Τίτλος: Η προετοιμασία, Συγγραφέας: Ε.Χ.Γονατάς
'Ενα διήγημα με διάχυτο το ποιητικό στοιχείο. Ο Προκόπης και ο Αγέλαος. Ο Αγέλαος να προσπαθεί να ζυγίσει με βαρίδια το κεφάλι του σε μια ζυγαριά, μια παλάντζα.
Μπορεί άραγε κάποιος να συλλάβει, και μάλιστα από μόνος του, το πνευματικό του βάρος;
Η αντοχή όμως του Αγέλαου λιγοστεύει συνεχώς και ο ίδιος γίνεται απρόσεχτος και νευρικός. Κι ο καθρέφτης που τον βοηθούσε να παρακολουθεί τα πάντα, έσπασε κι αυτός.Τον έσπασε η μικρή που συγυρίζει.
Τότε ο Προκόπης θυμάται και μια άλλη ιστορία: την περίπτωση κάποιου πάνω σε μια σιδερένια σκάλα που αμφιταλαντευότανε για το αν θ΄ ανέβαινε ή θα κατέβαινε.
"Μην απογοητεύεσαι. Οι αποτυχημένες σου προσπάθειες περιέχουν πιθανότατα τον σπόρο μιας μελλοντικής επιτυχίας. Και μην ξεχνάς πως αυτός που δεν γνώρισε ποτέ την αποτυχία δεν μπορεί να είναι μεγάλος άνθρωπος" παρηγορεί ο Προκόπης τον Αγέλαο.
Τελικά οι πνευματικοί στόχοι απαιτούν γενναιότητα και ίσως δεν το συνειδητοποιεί κανείς πότε φτάνει στους καρπούς και μάλιστα πότε μπορεί να τους μοιράζει σ΄ αυτούς που βρίσκονται στις ρίζες.
Επίσης αναδημοσιεύω μια κριτική του Γιάννηη Βαρβέρη.
Του Γιαννη Bαρβερη
Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
Από την κρύπτη στο φως με τρεις μπακιρένιες δεκάρες
σκην.: Γιάννης Αναστασάκης
Θέατρο: Θίασος Στιγμή (στο studio Μαυρομιχάλη)
«Το όνειρο μένει στο κεφάλι. Ο εφιάλτης μπαίνει στο δωμάτιο»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗΣ
«Σφαίρες», 2011 Γνώριζα ελάχιστα τον ποιητικότατο πεζογράφο μας Επαμεινώνδα Χ. Γονατά (1924-2006). Δικηγόρος στο επάγγελμα, αλλά και τελειοθηρικός επιμελητής εκδόσεων, μάλλον ολιγογράφος, ελαφρά απόμακρος, απομονωμένος στο σπίτι του στην Κηφισιά, δεν προσέχθηκε ιδιαίτερα από το αναγνωστικό κοινό αλλά εξετιμήθη από τον αυστηρότερο και τελικά δικαιότερο κόσμο της στενότερης συντεχνίας. Τώρα, με την πενταετία από τον θάνατό του, θερμός μνήμων πολλών λογοτεχνικών φυσιογνωμιών μας π. χ. του Φιλύρα, ο σκηνοθέτης Γιάννης Αναστασάκης, χρησιμοποιώντας και εν μέρει αναπλάθοντας τις ιστορίες χαρμολύπης του Γονατά, παρέδωσε μια έντεχνη παράσταση, στην οποία το μουσικότατο υλικό χωρίστηκε σε αρκετές αυτόνομες αλλά και αραιά ενωμένες σκηνές. Το δημοτικό τραγούδι πλαισίωσε τις φυσιοκρατικές εικόνες του Γονατά και μια αίσθηση δυνητικής εν μελαγχολία χαράς κυριάρχησε σ’ αυτή την εργασία. Ετσι και έπρεπε, νομίζω. Τα γραπτά του Γονατά, κάπως συγγενούς ως ύφος με τον μοναδικό αλλά παραθεωρημένο υπερρεαλιστή ποιητή Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, τα γραπτά του λοιπόν, θυμίζουν τον γαλλικό νεορομαντισμό και ξεκινούν από λεπτομερειακές εικόνες, με χρώματα, ζώα ή «παραμύθια» και απογειώνονται σ’ ένα φινάλε που συνήθως συμβολίζει την πικρή ανθρώπινη μοίρα ή τουλάχιστον το παράδοξο πραγμάτων και σχέσεων. Η παράσταση του Αναστασάκη απευθυνόταν και στα παιδιά· και τούτο επειδή ο Γονατάς σε πολλές εικόνες έχει ένα βλέμμα αβρό και παιδικό, ανεξαρτήτως του ότι η ανέλιξή τους μπορεί να τις οδηγήσει στη θλίψη ή και στο πένθος. Αν και η παράσταση –το δικαιούται ως προσωπική ανάγνωση– κλείνει με χαρά, αγαλλίαση και θρίαμβο του μοναδικού ανδρικού ήρωα, το συμπέρασμα του Γονατά στα κατ’ ιδίαν επτά εν συνόλω βιβλία του με ποιητικές πρόζες είναι η καταστροφή πραγμάτων και ανθρώπων κάτω απ’ τον πέλεκυ του ανηλεούς πεπρωμένου.
Ο γλωσσικά έντονα καλλιγραφικός «κήπος» του βασικού μοτίβου του Γονατά μιλήθηκε με ξεχωριστή, ορθοφωνημένη προσοχή και αισθαντικότητα από τον θίασο της «Στιγμής». Οι τρεις κυρίες που συνομιλούσαν με τον πάσχοντα ήρωα ήσαν στιλπνές, χορευτικές και, ιδίως, καλλίφωνες (Ζαχαρούλα Οικονόμου, Ελένη Κούστα, Σοφία Δερμιτζάκη). Είδα πολύ πιο ώριμον από άλλοτε, ειλικρινώς συγκινημένο και δραματικά «λιωμένο» μέσα στα κείμενα τον Χριστόδουλο Στυλιανού. Κινήθηκε με άνεση απ’ την χαρίεσσα απλότητα του παιγνίου στο σκληρό του τίμημα και στην ακροτελεύτια δικαίωση ή κατάρρευσή του. Τα κοστούμια (Κέλλυ Βρεττού) είτε μπορώ να τα εκλάβω ως φτωχά και ανέμπνευστα είτε ως επίτηδες ουδέτερα και διαθέσιμα απέναντι στη δεσποτεία του λόγου. Θέλω να πιστέψω το δεύτερο. Οι φωτισμοί (Βασ. Παπακωνσταντίνου – Εβ. Βασιλακοπούλου) παρακολούθησαν επαρκώς με τις εναλλαγές τους τις εκάστοτε ατμοσφαιρικές ανάγκες. Τελειώνοντας, δίκαιο είναι κάπου εδώ να σας αναφέρω τα συγγραφικά λεπτουργήματα του Γονατά, διά βίου αφοσιωμένα στην υψηλή εκδοτική φροντίδα του Αιμίλιου Καλιακάτσου των συνώνυμων με το θίασο (!) εκδόσεων «Στιγμή»: «Οι αγελάδες», «Τρεις δεκάρες», «Το βάραθρο», «Η προετοιμασία», «Ο ταξιδιώτης», «Ο φιλόξενος καρδινάλιος», «Η κρύπτη». Στα βιβλία αυτά σας περιμένει ένα λεπτότατο, ενίοτε μεθυστικό άρωμα με πιθανή όμως την πένθιμη εισπνοή.
Σημείωση: Την Τετάρτη 25 Μαΐου αποχαιρετίσαμε αναπάντεχα τον Γιάννη Βαρβέρη που για πολλά χρόνια κόσμησε με τα κείμενά του τη σελίδα κριτικής θεάτρου της «Καθημερινής». Αυτήν την Κυριακή, η «Κ» φιλοξενεί το τελευταίο κείμενό του, φινάλε ενός μοναδικού λογοτεχνικού κύκλου κριτικών θεάτρου, που διακόπτεται απότομα.
Επίσης αναδημοσιεύω μια κριτική του Γιάννηη Βαρβέρη.
Ανθισμένος κόσμος ή μαύρη χαρά;
Ο «παραμελημένος» αλλά αγαπημένος στη συντεχνία ποιητικός Ε.Χ. Γονατάς Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
Από την κρύπτη στο φως με τρεις μπακιρένιες δεκάρες
σκην.: Γιάννης Αναστασάκης
Θέατρο: Θίασος Στιγμή (στο studio Μαυρομιχάλη)
«Το όνειρο μένει στο κεφάλι. Ο εφιάλτης μπαίνει στο δωμάτιο»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗΣ
«Σφαίρες», 2011 Γνώριζα ελάχιστα τον ποιητικότατο πεζογράφο μας Επαμεινώνδα Χ. Γονατά (1924-2006). Δικηγόρος στο επάγγελμα, αλλά και τελειοθηρικός επιμελητής εκδόσεων, μάλλον ολιγογράφος, ελαφρά απόμακρος, απομονωμένος στο σπίτι του στην Κηφισιά, δεν προσέχθηκε ιδιαίτερα από το αναγνωστικό κοινό αλλά εξετιμήθη από τον αυστηρότερο και τελικά δικαιότερο κόσμο της στενότερης συντεχνίας. Τώρα, με την πενταετία από τον θάνατό του, θερμός μνήμων πολλών λογοτεχνικών φυσιογνωμιών μας π. χ. του Φιλύρα, ο σκηνοθέτης Γιάννης Αναστασάκης, χρησιμοποιώντας και εν μέρει αναπλάθοντας τις ιστορίες χαρμολύπης του Γονατά, παρέδωσε μια έντεχνη παράσταση, στην οποία το μουσικότατο υλικό χωρίστηκε σε αρκετές αυτόνομες αλλά και αραιά ενωμένες σκηνές. Το δημοτικό τραγούδι πλαισίωσε τις φυσιοκρατικές εικόνες του Γονατά και μια αίσθηση δυνητικής εν μελαγχολία χαράς κυριάρχησε σ’ αυτή την εργασία. Ετσι και έπρεπε, νομίζω. Τα γραπτά του Γονατά, κάπως συγγενούς ως ύφος με τον μοναδικό αλλά παραθεωρημένο υπερρεαλιστή ποιητή Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, τα γραπτά του λοιπόν, θυμίζουν τον γαλλικό νεορομαντισμό και ξεκινούν από λεπτομερειακές εικόνες, με χρώματα, ζώα ή «παραμύθια» και απογειώνονται σ’ ένα φινάλε που συνήθως συμβολίζει την πικρή ανθρώπινη μοίρα ή τουλάχιστον το παράδοξο πραγμάτων και σχέσεων. Η παράσταση του Αναστασάκη απευθυνόταν και στα παιδιά· και τούτο επειδή ο Γονατάς σε πολλές εικόνες έχει ένα βλέμμα αβρό και παιδικό, ανεξαρτήτως του ότι η ανέλιξή τους μπορεί να τις οδηγήσει στη θλίψη ή και στο πένθος. Αν και η παράσταση –το δικαιούται ως προσωπική ανάγνωση– κλείνει με χαρά, αγαλλίαση και θρίαμβο του μοναδικού ανδρικού ήρωα, το συμπέρασμα του Γονατά στα κατ’ ιδίαν επτά εν συνόλω βιβλία του με ποιητικές πρόζες είναι η καταστροφή πραγμάτων και ανθρώπων κάτω απ’ τον πέλεκυ του ανηλεούς πεπρωμένου.
Ο γλωσσικά έντονα καλλιγραφικός «κήπος» του βασικού μοτίβου του Γονατά μιλήθηκε με ξεχωριστή, ορθοφωνημένη προσοχή και αισθαντικότητα από τον θίασο της «Στιγμής». Οι τρεις κυρίες που συνομιλούσαν με τον πάσχοντα ήρωα ήσαν στιλπνές, χορευτικές και, ιδίως, καλλίφωνες (Ζαχαρούλα Οικονόμου, Ελένη Κούστα, Σοφία Δερμιτζάκη). Είδα πολύ πιο ώριμον από άλλοτε, ειλικρινώς συγκινημένο και δραματικά «λιωμένο» μέσα στα κείμενα τον Χριστόδουλο Στυλιανού. Κινήθηκε με άνεση απ’ την χαρίεσσα απλότητα του παιγνίου στο σκληρό του τίμημα και στην ακροτελεύτια δικαίωση ή κατάρρευσή του. Τα κοστούμια (Κέλλυ Βρεττού) είτε μπορώ να τα εκλάβω ως φτωχά και ανέμπνευστα είτε ως επίτηδες ουδέτερα και διαθέσιμα απέναντι στη δεσποτεία του λόγου. Θέλω να πιστέψω το δεύτερο. Οι φωτισμοί (Βασ. Παπακωνσταντίνου – Εβ. Βασιλακοπούλου) παρακολούθησαν επαρκώς με τις εναλλαγές τους τις εκάστοτε ατμοσφαιρικές ανάγκες. Τελειώνοντας, δίκαιο είναι κάπου εδώ να σας αναφέρω τα συγγραφικά λεπτουργήματα του Γονατά, διά βίου αφοσιωμένα στην υψηλή εκδοτική φροντίδα του Αιμίλιου Καλιακάτσου των συνώνυμων με το θίασο (!) εκδόσεων «Στιγμή»: «Οι αγελάδες», «Τρεις δεκάρες», «Το βάραθρο», «Η προετοιμασία», «Ο ταξιδιώτης», «Ο φιλόξενος καρδινάλιος», «Η κρύπτη». Στα βιβλία αυτά σας περιμένει ένα λεπτότατο, ενίοτε μεθυστικό άρωμα με πιθανή όμως την πένθιμη εισπνοή.
Σημείωση: Την Τετάρτη 25 Μαΐου αποχαιρετίσαμε αναπάντεχα τον Γιάννη Βαρβέρη που για πολλά χρόνια κόσμησε με τα κείμενά του τη σελίδα κριτικής θεάτρου της «Καθημερινής». Αυτήν την Κυριακή, η «Κ» φιλοξενεί το τελευταίο κείμενό του, φινάλε ενός μοναδικού λογοτεχνικού κύκλου κριτικών θεάτρου, που διακόπτεται απότομα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου