Oι πίνακες του Μονέ με την πρώτη ματιά φαίνονται μάλλον επιφανειακοί, μια απόδοση εφήμερων εντυπώσεων του φωτός σε διαφορετικές καιρικές συνθήκες: φως του ήλιου πάνω στο νερό, μια αύρα που αναδεύει τα φύλλα στις λεύκες, ομίχλες στο Λονδίνο, και πρωινό, μεσημεριάτικο και βραδινό φως πάνω στον καθεδρικό ναό της Ρουέν ή σε θημωνιές σανού.
Ο Μονέ αναζητούσε την αληθινή φύση των πραγμάτων πίσω από τη φαινομενικότητα της οπτικής παρουσίας τους, εξαντλώντας τις δυνατότητες των χρωμάτων ως τα όριά τους και ψάχνοντας για κείνες τις λεπτές χρωματικές διαφοροποιήσεις που εκφράζουν την πραγματικότητα του κόσμου μέσα στην ίδια τη φύση.
Στα 1870 ο Μονέ παντρεύτηκε την Καμίγ Ντονσιέ και πήγαν στην Τρουβίλ για το ταξίδι του μέλιτος. Ενώ βρίσκονταν εκεί, ο Μονέ πήγε εκδρομή στη Χάβρη και, για λόγους που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει -πιθανώς από φόβο μήπως επιστρατευθεί από το γαλλικό στρατό-έφυγε για την Αγγλία μόλις ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος. Η γυναίκα του βρήκε καταφύγιο σ΄ ένα ζωγράφο, τον Μπουντέν, ενώ αργότερα ακολούθησε τον άντρα της.
Αυτός ο πίνακας αποκλήθηκε διαμάντι του ιμπρεσιονισμού. Οι κόκκινες παπαρούνες δημιουργούν μια ωραία αντίθεση με το βιολετί και το πράσινο της υπόλοιπης εικόνας. Οι μορφές που διασχίζουν το γρασίδι προσθέτουν μια ανθρώπινη διάσταση, ασυνήθιστη για το Μονέ, ο οποίος συχνά την παρέλιπε από τις χρωματικές του συμφωνίες. Οι μορφές είναι η Καμίγ, η γυναίκα του Μονέ, και ο γιος τους Ζαν. Το σπίτι στο βάθος είναι ίσως η κατοικία του Μονέ στο Αρζαντέιγ.
Ο Μονέ ζωγράφισε δύο πίνακες παραλλαγές της θελκτικής αυτής εικόνας, μιας κυρίας με ομπρελίνο. Στον έναν η κοπέλα -κόρη της δεύτερης συζύγου του Σουζάν - κοιτάζει στα δεξιά τον καλλιτέχνη. Στον άλλο κοιτάζει στ΄ αριστερά του. Όταν ο Μονέ ζωγράφιζε αυτούς τους πίνακες της Σουζάν, σκεφτόταν ίσως την πρώτη του γυναίκα, την Καμίγ, που την είχε ζωγραφίσει σε παρόμοια κάπου δέκα χρόνια πριν.
Ο Κλωντ Οσκάρ Μονέ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1840. Όταν ο Μονέ ήταν πέντε ετών, η οικογένεια μετακόμισε στη Χάβρη, ένα πολυσύχναστο λιμάνι στις εκβολές του Σηκουάνα, κοντά στους θεαματικούς άσπρους βράχους του Ετρετά και Φεκάν. Ο νεαρός Μονέ είχε εντυπωσιαστεί από την κίνηση των πλοίων και τις ποικίλες αλλαγές της θάλασσας, οι οποίες ανταποκρίνονταν στη δική του ευμετάβλητη και συναισθηματική ιδιοσυγκρασία.
Ο Μονέ αναζητούσε την αληθινή φύση των πραγμάτων πίσω από τη φαινομενικότητα της οπτικής παρουσίας τους, εξαντλώντας τις δυνατότητες των χρωμάτων ως τα όριά τους και ψάχνοντας για κείνες τις λεπτές χρωματικές διαφοροποιήσεις που εκφράζουν την πραγματικότητα του κόσμου μέσα στην ίδια τη φύση.
Στα 1870 ο Μονέ παντρεύτηκε την Καμίγ Ντονσιέ και πήγαν στην Τρουβίλ για το ταξίδι του μέλιτος. Ενώ βρίσκονταν εκεί, ο Μονέ πήγε εκδρομή στη Χάβρη και, για λόγους που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει -πιθανώς από φόβο μήπως επιστρατευθεί από το γαλλικό στρατό-έφυγε για την Αγγλία μόλις ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος. Η γυναίκα του βρήκε καταφύγιο σ΄ ένα ζωγράφο, τον Μπουντέν, ενώ αργότερα ακολούθησε τον άντρα της.
Γυναίκα που διαβάζει 1871
Η γυναίκα που διαβάζει είναι η Καμίγ, καθισμένη στη σκιά ενός δέντρου με το φόρεμά της απλωμένο γύρω της, δημιουργώντας μια τρυφερή αντίθεση με το πράσινο χορτάρι. Η απόδοση της σκιάς ήταν μια ξεχωριστή πρόκληση για τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους:δε θα μπορούσαν, όπως έκαναν οι καλλιτέχνες στο παρελθόν, να σημειώσουν το κιαροσκούρο (μαύρο σε λευκό φόντο), αλλά έπρεπε να βρουν έναν τρόπο απεικόνισης της σκιάς διατηρώντας συνάμα τη φωτεινότητα του χρώματος.
Οι παπαρούνες 1873
Η Γυναίκα με την ομπρέλα 1886
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου