Η ομορφιά έχει ανάγκη ένα δημιουργό για να της δώσει μορφή. Για
παράδειγμα η ομορφιά της γυναίκας χρειάζεται έναν ποιητή για να τραγουδήσει τα
κάλλη της ή έναν ζωγράφο να παραστήσει τη θωριά της. Η ωραία Ελένη έμεινε στην
ιστορία επειδή ανέλαβε ένας Όμηρος ή ένας Ευριπίδης να συνθέσει το πορτραίτο
της. Μπορεί άραγε ένας πεζογράφος στην αρχαιότητα να φιλοτεχνήσει μια γυναίκα,
ενώ τα εκφραστικά του μέσα είναι πιο φτωχά από αυτά του ποιητή, τη στιγμή
μάλιστα που η ομορφιά εντυπωσιάζει; Και
όμως ο Ηρόδοτος κατάφερε μέσα από το έργο του να μας αφήσει μια γυναικεία μορφή
παροιμιώδη για την ομορφιά της. Αλλά και για τη φονική της αποφασιστικότητα.
Μια σκληρή ομορφιά. Είναι η γυναίκα του Κανδαύλη. Μια γυναίκα που ο ιστορικός
δε μας παραδίδει το όνομά της, δε χρειάζεται εξάλλου, μια γυναίκα-σύμβολο.
Ουίλιαμ Έτυ: "Ο Κανδαύλης, βασιλιάς της Λυδίας, επιδεικνύει κρυφά τη
γυναίκα του στον Γύγη, καθώς αυτή πηγαίνει γυμνή στο κρεβάτι του" (1820,
Πινακοθήκη Γιορκ, Αγγλία)
Ο βασιλιάς των Λυδών, Κανδαύλης ήταν ερωτευμένος παράφορα με τη γυναίκα του. Ένιωθε ένα πάθος παθολογικό γι΄ αυτή. Τη θεωρούσε πιο όμορφη απ΄ όλες τις γυναίκες, μέχρι που έφτασε να αποκαλύπτει τα μυστικά της ομορφιάς της γυναίκας του σ΄ έναν έμπιστο ακόλουθό του, ένα δορυφόρο του, το Γύγη. Ωσπου μια μέρα του κάνει την εξής πρόταση:
Κανδαύλης: Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την
ομορφιά της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο
απ' ότι στα μάτια τους), δέξου να την δεις εκείνη γυμνή.
Γύγης: Κύριε μου, τί λόγο αρρωστημένο μου λες, παρακινώντας με, την
κυρά μου να την δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της,
αφήνει ακάλυπτη και την ντροπή της. Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι
γνώμες σοφές, που πρέπει να μας διδάσκουν· μια από αυτές είναι και τούτη: να
κοιτάζει καθένας τη δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις
γυναίκες η πιο όμορφη, και σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα.
Κανδαύλης: Θάρρος, Γύγη, και μη φοβάσαι ούτε εμένα, πως ίσως θέλοντας
να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση, ούτε και τη γυναίκα μου, μήπως από
κείνη σε βρει κάποιο κακό. Γιατί εγώ έτσι καλά θα στήσω τη μηχανή από την αρχή,
ώστε εκείνη να μην πάρει είδηση ότι εσύ την είδες. Μόνος μου θα σε στήσω μέσα
στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο· αμέσως μετά από μένα
θα έλθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Κοντά στην είσοδο βρίσκεται ένα θρονί·
πάνω σ' αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει και θα μπορέσεις
έτσι με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις. Όταν προχωρήσει από το θρονί προς
το κρεβάτι, και βρεθείς πίσω από την πλάτη της, μόνος σου κοίτα από κει και
πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από την πόρτα.
Ο Γύγης δεν έχει τη δύναμη να κάμψει τη δεσποτική αδιαλλαξία του
μονάρχη και αδύναμος να τον πείσει τελικά αποδέχεται. Μπαίνει στη βασιλική
κρεβατοκάμαρα και μ΄ αυτό τον τρόπο μπαίνει και ο αναγνώστης σε μια οφθαλμολαγνική και
ηδονοβλεπτική θέση. Η γυναίκα απόθεσε τα ρούχα της και ο Γύγης τη θαύμαζε. Καθώς
όμως αυτή προχωρούσε προς το κρεβάτι της και ο Γύγης γλίστρησε για να φύγει, η
γυναίκα τον είδε τη στιγμή που ξεγλιστρούσε. Αμέσως κατάλαβε τί σκάρωσε ο
άντρας της, παρόλ΄ αυτά κράτησε την ψυχραιμία της και δεν έδειξε το παραμικρό.
Την επόμενη μέρα όμως κάλεσε το Γύγη και του έθεσε το εξής δίλημμα:
Γυναίκα: Τώρα δύο δρόμοι σου ανοίγονται, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα
να πάρεις όποιον από τους δυο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και
τη βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη
βλέπεις στο εξής, με την τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη, όσα δε σου
επιτρέπεται. Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ
που εμένα με είδες γυμνή, κάνοντας μία πράξη άπρεπη.
Η βασίλισσα αφήνει εμβρόντητο το Γύγη με την ωμή συντομία της: ρίχνει
στη μέση από την αρχή και δίχως περιστροφές το απειλητικό της δίλημμα σα
μαχαίρι: ο βεζύρης έχει να διαλέξει ανάμεσα στο δικό του άμεσο θάνατο και στο
φόνο του βασιλιά. Δέλεαρ για αυτή τη φονική πράξη, ο θρόνος και το βασιλικό
κρεβάτι. Προβάλλεται και μία εθιμική εντολή: ο βαρβαρικός νόμος απαγορεύει
ακόμη κι έναν άνδρα να τον δουν γυμνό – πολύ περισσότερο μια γυναίκα. Την
προσβολή αυτού του νόμου επικαλείται η βασίλισσα, για να επιβάλει το φονικό της
σχέδιο. Ο Γύγης αποσβολώνεται, ύστερα ικετεύει, προσπαθεί να πείσει. Αλλά ήδη
το ξέρει: έξοδος από αυτό τον κλοιό της διάζευξης δεν υπάρχει. Σαν τον Ηρακλή
μπροστά στο δίστρατο της αρετής και της κακίας θέτει την ερώτηση:
Γύγης: Αφού με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην το θέλω,
πες μου να ακούσω με ποιο τρόπο θα του επιτεθούμε.
Γυναίκα: Από το ίδιο μέρος θά 'ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος με
έδειξε γυμνή· πάνω στον ύπνο θα τον βρει.
Κατέστρωσαν επομένως το σχέδιο, ο Γύγης ακολούθησε τη γυναίκα στον
κοιτώνα, εκεί που την είχε θαυμάσει γυμνή κι αυτή του έδωσε ένα μαχαίρι. Ο
Γύγης κρύφτηκε και μέσα στο μισοσκόταδο, την ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν , τον
σκότωσε. Έτσι πήρε ο Γύγης και τη βασιλεία και τη γυναίκα του Κανδαύλη. Οι
Λυδοί πήραν βαριά το θάνατο του Κανδαύλη, όμως το μαντείο των Δελφών, με
χρησμό, έκανε αποδεκτή τη βασιλεία του Γύγη, κι έτσι ο Γύγης βασίλευσε χωρίς να
ξεσπάσει επανάσταση.
Την παραμυθική καταβολή της ηροδότειας νουβέλας την διαβάζουμε στον
Πλάτωνα (Πολιτεία 359d-306b): εκεί ο Γύγης είναι ένας απλός βοσκός, που η τύχη
τον ανεβάζει στο κρεβάτι της βασίλισσας και στο θρόνο μ΄ ένα μαγικό δαχτυλίδι,
που τον κάνει αόρατο, κάθε φορά που εκείνος γυρίζει την πέτρα του. Το παραμύθι
μοιάζει να είναι ανατολίτικο. Η δοκιμή του Ηροδότου δεν είναι μάλλον η πρώτη,
παραμένει όμως ποιοτικά ανεπανάληπτη.
Αναφορά, απαξιωτική όμως, στο Γύγη κάνει και ο λυρικός ποιητής Αρχίλοχος:
οὔ μοι τὰ Γύγεω τοῦ πολυχρύσου μέλει,
οὐδ΄ εἷλέ πώ με ζῆλος͵ οὐδ΄ ἀγαίομαι
θεῶν ἔργα͵ μεγάλης δ΄ οὐκ ἐρέω τυραννίδος·
ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν.
οὐδ΄ εἷλέ πώ με ζῆλος͵ οὐδ΄ ἀγαίομαι
θεῶν ἔργα͵ μεγάλης δ΄ οὐκ ἐρέω τυραννίδος·
ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν.
Δε με ενδιαφέρει ο
πλούτος του πάμπλουτου
Γύγη και δε ζηλεύω ούτε εποφθαλμιώ ό,τι
(του) έδωσαν οι θεοί, ούτε επιθυμώ τη μεγάλη
τυραννίδα, γιατί είναι μακριά από τις βλέψεις μου.
Γύγη και δε ζηλεύω ούτε εποφθαλμιώ ό,τι
(του) έδωσαν οι θεοί, ούτε επιθυμώ τη μεγάλη
τυραννίδα, γιατί είναι μακριά από τις βλέψεις μου.
Στα παραμύθια τα πρόσωπα είναι συνήθως ανώνυμα. Έτσι κι εδώ η γυναίκα
του Κανδαύλη είναι ανώνυμη. Το ήθος της προβάλει καθαρότερα με την ανωνυμία
της. Πέρα και πίσω από το συγκεκριμένο πρόσωπο της βασίλισσας, χάρη στην
παρασιώπηση του ονόματός της, ανακαλύπτουμε το αντίπαλο φύλο, που με την
απειλητική, εμπειρική του διάσταση εξουδετερώνει το ρόλο των επώνυμων αντρών.
Το ιστορικό ζητούμενο της διήγησης είναι να εξηγηθεί η βίαιη μετατόπιση
της εξουσίας από τη μια λυδική δυναστεία στην άλλη. Η νουβέλα δραματοποιεί την
απότομη αυτή αλλαγή και την αποδίδει στο φόνο του Ηρακλείδη Κανδαύλη από τον
πιστό δορυφόρο του Γύγη. Όπως εξάλλου
αναφέρει και ο Ηρόδοτος: Η ηγεμονία των Ηρακλειδών πέρασε στα χέρια της γενιάς του
Κροίσου, στους Μερμνάδες, ως εξής. Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον λένε
Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή. Ο
Γύγης με τη συναίνεση του δελφικού μαντείου ιδρύει την έσχατη δυναστεία των
Μερμνάδων που τελευταίος βασιλιάς της θα γίνει ο Κροίσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου