Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

ΒΙΒΛΙΟ - Μαγκλίνης

Τίτλος: η ανάκριση, Συγγραφέας: Ηλίας Μαγκλίνης

 Mε το έργο "η ανάκριση" του Ηλία Μαγκλίνη συντελείται η αποενοχοποίση του δικτατορικού συμπλέγματος. Η μαζική υστερία, ο συλλογικός ενθουσιασμός, η ηρωοποίηση προσώπων - θυμάτων που δαιμόνιζε και δαιμονίζει την κοινωνία, τη σκέψη, την τέχνη, χάνεται. Στη θέση της αναδύεται το προσωπικό δράμα, ένα δράμα που προσπαθεί να ξεχαστεί, να σκεπαστεί, αλλά ολοένα και ανασύρεται στην επιφάνεια 




Είναι σα να βλέπεις την Αφροδίτη σανδαλίζουσα και ξεχνάς ότι είναι θεά, ότι της αρμόζει σεβασμός, αλλά σκανδαλίζεσαι και στοιχειώνουν τα όνειρά σου.
Ενδιαφέρουσα είναι η αρχή του έργου - νουβέλας όπου ο πατέρας γίνεται αθέατος  μάρτυρας της ερωτικής αυτοϊκανοποίησης της κόρης του, για να καταλάβουμε ότι αργότερα αναλογικά και πολύ πιο σκληρά θα γίνει αυτή ένας φανερός, ηδονοθηρικός(;), μάρτυρας των αποκαλύψεων του πατέρα της.

Παραθέτω την κριτική του Δημήτρη Αθηνάκη.
...Σαν μια συνέχεια του «Σώμα με σώμα» (εκδ. Πόλις), ο Ηλίας Μαγκλίνης γράφει την «Ανάκριση». Ο πόνος, το παρελθόν, το παρόν, το αίμα -κι όλ’ αυτά στα άκρα τους- μπλέκονται στη νουβέλα, παραμένοντας έννοιες και καταστάσεις διακριτές. Η Μαρίνα -που προτυπώνει τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, περφόρμερ της τέχνης του σωματικού πόνου-, περφόρμερ κι αυτή του ίδιου κινήματος, προσπαθεί και καταφέρνει να μπει στο μυαλό και την ψυχή του πατέρα της ο οποίος κακοποιήθηκε φριχτά από τα ΕΑΤ/ΕΣΑ της οδού Μπουμπουλίνας.
Συγκεντρώνοντας βιβλία με λεπτομερείς αφηγήσεις για την εποχή και τα βασανιστήρια, μαζεύοντας αναμνήσεις όπως ο θάνατος της μητέρας της που της κόστισε ένα ολόκληρο σύμπαν, παλεύει με νύχια και με δόντια ν’ ανακρίνει τον πατέρα της και να τον εξωθήσει ν’ αναγνωρίσει την οδύνη και την προσβολή -ψυχική και σωματική-, να επιστρέψει σ’ όλ’ αυτά και να τα ξεπεράσει, να φτάσει στο σημείο να βγάλει από τα βάθη του ό,τι τον έχει σημαδέψει αλλά και φορές φορές τον έχει κάνει περήφανο. Όπως και να ‘χει, ο ανακρινόμενος, κάθε ώρα και στιγμή, Κωστής βάζει τα δυνατά του να μην υποκύψει, όπως είχε κάνει τότε, όπως ποτέ δεν υπέκυψε – τουλάχιστον στο κοινώς φαίνεσθαι. Ωστόσο, η πάλη της Μαρίνας είναι αφενός επώδυνη και αφετέρου έμμονη.
Επιδιώκοντας ενδεχομένως ν’ αγαπήσει τον πατέρα της απ’ την αρχή, τον φέρνει στ’ άκρα, ώστε αυτός να την παρακαλέσει σχεδόν γονατιστός να τον αφήσει ήσυχο· ώστε αυτός ν’ αναγκαστεί να παραδεχτεί, με πάσα ακρίβεια, ό,τι πέρασε τότε, ίσως και ν’ αναμετρηθεί με την αγωνιστική και πολύπαθη παρακαταθήκη του δικού του πατέρα.
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν είναι κάποιο είδος σαδίστριας. Η πολυαγαπημένη κόρη, η δύστροπη αυτή ψυχή δεν θέλει να μετατρέψει τον πατέρα της σε έργο τέχνης, απλώς και μόνο για να δημιουργήσει το αυθεντικότερο κομμάτι του καλλιτεχνικού της βιογραφικού. Έχοντας περάσει μέσα από αυτοτιμωρίες -στα όρια ενός ιδιότυπου ερωτισμού, ο οποίος ενυπάρχει σ’ όλο σχεδόν το κείμενο- ενώπιον έκπληκτου κοινού χάριν της τέχνης, έχει συνειδητοποιήσει ότι το βάθος αυτό της τέχνης δεν είναι απαραίτητα και η αλήθεια που ψάχνει. Η αλήθεια που αναζητά το θλιμμένο αυτό κορίτσι, όπως το ίδιο την αντιλαμβάνεται, είναι στους γονείς της: στη μητέρα, την οποία έχασε διά παντός, και στον πατέρα που χρόνια και χρόνια έχασε το καθαρό του βλέμμα, τη γαλήνια θέαση της ζωής. Αυτό η Μαρίνα το γνωρίζει πολύ καλά, όπως και τη χυδαία καθώς και ακραία σεξουαλική ατίμωση που δέχτηκε ο πατέρας της στη φυλακή, κάτι που ποτέ δεν παραδέχτηκε. Ήρθε όμως η ώρα. Η ανάκριση κρίνεται επιτυχής· ανακρινόμενος και ανακριτής ακόμη περισσότερο.
Σαν μια παλιννόστηση στα επικαλυμμένα γεγονότα του παρελθόντος, ο Μαγκλίνης χειρίζεται την ενσώματη γραφή με αξιοσημείωτο τρόπο. Αποφεύγοντας τις εύκολες λύσεις, επιλέγοντας την πυκνογραμμένη αφήγηση, επιτυγχάνει να σκιαγραφήσει την πρόσφατη εγχώρια Ιστορία, απ’ τα έγκατα μιας πολύπαθης οικογένειας που θέλει ν’ αποφύγει το χάσμα μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, δίχως ν’ αρνείται τίποτε, απαλείφοντας ταυτόχρονα ό,τι συνηθισμένα γλυκανάλατο θα μπορούσε να τον παγιδεύσει. Η επιτυχία όλου του εγχειρήματος έγκειται βέβαια στο ότι ο συγγραφέας, με γλώσσα ώριμη και καλά φιλτραρισμένη, αγγίζει τη γύμνια και θωπεύει το πάθος όλων αυτών που θέλει ν’ αφηγηθεί, επιστρέφει στο σώμα ως κινούν όχημα του κόσμου, καθιστώντας την «Ανάκριση» ένα κείμενο τόσο καλά δομημένο όσο και περιέχον τη δόση του ακραία ανθρώπινου που η λογοτεχνία καλείται να φέρει.

[Η κριτική δημοσιεύτηκε αρχικά στο δεύτερο τεύχος του "Α-βιβλίο" της "Απογευματινής", Παρασκευή 23/1/2009]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου