Ένας λόγος από έναν απατημένο σύζυγο, ένας δικανικός λόγος που μας δείχνει την κοινωνική θέση των γυναικών και την κοινωνία της Αθήνας κατά την κλασσική εποχή.
Τον
λόγο έγραψε ο Λυσίας για ένα φτωχό γεωργό που πρόσφατα είχε παντρευτεί, αλλά η
σύζυγός του τον απατούσε με έναν νεαρό Αθηναίο, τον Ερατοσθένη. Ο Ευφίλητος
(αυτό ήταν το όνομα του απατημένου συζύγου) έπιασε επ΄ αυτοφόρω τη γυναίκα του
να τον απατά. Κάλεσε μετά από καλοστημένη παγίδα του τους συγγενείς και φίλους
του σε μία από τις πολλές φορές που η γυναίκα του τον απάτησε και σκότωσε το
μοιχό, έχοντας πολλού μάρτυρες, αφού όλοι τον είδαν ξαπλωμένο στην
κρεβατοκάμαρά του. Εξάλλου, νόμος στην αρχαία Αθήνα επέτρεπε ατιμωρητί μια
τέτοια αντίδραση. Στη συνέχεια βέβαια διέτρεχε τον κίνδυνο να κατηγορηθεί από
την οικογένεια του νεκρού. Έτσι συνέβη και με τον Ευφίλητο ο οποίος
υπερασπίζεται τον εαυτό του.
παράγραφοι 6-9
Ἐγὼ γάρ, ὦ Ἀθηναῖοι,
ἐπειδὴ ἔδοξέ μοι γῆμαι καὶ γυναῖκα ἠγαγόμην εἰς τὴν οἰκίαν, τὸν μὲν ἄλλον
χρόνον οὕτω διεκείμην, ὥστε μήτε λυπεῖν μήτε λίαν ἐπ' ἐκείνῃ εἶναι, ὅ τι ἂν
ἐθέλῃ, ποιεῖν, ἐφύλαττόν τε, ὡς οἷόν τε ἦν, καὶ προσεῖχον τὸν νοῦν, ὥσπερ εἰκὸς
ἦν. ἐπειδὴ δέ μοι παιδίον γίγνεται, ἐπίστευον ἤδη καὶ πάντα τὰ ἐμαυτοῦ ἐκείνῃ
παρέδωκα, ἡγούμενος ταύτην οἰκειότητα μεγίστην εἶναι· ἐν μὲν οὖν τῷ πρώτῳ
χρόνῳ, ὦ Ἀθηναῖοι, πασῶν ἦν βελτίστη· καὶ γὰρ οἰκονόμος δεινὴ καὶ φειδωλὸς
[ἀγαθὴ] καὶ ἀκριβῶς πάντα διοικοῦσα· ἐπειδὴ δέ μοι ἡ μήτηρ ἐτελεύτησε, ἣ πάντων
τῶν κακῶν ἀποθανοῦσα αἰτία μοι γεγένηται,...ἐπ' ἐκφορὰν γὰρ αὐτῇ ἀκολουθήσασα ἡ
ἐμὴ γυνὴ ὑπὸ τούτου τοῦ ἀνθρώπου ὀφθεῖσα χρόνῳ διαφθείρεται· ἐπιτηρῶν γὰρ τὴν
θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν καὶ λόγους προσφέρων ἀπώλεσεν αὐτήν.
Πρῶτον μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες, (δεῖ γὰρ καὶ ταῦθ' ὑμῖν
διηγήσασθαι) οἰκίδιον ἔστι μοι διπλοῦν, ἴσα ἔχον τὰ ἄνω τοῖς κάτω κατὰ τὴν
γυναικωνῖτιν καὶ κατὰ τὴν ἀνδρωνῖτιν. ἐπειδὴ δὲ τὸ παιδίον ἐγένετο ἡμῖν, ἡ
μήτηρ αὐτὸ ἐθήλαζεν· ἵνα δὲ μή, ὁπότε λοῦσθαι δέοι, κινδυνεύῃ κατὰ τῆς κλίμακος
καταβαίνουσα, ἐγὼ μὲν ἄνω διῃτώμην, αἱ δὲ γυναῖκες κάτω.
μετάφραση
Εγώ δηλαδή, Αθηναίοι, όταν αποφάσισα να παντρευτώ και πήρα
στο σπίτι τη γυναίκα μου, στην αρχή της συμπεριφερόμουν με τέτοιο τρόπο, ώστε
ούτε να τη στενοχωρώ ούτε να δίνεται σ΄ εκείνη υπερβολική ελευθερία να κάνει ό
τι θέλει, και τη φύλαγα όσο ήταν δυνατό και την πρόσεχα, όπως ήταν φυσικό. Κι
όταν απέκτησα παιδάκι, της είχα πια εμπιστοσύνη και έδωσα σ΄ εκείνη ό τι είχα,
πιστεύοντας πως αυτή η σχέση (το παιδί) ήταν η στενότερη. Τον πρώτο λοιπόν
καιρό, Αθηναίοι, ήταν πάρα πολύ καλή σε όλα. Γιατί , και φοβερή οικοδέσποινα
ήταν και καλή οικονόμα και αρκετά καλά διαχειριζόταν όλα μέσα στο σπίτι. Από
τότε, όμως, που η μητέρα μου πέθανε, ο θάνατός της έγινε αιτία όλων των
συμφορών. Γιατί, κατά την εκφορά της νεκρής, που η γυναίκα μου ακολούθησε την
κηδεία και την είδε αυτός ο άνθρωπος, με τον καιρό την διέφθειρε. Γιατί,
παραμονεύοντας την υπηρέτρια που βάδιζε για την αγορά και δίνοντάς της μηνύματα
(για τη σύζυγό μου) την κατέστρεψε.
Πρώτα λοιπόν, κύριοι, (γιατί πρέπει να σας διηγηθώ κι αυτά)
έχω ένα διώροφο μικρό σπίτι, που έχει ίσα (δωμάτια) στον επάνω όροφο με τον
κάτω, δηλαδή στο διαμέρισμα των γυναικών και σ΄ εκείνο των ανδρών. Κι όταν
αποκτήσαμε παιδάκι , η μητέρα το θήλαζε. Για να μην κινδυνεύει, όταν κατέβαινε
τη σκάλα, όποτε χρειαζόταν να το λούσει, εγώ έμενα στον επάνω όροφο και οι
γυναίκες στον κάτω.
Τη στιγμή του γάμου της, η νιόπαντρη είναι ουσιαστικά ξένο στοιχείο στον οίκο του άντρα της και δεν αποτελεί ακόμη μέλος της οικογένειάς του. Στο εξής πρωταρχικό καθήκον της αποτελεί η φύλαξη της εστίας του οίκου του συζύγου της. Όταν του χαρίσει νόμιμους κληρονόμους, αποκτά και η ίδια την ιδιότητα της μονιμότητας. Οι γυναίκες περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους στο γυναικωνίτη, συνήθως στον πάνω όροφο του σπιτιού, γνέθοντας, πλέκοντας ή υφαίνοντας στον αργαλειό. Αυτές, άλλωστε, ήταν και οι μόνες εργασίες που θεωρούνταν ότι άρμοζαν σε γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής. Οι μόνες έξοδοί τους σε δημόσια θέα ήταν σε μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, σε γαμήλιες τελετές, γιορτές συγγενών και κηδείες. Δεν υπήρχε θεσμοθετημένη εκπαίδευση για τις γυναίκες και οι όποιες γνώσεις προερχόταν από συγγενείς, φίλες και άλλες γυναίκες του περιβάλλοντός τους.
Αντίθετα, οι δούλες, οι γυναίκες-μέτοικοι αλλά
και οι πιο ταπεινής καταγωγής Αθηναίες απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία, καθώς
έβγαιναν για εξωτερικές δουλειές, όπως ψώνια και μεταφορά νερού, μπορούσαν να
διεξάγουν μικρο-εμπόριο ή και να εργαστούν ως τροφοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου