ονομία φιλανθρωπίας σε αναποτελεσματικότητα ή και χειρότερα. Στο Ζοφερο Οίκο (1853) τα άτομα δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη λαβή μιας αγωγής πάνω σε μια κληρονομιά. Στη Μικρή Ντόρριτ (1857) η σωματική, πνευματική και γλωσσική φυλάκιση παγιδεύει ανθρώπους σε ποταπές αντιλήψεις για το τι είναι ευγενικό και κόσμιο. Το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Ντίκενς, Ο Κοινός μας Φίλος (1865) δείχνει την κοινωνία σαν ένα σωρό σκόνης, την φιλανθρωπία σαν επιχείρηση και τα ορφανά σε κίνδυνο να καταλήξουν εμπορεύσιμα αγαθά (αρκετά μακριά από τον πρώιμο Ντίκενς). Ο Ντίκενς δυσκολεύεται όταν, αντί να μιλάει για τους περιθωριοποιημένους, έρχεται αντιμέτωπος με τους ίδιους να μιλάνε για λογαριασμό τους. Η προτροπή για κοινωνική μεταρρύθμιση εκ μέρους των θυμάτων ή η υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους είναι ένα πράγμα, όταν επικεντρώνεται στις ηθικές και πνευματικές αρετές ενός ήρωα που μπορεί να κινείται ανάμεσα στους στερημένους, αλλά δεν αποτελεί έναν από αυτούς. Αρκετά διαφορετικό είναι το ζήτημα όταν τα θύματα αποτελούν τα ίδια ένα ενεργό υποκείμενο και δεν χρειάζονται έναν ήρωα να τους αντιπροσωπεύσει.
Ο Όργουελ θεωρούσε πως ο Ντίκενς
είναι ένας συγγραφέας που οι πάντες έχουν ιδιοποιηθεί «καθολικοί, μαρξιστές και
κυρίως συντηρητικοί». Στα τέλη του 19ου αιώνα ήρθαν στο προσκήνιο οι Ρώσοι
συγγραφείς, οι οποίοι θεωρήθηκαν ανώτεροι λογοτεχνικά του Ντίκενς. Εκείνοι όμως
είχαν διαφορετική γνώμη: Ο Τουργκένιεφ επαινούσε τον Ντίκενς, ενώ ο Τολστόι
έλεγε γι' αυτόν: «Όλοι οι χαρακτήρες του είναι προσωπικοί μου φίλοι, συνεχώς
τους συγκρίνω με αληθινά πρόσωπα, με τόση ζωντάνια τους έχει γράψει». Ακόμη και
ο Ντοστογιέφσκι επηρεάστηκε από συγκεκριμένους χαρακτήρες του Άγγλου
συγγραφέα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου