Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

ΒΙΒΛΙΟ - Το δωμάτιο

Τίτλος:Το δωμάτιο, Συγγραφέας: Εμα Ντόναχιου,    
   μτφρ.: Εφη Τσιρώνη, εκδ.Ψυχογιός, σ. 422 


Στο Δωμάτιο, της Ιρλανδής Εμα Ντόναχιου, ο αναγνώστης παγιδεύεται ευθύς εξαρχής από την αμεσότητα της αφηγηματικής φωνής: πρόκειται για τη φωνή ενός πεντάχρονου αγοριού, του Ζακ, για το οποίο όλα γύρω του είναι προσωποποιημένα, έχουν γένη, οντότητα και χαρακτήρα. Τα πράγματα που τον περιβάλλουν -κρεβάτι μοκέτα, γλάστρα, ντουλάπα μέσα σε ένα δωμάτιο έντεκα τετραγωνικών- είναι ολόκληρος ο κόσμος του και η μητέρα του το μοναδικό πρόσωπο που αγγίζει και μιλάει - έστω κι αν κάποιες φορές εκείνη φεύγει για «αλλού» ή περνάει στο «αθόρυβο». Μέσα από τον φεγγίτη βλέπουν ένα κομμάτι ουρανού, η μοναδική επαφή τους με το «έξω» καθώς και οι επίπεδες φιγούρες στην τηλεόραση, την οποία παρακολουθούν με μέτρο, για να μην πλαδαρεύει το μυαλό τους.
Ο Ζακ εκεί μέσα γεννήθηκε κι εκεί ζει όλη του τη ζωή, όπως μαθαίνουμε έπειτα από λίγες σελίδες, η δε μητέρα του υπήρξε θύμα απαγωγής, πριν από εφτά ολόκληρα χρόνια, στα δεκαεννιά της, και καθημερινά δέχεται τις επισκέψεις του απαγωγέα-βιαστή Σατανίκ. «Για εκείνον δεν είμαστε παρά ήρωες ενός βιβλίου που δεν επιτρέπει σε κανέναν άλλον να διαβάσει», εξηγεί με τον ιδιαίτερο τρόπο της στον μικρό Ζακ.
Ο τρόπος που περιγράφονται απεχθή γεγονότα -όπως ο καθημερινός βιασμός της μητέρας, την ώρα που ο Ζακ είναι κλεισμένος στην ντουλάπα και μετράει τα τριξίματα του κρεβατιού ή τα δόντια του, για να περάσει η ώρα και να αντέξει το σκοτάδι-, είναι ιδιαίτερα υπαινικτικός, ώστε ο αναγνώστης πρέπει να μαντέψει το τι ακριβώς συμβαίνει. Οι δυο τους κλεισμένοι σ' έναν τόσο περιορισμένο χώρο έχουν αναπτύξει τις δικές τους άμυνες και καθημερινές συνήθειες, προκειμένου να επιζήσουν. Η μητέρα μαθαίνει στον Τζακ να διαβάζει, να γράφει, γυμνάζονται καθημερινά και μαγειρεύουν, προετοιμάζοντάς τον για τον κόσμο, ενώ η αγάπη που της επιστρέφει ο μικρός είναι για την ίδια σωτήρια. Με τόσα λίγα και με μηδαμινές επιλογές κατορθώνουν να επιβιώσουν, και όταν έρθει η ώρα, να βρουν τον τρόπο να αποδράσουν.
Το αγόρι «μπονζάι»
Στο δεύτερο μέρος ο Ζακ βρίσκεται με τη μητέρα του στον εξωτερικό, καινούριο κόσμο. Ολα φαντάζουν καινούρια και μυστήρια, και οι δυο αποπροσανατολισμένοι, θαμπωμένοι και σοκαρισμένοι από το πλήθος, τα μεγέθη και τις επιλογές. Πρέπει να μάθουν από την αρχή την αλφαβήτα της επιβίωσης, την επικοινωνία, την ερμηνεία, αλλά και την αυτοπροστασία, καθώς οι κίνδυνοι είναι πλέον ύπουλοι, και όχι ένας Σατανίκ, που ήξερε τον κωδικό της πόρτας και τους επισκεπτόταν συγκεκριμένη ώρα. Η ερμηνεία των πολλαπλών κωδίκων και η επανένταξή τους είναι δύσκολη υπόθεση και θα χρειαστεί χρόνος για να μάθουν το πώς να υπάρχουν μέσα σ' έναν κόσμο «ξαφνικότερο απ' όσο νομίζουν».
Υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ, το Δωμάτιο, εμπνευσμένο από τον Αυστριακό Ζοζέφ Φριτζλ, τον αιμομίκτη πατέρα, θεωρείται ένα πραγματικά καινοτόμο μυθιστόρημα, τόσο για τη γλώσσα όσο και για τον τρόπο που διαπραγματεύεται ένα ιδιαίτερα σκοτεινό θέμα.
Η ανάγνωση του βιβλίου μοιάζει σαν να εισβάλεις σ' έναν απολύτως ιδιωτικό κόσμο, με τους δικούς του κώδικες και νόμους. Ενα μυθιστόρημα, ύμνος στη μητρική αγάπη, το οποίο μπορεί να διαβαστεί και ως μεταφορά για κάθε μορφή εγκλεισμού, αλλά και για τις επιλογές: «Οταν ο κόσμος μας περιοριζόταν σ' εκείνα τα ελάχιστα τετραγωνικά, ο έλεγχος ήταν πιο εύκολη υπόθεση...», θα πει η μητέρα, αναφερόμενη σε κάθε φυλακισμένο και σε κάθε διαφορετική μορφή φυλακής και εγκλεισμού, καθώς πάντα ο άνθρωπος επινοεί τρόπους να «αποδράσει», να δημιουργήσει τον δικό του «εξωτερικό κόσμο», με τη λυτρωτική δύναμη της φαντασίας και της γλώσσας.
Η μετάφραση της Εφης Τσιρώνη αποδίδει με ευφάνταστο και πειστικό τρόπο την ιδιαιτερότητα της γλώσσας του πεντάχρονου Ζακ, πλάθοντας και παραποιώντας λέξεις προκειμένου να «μεταφράσει» δημιουργικά τη σκέψη του. 



Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

ΒΙΒΛΙΟ - Ιερό




Τίτλος:Ιερό,Συγγραφέας:Ουίλιαμ Φόκνερ  

Σε μια ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση, με σκληρό εξώφυλλο και σε μετάφραση Ιωάννας Καρατζαφέρη, επανεκδίδεται το «Ιερό», ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και αινιγματικά μυθιστορήματα του Ουίλιαμ Φόκνερ (1897–1962) λόγω του σεξουαλικού του περιεχομένου. (Η προηγούμενη μετάφραση από τους Τάσο Δαρβέρη και Κώστα Νικολαΐδη κυκλοφόρησε με τίτλο «Αδυτο», εκδ. Μέδουσα, 1993.) Ενα αφήγημα του 1931, όπου συνυπάρχουν αιμομικτικοί υπαινιγμοί, βιασμός, λιντσάρισμα και φόνοι φαίνεται να αποκλίνει αισθητά από το φοκνερικό opus, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι έπεται των «Βουή και αντάρα» (1929) και «Καθώς ψυχορραγώ» (1930), δύο ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικών έργων του Αμερικανού συγγραφέα.

Νιώθοντας αυτήν την παραφωνία, ο ίδιος ο Φόκνερ έσπευσε να αποδώσει την ιδέα της συγγραφής του σε οικονομικά κίνητρα, χαρακτηρίζοντάς το potboiler, δηλαδή εμπορικό έργο κατώτερης λογοτεχνικής αξίας. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν το αρχικό χειρόγραφο που ο Φόκνερ είχε καταθέσει στον εκδότη του και όχι το τελικό κείμενο. Αν και ο βιασμός της νεαρής Τεμπλ από τον Πάπαϊ και οι φόνοι που ο ίδιος διαπράττει εξακολουθούν να υπάρχουν στην τελική έκδοση, ο Φόκνερ προσθέτει μια σκηνή άγριου λιντσαρίσματος, και κυρίως εστιάζει το ενδιαφέρον του στον ιδεαλιστή ονειροπόλο δικηγόρο Χόρας Μπένμποου, που αν και αποδεικνύεται αδύναμος να υπερασπιστεί τον Λι Γκούντγουιν για ένα φόνο που δεν έκανε, αλλά και να τον σώσει από το εξαγριωμένο πλήθος που τον λιντσάρει, ωστόσο είναι ο μόνος ήρωας που διαθέτει την ικανότητα κριτικού αναστοχασμού σχετικά με την ολοκληρωτική κυριαρχία του κακού. Κάτοικος μιας μικρής πόλης της θρυλικής Γιοκναπατάφα, μιας περιοχής του αμερικανικού Νότου που επινόησε ο Φόκνερ, ο Χόρας Μπένμποου κάνει τη δεύτερη εμφάνισή του στο «Ιερό». Πρόκειται για μια συνηθισμένη φοκνερική τακτική, δηλαδή η πολλαπλή αξιοποίηση των ίδιων λευκών ηρώων ή συγγενικών τους προσώπων που έχουν σημαντική κοινωνική παρουσία. Ηδη στο «Σαρτόρις» (1929) έχει αναδειχθεί η ακεραιότητα και η τιμιότητα του Χόρας. Είναι όμως επίσης γνωστή η σχέση έλξης-αποστροφής που νιώθει προς τη γυναικεία σεξουαλικότητα, γεγονός που τον κάνει άτολμο, εσωστρεφή και αποκομμένο από τα κοινωνικά δρώμενα. Ετσι, είναι ο μόνος που πείθεται για την αθωότητα του Γκούντγουιν, ενός λαθρέμπορου αλκοολούχων ποτών που συλλαμβάνεται για ένα φόνο που δεν διέπραξε, και αναλαμβάνει αμισθί την υπεράσπισή του.
Λίγο αργότερα, μαθαίνει από την Τεμπλ όλο το χρονικό του βιασμού της από τον αδίστακτο κακοποιό Πάπαϊ, καθώς και την ενοχή του για τον φόνο για τον οποίο κατηγορείται ο Γκούντγουιν. Περισσότερο από τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του βιασμού τον σοκάρει η ευκολία με την οποία η Τεμπλ παρασύρθηκε από τη διαφθορά και υπέκυψε στους πειρασμούς του κακού. Και πάλι όμως δείχνει εμπιστοσύνη στην έμφυτη καλοσύνη της και την καλεί να καταθέσει στο δικαστήριο για να αθωωθεί ο Γκούντγουιν και να συλληφθεί ο πραγματικός ένοχος. Ωστόσο η Τεμπλ θα ψευδορκήσει, υποδεικνύοντας τον Γκούντγουιν ως βιαστή της, ο οποίος δεν γλιτώνει το λιντσάρισμα από το πλήθος, όταν γίνονται γνωστές οι ειδεχθείς συνθήκες του βιασμού.


Στο μεταξύ, ο Πάπαϊ κυκλοφορεί ελεύθερος μέχρις ότου –καθ’ οδόν προς τη Φλώριδα για να επισκεφτεί τη μητέρα του– συλληφθεί και καταδικαστεί σε θάνατο για κάποιον άλλο φόνο που δεν διέπραξε. Ο θρίαμβος του κακού συντρίβει τον Χόρας, ενώ αφήνει την Τεμπλ παγερά αδιάφορη. Η τελευταία σκηνή εκτυλίσσεται μια γκρίζα μέρα στους κήπους του Λουξεμβούργου: καθισμένη σ’ ένα παγκάκι πλάι στον πατέρα της, η Τεμπλ χασμουριέται, ανοίγει μια πουδριέρα και κοιτάζει το πρόσωπό της. Μετά κλείνει την πουδριέρα και αφήνει το βλέμμα της να χαθεί στο βάθος του γκρίζου ουρανού.
Είναι προφανές ότι κανένα είδος κάθαρσης δεν επέρχεται και καμιά μορφή ηθικής δικαιοσύνης δεν απονέμεται στο τέλος του μυθιστορήματος. Αντίθετα, θα λέγαμε, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της «κοινοτοπίας του κακού», αφού διαπιστώνει ότι κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν έχει έμφυτη κακία, αλλά ενεργεί χωρίς βαθύτερη σκέψη, υπό την πίεση των περιστάσεων. Ακόμη και ο Πάπαϊ, που δίνει την εντύπωση στυγνού εγκληματία, αποκαλύπτεται ένας μοναχικός άνθρωπος που η τραυματική παιδική του ηλικία του στέρησε τη δυνατότητα να συνδεθεί συναισθηματικά με άλλον άνθρωπο. Περισσότερο και από τον Χόρας, του οποίου η αδυναμία επαφής έχει ψυχολογικές αιτίες, ο Πάπαϊ είναι καταδικασμένος σε μια διαρκή και ολοκληρωτική απομόνωση αφού, όπως μαθαίνει ο αναγνώστης από την Τεμπλ, για να βιάσει την κοπέλα, ο κακοποιός χρησιμοποίησε το κοτσάνι ενός καλαμποκιού, επειδή ο ίδιος είναι σεξουαλικά ανίκανος.
Τελικά, στο σκοτεινό αυτό μυθιστόρημα, πουθενά δεν βρίσκει κανείς καταφύγιο, γιατί το ιερό άδυτο έχει αλωθεί.
                                                                                                                                Της Ντορας Mακρη

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - προτάσεις για σινεφίλ

Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του

 Σκηνοθεσία: Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ
Ερμηνεία: Ταναπάτ Σαϊσαγιμάρ, Τζεντζίρα Πόνγκαπας.
ΚΡΙΤΙΚΗ. Το όνομά του, Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ, εκτός από γλωσσοδέτη θυμίζει και ήρωα από τον «Πόλεμο των Αστρων», η ταινία του όμως είναι μια μυσταγωγία. Μια ανασύνθεση ενός φανταστικού κόσμου. Ο «Θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του» άλλοτε κυλάει σαν όνειρο και άλλοτε σαν αλλόκοτη επιστημονική φαντασία: ο συνειρμός του θεατή μπορεί να φτάσει μέχρι την «Οδύσσεια του Διαστήματος» και τα φιλοσοφικά σχόλια για την αρχή του κόσμου. Κάποιες άλλες στιγμές, πλέει στον ίδιο ωκεανό του χρόνου με το «Στάλκερ» και τον «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκι.
Για τον άνθρωπο της Δύσης, ή τον ξένο με τη μεταφυσική του βουδισμού και τη σκέψη του σιντοϊσμού, ο «Θείος Μπούνμι» είναι σαν ένας γρίφος. Μάταια θα προσπαθήσεις να τον λύσεις. Η πιθανότητα να αποκωδικοποιήσεις το ονειρικό σύμπαν του Ουερασεθακούλ είναι σαν την ελπίδα ότι θα ανοίξεις μια τρύπα στο νερό. Εάν επιμείνεις, ίσως καταφέρεις να αφυδατώσεις τις εικόνες ενός εκστατικού κινηματογράφου. Τελικά, μόνον η εμπειρία της επαφής μαζί του έχει σημασία. Στην ποίηση, κατ’ άλλους στον πειραματισμό του Ουερασεθακούλ, ξαναζούμε μια αίσθηση δικής μας φυγής σε έναν δικό μας μυστικό εσωτερικό κόσμο. Είναι σαν να σε ρουφάει σε μια ψευδαίσθηση ο αντικατοπτρισμός σου στην επιφάνεια του νερού.
Στον «Θείο Μπούνμι που θυμάται τις προηγούμενες ζωές του» ο τίτλος είναι μια σαφής περίληψη της ταινίας. Ο Ουερασεθακούλ κινηματογραφεί τις προηγούμενες μετενσαρκώσεις της ψυχής ενός ανθρώπου (ο Μπούνμι) που πεθαίνει χτυπημένος στα σπλάχνα του από μια αρρώστια. Κινηματογραφεί την έξοδο της ψυχής, η οποία θα μετοικήσει κάπου αλλού, στον ορατό ή στον αόρατο κόσμο των πνευμάτων που μας περιβάλλει, μέχρι να βρει την αιώνια γαλήνη. Ο Μπούνμι αισθάνεται το βάρος των κομμουνιστών που σκότωσε για το καλό της πατρίδας του. «Είναι πολλά πλάσματα εκεί έξω. Πνεύματα και πεινασμένα ζώα που μυρίζονται την αρρώστια μου», λέει σε αυτούς που τον συντροφεύουν σε αυτό το επεισόδιο της αιώνιας οδύσσειας της ψυχής του, σε ένα ταξίδι μέχρι το βάθος ενός σπηλαίου. Εκεί γεννήθηκε, σε μια ζωή την οποία δεν θυμάται. Σαν ζώο ή σαν άνθρωπος, σαν άνδρας ή σαν γυναίκα... Δίπλα του έχει το φάντασμα της νεκρής γυναίκας του, έναν γορίλα στον οποίο έχει μετενσαρκωθεί η ψυχή του γιου του, καθώς και την κουνιάδα του, που είναι ζωντανή.
Στα ασύνδετα αποσπάσματα της αλλόκοτης οδύσσειας του θείου Μπούνμι, ο Ουερασεθακούλ επεξεργάζεται έτοιμες φόρμες (λαϊκούς μύθους και παραμύθια της πατρίδας του, θρησκευτικές παραδόσεις και λατρευτικά) και θραύσματα από την ταραγμένη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ταϊλάνδης.

Του Δημητρη Mπουρα

Νύχτες στου Πασκάλ


Ουγγαρέζικη ταινία γυρισμένη από το σκηνοθέτη Χάμπολτς Χάιντου.

Η Mona είναι μία νεαρή μητέρα που επιστρέφει στην πατρίδα της για να διεκδικήσει την κηδεμονία της μικρής κόρης της. Τότε θα χρειαστεί να διηγηθεί την ιστορία της, ένα παραμύθι που ξεκινά από ένα ξέφρενο πανηγύρι στους δρόμους της Ουγγαρίας, περνά από μία μαγευτική παραλία και καταλήγει στη Γερμανία και την Αγγλία. Στον τελευταίο της σταθμό, στο Λονδίνο, η Mona οδηγείται από ένα παράνομο δίκτυο σωματεμπόρων σε ένα 'μυστικό' κέντρο διασκέδασης της υψηλής κοινωνίας. Το 'Βibliotheque Pascal' στα σκοτεινά δωμάτιά του κρύβει έναν πολυτελή οίκο ανοχής, όπου τα ακραία παιχνίδια διαστροφής είναι εμπνευσμένα από ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Από την Ιωάννα της Λωραίνης, έως τη Λολίτα και τη Δεισδαιμόνα, η Μόνα βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν κόσμο όπου όλες οι φαντασιώσεις μπορούν να γίνουν πραγματικότητα με το κατάλληλο τίμημα.


Τουρνέ στο Παρίσι


του Ματιέ Αμαλρίκ
με τους Ματιέ Αμαλρίκ, Αν Μπενουά, Μιράντα Κολκλασούρ, Αλεξάντερ Κρέιβεν, Άντζελα Ντε Λορέντζο

 
Ο Ζοακίμ, ένας επιτυχημένος πρώην τηλεοπτικός παραγωγός στη Γαλλία, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Αμαλρίκ, αφήνει πίσω τη γυναίκα, τα δύο του παιδιά και τους φίλους του για μια νέα καριέρα στην Αμερική. Δε θα αργήσει να επιστρέψει αλλά δε θα είναι μόνος. Συνοδευόμενος από έναν ασυνήθιστο θίασο που τον αποτελούν χυμώδεις καλλιτέχνιδες, με φτερά, ψεύτικες βλεφαρίδες, φανταχτερά κοσμήματα και ….λιγοστά ρούχα, θα ξεκινήσει μια περιοδεία με τελικό προορισμό το Παρίσι. Το σέξι σόου τους με ευφάνταστα νούμερα χορού και τραγουδιού θα σημειώσει πρωτοφανή επιτυχία με ενθουσιώδη υποδοχή από γυναίκες και άνδρες. Όταν, όμως, το θέατρο όπου θα έκαναν την πρεμιέρα τους στο Παρίσι ακυρώνει την εμφάνιση τους, ο Ζοακίμ και τα κορίτσια του θα αναγκαστούν να ξυπνήσουν από το «όνειρο» τους. Ο Ζοακίμ πιστεύοντας ότι “το σόου πρέπει να συνεχίσει” και θέλοντας να τηρήσει την υπόσχεση του στα κορίτσια, σύντομα θα αναλάβει δράση…

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Γλώσσα και Λογοτεχνία

Πως είναι δυνατό η παράδοση να επηρεάσει τη γλώσσα ενός λαού; Η γλώσσα δεν παύει  να είναι ένας ζωντανός οργανισμός, επομένως δέχεται επιδράσεις από τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες και το κοινωνικό στάτους γενικότερα. Στην Ελλάδα το βιώσαμε με την γλωσσική αντιπαράθεση ανάμεσα στη δημοτική και καθαρεύουσα, που σαφώς έκρυβε και τις κοινωνικοπολιτικές διαφοροποιήσεις των ανθρώπων. Ας παρακολουθήσουμε ένα άρθρο για μια παρόμοια κατάσταση σήμερα στις αραβικές χώρες.



Η ιδιαιτερότητα της αραβικής λογοτεχνίας

Πολύς ο λόγος για τις αραβικές εξεγέρσεις, και δικαίως. Μέσα από τις εξεγέρσεις αυτές, δεν αλλάζει μόνο ο αραβικός κόσμος, αλλά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ολόκληρος ο πλανήτης. Μια αλλαγή που ακόμα δεν ξέρουμε τι πρόσωπο θα πάρει στις χώρες αυτές, αλλά σίγουρα θα μεταβάλει εκ βάθρων όχι μόνο τις πολιτικοκοινωνικές και οικονομικές δομές, αλλά και την ίδια την κουλτούρα, τις στάσεις, τις νοοτροπίες, την τέχνη. Ελπίζοντας ότι θα διαψευσθούν όσοι εκφράζουν φόβους για μια επικείμενη ισλαμιστική στροφή τους και ποντάροντας στον εκδημοκρατισμό και την πολιτισμική τους αναγέννηση, ας αναφέρουμε κάτι μικρό αλλά μάλλον όχι ασήμαντο από τον κόσμο της λογοτεχνίας.
Σε μια στρογγυλή τράπεζα για τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Εγγύς Ανατολής διαμέσου της μετάφρασης, στο πλαίσιο της τρίτης συνάντησης Ελληνόφωνων μεταφρασεολόγων που διοργανώνει ανά διετία ο τομέας Μετάφρασης του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ και τείνει να γίνει θεσμός, η Πέρσα Κουμούτση, μια από τις λίγες, πολύ καλές μεταφράστριες που έχουμε από τα αραβικά, εξηγούσε πώς ορίζεται το εθνικό στις αραβικές λογοτεχνίες, εφόσον όλες χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα, την κλασική αραβική.
Ελεγε λοιπόν ότι η εθνική ιδιαιτερότητα περνά στους διαλόγους, ενώ η αφήγηση παραμένει στα κλασικά αραβικά - και είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αραβες θεωρούν τα καθομιλούμενα αραβικά «διαλέκτους», που συνήθως δεν γράφονται. Διτυπία λοιπόν αντίστοιχη με της ελληνικής στο παρελθόν κι αντανακλαστικά ο νους πηγαίνει στα πρώτα βήματα της νεοελληνικής πεζογραφίας, όταν το είδος επέβαλε την καθαρεύουσα και η δημοτική παρεμβαλλόταν λάθρα σχεδόν στους διαλόγους, του Βιζυηνού ή του Παπαδιαμάντη για παράδειγμα - τεκμήριο αυθεντικότητας και εντοπιότητας, προανάκρουσμα της επικράτησης στο μέλλον της λαϊκής γλώσσας στη λογοτεχνία εν γένει.
Υπαρκτή βέβαια η αναλογία, αλλά εξίσου υπαρκτή και μεγαλύτερη η διαφορά. Στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για μια γλώσσα με εκατομμύρια ομιλητές και για μια λογοτεχνία γραμμένη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της αραβικής επικράτειας στη μία αυτή γλώσσα, έστω και με τοπικά/εθνικά/διαλεκτικά στοιχεία στους διαλόγους. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει σε μια τέτοια κλίμακα αυτό που μας ανήγγειλε η Πέρσα Κουμούτση, ότι στην Αίγυπτο εκδόθηκε, εν μέσω μεγάλων αντιδράσεων, το πρώτο μυθιστόρημα γραμμένο εξ ολοκλήρου στη δημοτική;
Οσο κι αν οι εξελίξεις αυτές μάς φαίνονται οικείες, δεν μπορεί παρά να έχουν εντελώς διαφορετικές ερμηνείες στο πλαίσιο των αραβικών χώρων με τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες. Από την άλλη, αυτή η νέα, λαϊκή λογοτεχνία, στον βαθμό που θα υπερνικήσει τα εμπόδια της μακραίωνης παράδοσης, που κάθε άλλο παρά μικρά θα είναι, δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με τις βαθιές αλλαγές που συντελούνται σίγουρα εδώ και καιρό στις αραβικές χώρες και πρόσφατα έλαβαν τη μορφή της εξέγερσης. Οπως και να έχει, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αραβικός κόσμος είναι ένας κόσμος με πλούσια Ιστορία και παράδοση και η δυναμική του σε όλα τα επίπεδα, της λογοτεχνίας συμπεριλαμβανομένης, μπορεί σύντομα να μας εκπλήξει.
Της Τιτικας Δημητρουλια

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

ΒΙΒΛΙΟ - Ευφράδεια στον βορρά (διήγημα)

Ένα κείμενο - διήγημα της Αγγέλας Καστρινάκη για ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να παρασύρονται, αλλά ξέρουν και να αποτραβιούνται από αυτό που τους παρασύρει.Το αέναο παιχνίδι της λογικής και του συναισθήματος. Ο μαγικός κόσμος του ονείρου, αλλά και το εκτυφλωτικό φως της λογικής. Δύσκολο βέβαια, αλλά ίσως ο άνθρωπος της περιπέτειας πρέπει να είναι και ισορροπιστής. 
Aυτή, η αφηγήτρια, η Καίτη, ελληνίδα κάπου στο βορρά, στη Γερμανία. Αυτός, γερμανός, ο Ντίτερ, ένας συμπαθητικός μακρυκάνης. Κι ανάμεσά τους  μια γλυκιά περιπέτεια. Αλλά ανάμεσά τους και η γυναίκα του Ντίτερ. Ένα τρίγωνο, ένα ερωτικό τρίγωνο, σύμφωνα με την Ιψενική εκδοχή. Μόνο που μια πλευρά και μια γωνία πρέπει να εκλείψει. Και αυτή είναι η Καίτη.            Ας παρασυρθούμε λοιπόν........................



Του θύμισε να της μιλά λίγο πιο αργά για να τον καταλαβαίνει καλύτερα. «Ναι», είπε εκείνος και ξανάπιασε την ίδια φράση, επιβραδύνοντας την εκφορά. «Αυτή η λίμνη που βλέπεις γύρω απ' τον πύργο ήταν μια κανονική τάφρος. Τώρα έχουν ρίξει χώμα που συνδέει την είσοδο με τον έξω χώρο. Παλιά είχαν κινητή γέφυρα, ξύλινη, και τη σήκωναν σε περίπτωση ανάγκης».

Στη λιμνούλα, άλλοτε τάφρο, κολυμπούσαν τώρα πάπιες κι επέπλεαν υδρόβια φυτά. Ο πύργος με τα μικρά του παραθυράκια φωτιζόταν λοξά από το φως τού απομεσήμερου. Ήταν δροσερά κάτω απ' τα δέντρα. «Εκεί κάτω θα ψήνονται», σκέφτηκε η Καίτη και μακάρισε για άλλη μια φορά την τύχη της να βρίσκεται στο Βορρά Ιούλιο μήνα.

Έσκυψαν ξανά στο βιβλίο και διάβασαν μερικούς στίχους. Είχε άγνωστες λέξεις κι αυτός της εξηγούσε υπομονετικά, με τεράστιες παρεκβάσεις. Τα γόνατά του εξείχαν καμιά εικοσαριά πόντους πιο έξω απ' τα δικά της: τόσο το υπολόγισε, έτσι όπως καθόταν δίπλα του στο παγκάκι, και ήταν τόσο λεπτά τα πόδια του ώστε διακρινόταν το κόκαλο μέσα από το παντελόνι.

«Πάμε να περπατήσουμε;» της πρότεινε. Από τον πύργο είχαν αρχίσει να βγαίνουν κι οι άλλοι για βόλτα στο γύρω δασάκι. Μπήκαν στο αυτοκίνητό του. «Θα σε πάω σε μια αληθινή λίμνη» τής είπε.

Μόλις έξω απ' το χωριό, άρχιζαν δάση με ομοιόμορφα δέντρα πάνω σε ομαλά λοφάκια, που εναλλάσσονταν με πράσινα χωράφια. Σε όλο το μήκος του δρόμου υπήρχε ένα χαμηλό δίχτυ, καμιά εικοσαριά πόντους, «για τα βατράχια και τα άλλα μικρά ζώα», όπως της εξήγησε. Περπάτησαν σε ένα μονοπάτι ­ η ξύλινη πινακίδα στην αρχή τούς πληροφορούσε για όλες τις δυνατές κατευθύνσεις και τα χιλιόμετρα ­ κι έφτασαν στη λίμνη. Τα σκούρα μπλε μάτια του την κοιτούσαν διερευνητικά. Αν ήταν πολύ διεισδυτικά ή απλώς ασυνήθιστα, δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά.

Αλλά δεν είχε τόση σημασία.

Ήταν ωραίο και αναπάντεχο που περπατούσε με ένα λεπτό γίγαντα γύρω σε μια λίμνη του Βορρά, κάτω από ψηλόλιγνα δέντρα. «Πώς τα λέτε;» τον ρώτησε, αλλά αμέσως ξέχασε τη λέξη. Κάθισαν σε ένα παγκάκι.


Της το είπε με έναν τρόπο περίεργο. Δεν ήταν η κλασική δήλωση, όπως τη μαθαίνει κανείς στα βιβλία, όπως ακούγεται στα τραγούδια, όπως την ξέρει ακόμα και όποιος δεν γνωρίζει τίποτε άλλο σε αυτή τη γλώσσα. Ήταν μια άλλη διατύπωση, ίσως μια πιο σπάνια παραλλαγή, μπορεί και μια δική του εφεύρεση, μια προσωπική φράση. Να ήταν κάτι παραπάνω άραγε ή κάτι λιγότερο; «Μου είσαι τόσο αγαπητή», μετέφρασε στον νου της. Όχι, αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Κάτι άλλο υπήρχε σ' αυτή τη φράση, κάτι πιο ενδιαφέρον, που δεν αποδίδεται με ακρίβεια, και που δεν θα το μάθαινε, τουλάχιστον τώρα. Είχε ρίξει λοξά το κεφάλι και την κοιτούσε στα μάτια, το χέρι του άγγιζε θερμά το δικό της.

Χαμογελώντας του επανέλαβε τη φράση, προσθέτοντας στο τέλος «επίσης». Το λευκό του πρόσωπο φωτίστηκε κι έγινε ακόμα λευκότερο. Του ξαναείπε τη φράση, τοποθετώντας τώρα το «επίσης» σε άλλο σημείο. Έτσι ακουγόταν σωστότερα. Αυτός έσκυψε και τη φίλησε στην άκρη των χειλιών. Απορώντας, γύρισαν κι οι δύο να κοιτάξουν τη λίμνη που άστραφτε.

«Αλήθεια;».

«Αλήθεια!», είπε εκείνη. «Γιατί γελάς;».

«Η προφορά σου είναι θαύμα. Κάνε μου τη χάρη και ξαναπές το!».

Το ξαναείπε, προσπαθώντας να μιμηθεί τον δικό του τόνο. Πιασμένοι απ' το χέρι έκαναν τον γύρο της μικρής λίμνης. Το να φιληθούν ήταν κάπως περίπλοκο, γιατί εκείνος έπρεπε να σκύψει αρκετά, κι η ίδια να σηκωθεί στις μύτες. Είχε πολύ γούστο.

«Πάμε να φάμε κάπου οι δυο μας;».

Τον κοίταξε παραξενεμένη.

«Θα της τηλεφωνήσω να της πω ότι θα αργήσω».

Πήγαν σε ένα αγροτικό πανδοχείο με καμιά δεκαριά ξύλινους πάγκους κάτω απ' τα δέντρα. Ήπιε μια μπίρα σε πελώριο ποτήρι κι έφαγε, με μεγάλη περιέργεια, έναν κιμά σχεδόν ωμό ή μπορεί και ολότελα ωμό. Οι συμπατριώτες του γύρω θορυβούσαν, όπως θα έκαναν και οι δικοί της, αλλά αυτοί θορυβούσαν ακατάληπτα κι ήταν σαν πυρόξανθα τελώνια του παραμυθιού. Όλα ήταν πράγματι παράξενα, κι ιδιαίτερα ο Ντίτερ που της κρατούσε το χέρι όσο δεν ασχολιόταν με την πίπα του.

Όταν σηκώθηκαν, είχε βγει το φεγγάρι κι ο τόπος μύριζε φρεσκοκομμένο χόρτο. Παραπέρα υπήρχε στάβλος με αγελάδες.

Τις επόμενες μέρες το έσκαγαν συχνά από τον πύργο, όταν τέλειωναν τη δουλειά, και κάναν βόλτες στις γύρω εξοχές. Της άρεσε το μικρό του αυτοκίνητο, όπου με δυσκολία βόλευε τα μακριά του πόδια, και ο τρόπος που οδηγούσε. Κάτι διαφορετικό υπήρχε στις κινήσεις του, που απολάμβανε να το κοιτάει, της φαινόταν ­ και έτσι το ονόμαζε ­ «μια καλλιτεχνική ποιότητα». Έμαθε κι αυτή να φοράει πάντα τη ζώνη της.

Επισκέπτονταν μικρές μεσαιωνικές πόλεις κι έπιναν καφέ στα κάστρα. Τα χέρια τους, ακουμπισμένα δίπλα δίπλα, στα τραπέζια όπου έτρωγαν, είχαν τέτοια διαφορά χρώματος, σαν να ανήκαν σε άλλη φυλή. Εκείνος «λάτρευε το χρώμα της» και μεμψιμοιρούσε που δεν τον είχε δει ποτέ ο ήλιος της Μεσογείου.


Η Καίτη πήρε φόρα κι άρχισε να μιλά τη γλώσσα του, να κατασκευάζει έννοιες συνδυάζοντας δύο λέξεις μαζί κι έπειτα να ρωτάει «ήταν σωστό;», ενώ αυτός πάντα απαντούσε «ακριβώς». Δεν τον πίστευε, αλλά ενθουσιαζόταν με τη φλυαρία της. Ούτε στη γλώσσα της δεν μιλούσε τόσο. Για την ακρίβεια, στη γλώσσα της ειδικά δεν μιλούσε τόσο. Εκεί ζύγιζε με ζυγαριά ακριβείας τις λέξεις και διύλιζε προσεκτικά κάθε νόημα. Εδώ απολάμβανε μια χαρούμενη αυθαιρεσία. Είχε δικαίωμα να λέει οτιδήποτε. Κανένας ­ ούτε ο εαυτός της ­ δεν την έλεγχε αν ανταποκρίνεται ακριβώς στη σκέψη της ή στο αίσθημα. (Τι ένιωθε άλλωστε; Το ήξερε;). Οι λέξεις δεν είχαν πολύ βάρος κι έτσι έφευγαν γρήγορα απ' το στόμα της. Ο φόβος να μη λέει ανοησίες δεν υπήρχε. Τώρα ό,τι και να 'λεγε ήταν χαριτωμένο· ο Ντίτερ διαρκώς γελούσε. Οι κοινοτοπίες επιτρέπονταν. Πώς να μη λέει κανείς κοινοτοπίες, όταν βασική μέριμνά του είναι απλώς να εκφράζεται, να βάζει το ρήμα στη σωστή του θέση, να πετυχαίνει το γένος των ονομάτων και τη σωστή πτώση. Κι αφού αυτή έλεγε κοινοτοπίες· μπορούσε να λέει κι ο άλλος, δεν χρειαζόταν να είναι πάντα πολύ σοφός. Ποιος ξέρει άλλωστε αν ήταν ή αν δεν ήταν, αν ήταν βαθύνους ή λιγάκι απλοϊκός, αν ήταν πράγματι φορέας της βαθιάς κουλτούρας του τόπου του (μα πρέπει να ήταν!) ή διέθετε μόνο μια επαρκή μέση παιδεία. Ήταν ένας συμπαθητικός μακρυκάνης κι έλεγε πολύ τρυφερά στο αυτί της την ακατάληπτη φράση του. Α, ναι, αυτή η φράση ήταν η πιο ωραία εκδοχή της μεγάλης κοινοτοπίας. Η Καίτη είχε αρχίσει να βεβαιώνεται ως προς αυτό. Άλλωστε την επαναλάμβανε σαν ηχώ του, κι αυτό ήταν το πιο ωραίο. Του το είπε μια φορά:

«Σε όλη μου τη ζωή δεν το έχω πει τόσες φορές, όσο τις λίγες μέρες εδώ».

«Κι εγώ το ίδιο», είπε εκείνος.

Τόσες φορές: αυτό ήταν ήδη μια ανακρίβεια. Γιατί ήταν κάτι που συστηματικά απέφευγε στη γλώσσα της ή το έλεγε διστακτικά και πιέζοντας τον εαυτό της, ενώ εδώ έβγαινε αυθόρμητα, με μια πρωτόγνωρη εντυπωσιακή άνεση. Σαν να 'ταν γεννημένη με μια παραλλαγή της φράσης «σ' αγαπώ» στα χείλη. Ήταν τόσο ευχάριστο το αίσθημα, ώστε κάποτε ονειρευόταν ­ το έβλεπε στον ύπνο της, πράγματι ­ να μην ξανακατέβει κάτω στην πατρίδα και στη γλώσσα της· εδώ πάνω ήταν πολύ ωραία, πολύ ευχάριστα, πολύ ελεύθερα.

Το βράδυ καθυστερούσαν αρκετές φορές τον αποχαιρετισμό μέσα στο αυτοκίνητό του. Της άρεσε να ψηλαφεί τις αρθρώσεις του, να φέρνει γύρω τους τονισμένους κόμπους του σώματός του. Το φεγγάρι εν τω μεταξύ διένυε σεβαστή απόσταση πίσω απ' τα φυλλώματα.

Μια νύχτα βρέθηκαν κάτω από τα φουσκωτά παπλώματα ενός πανδοχείου. Αυτός γελούσε όλη την ώρα καλόκαρδα. Κι η Καίτη αναρωτιόταν αν η παιδική του διάθεση είχε να κάνει με το πελώριο οστεώδες σώμα του, που δεν ήταν εύκολο ίσως να το κατευθύνει, ή ήταν κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τελωνίων του Βορρά. Μια στιγμή σκέφτηκε και τη θρησκεία, στις ασυνείδητες επιρροές της, γιατί ­ από όσο είχε εννοήσει με τα λόγια ­ ήταν κι εκείνος στα θρησκευτικά εξίσου αδιάφορος. Πάντως η ωραία ακατάληπτη φράση ακουγόταν με γλυκιά συχνότητα και κυρίως λεγόταν απ' την ίδια. Α ναι, το καλύτερο ήταν που μπορούσε επιτέλους να μιλάει. Ο γλωσσοδέτης είχε ως εκ θαύματος λυθεί.

«Λέω να μείνω εδώ», του είπε κάποτε χαμογελώντας.

Εκείνος το σκέφτηκε παραπάνω από όσο όφειλε:

«Ή να κατέβω εγώ στα μέρη σου», είπε.

Αυτή η εκδοχή δεν της ήταν, πάντως, το ίδιο ευχάριστη.


Μια μέρα την πλησίασε με ύφος παράξενο:

«Η γυναίκα μου θέλει να σε γνωρίσει», είπε.

Η Καίτη έμεινε να κοιτάζει το βιβλίο που εκείνη τη στιγμή κρατούσε στα χέρια της.

«Κι εγώ το σκεφτόμουν», είπε τέλος.

Έκλεισαν λοιπόν μέσω του Ντίτερ ραντεβού σε ένα ζαχαροπλαστείο στην πλατεία της γειτονικής πόλης.

«Πες της πως θα φοράω ριγέ μπλούζα».

Η κυρία που την πλησίασε φαινόταν να κρατά την αυτοκυριαρχία της περισσότερο από την Καίτη, που αισθανόταν να έχει γίνει κατακόκκινη.

«Είκοσι μέρες τώρα είναι εξαφανισμένος», είπε. «Σκέφτηκα να γνωρίσω αυτήν που τόσο τον απασχολεί».

Μιλούσε αργά και καθαρά, όχι υπερβολικά αργά, σαν να απευθύνεται σε ξένη, αλλά με μια ταχύτητα που έμοιαζε να είναι η φυσική της. Ο τόνος της ήταν ίδιος με του Ντίτερ· τα σύμφωνα έβγαιναν λεία απ' το στόμα της απαλύνοντας κάθε τραχύτητα της γλώσσας.

«Σε μια βδομάδα φεύγω», έκανε αμήχανα η Καίτη.

Η άλλη χαμογέλασε, κι η Καίτη βαθύτατα απόρησε τι γύρευε αλήθεια ο Ντίτερ μαζί της τρεις βδομάδες. Όλα όσα είχαν ζήσει τής φάνηκαν αιφνιδίως μη πραγματικά, σαν να είχαν συμβεί μέσα σε όνειρο. Δεν θυμόταν τίποτα από όσα είχαν ειπωθεί ανάμεσά τους κι όλες οι βόλτες τα απομεσήμερα και τα βράδια ήταν σαν να είχαν συμβεί σε άλλο πρόσωπο.

«Πες μου, τον θέλεις αληθινά;», ρώτησε η γυναίκα του Ντίτερ και η φωνή της ελαφρώς έσπασε.

Η Καίτη συγκρατήθηκε για να μη φωνάξει «όχι». Ξαφνικά άλλωστε και το «όχι» στην ξένη γλώσσα τής φάνηκε εξίσου ψεύτικο με το «ναι». Ήθελε να της πιάσει το χέρι και να της πει χαμηλόφωνα στα ελληνικά «μην ανησυχείς», αλλά αντί γι' αυτό κοιτούσε τον καφέ που της είχαν φέρει άφωνη. Ωστόσο έπρεπε να μιλήσει το συντομότερο:

«Ήταν ευχάριστο», είπε, «αλλά εδώ τελειώνει. Έχει τελειώσει κιόλας».

Άκουγε τη φωνή της και παράλληλα αναρωτιόταν σαν πόσα λάθη να έκανε άραγε σε αυτές τις λίγες φράσεις. Τίποτα δεν ακουγόταν στη σωστή του θέση. Η άλλη ωστόσο φαινόταν κάπως ανακουφισμένη.

«Άραγε να σκέφτεται κι εκείνος το ίδιο;» είπε σαν μιλώντας στον εαυτό της.

«Μου φαίνεται, ναι», έκανε η Καίτη κουνώντας καταφατικά το κεφάλι.

Η γυναίκα του Ντίτερ βάλθηκε να μιλάει για τη ζωή τους, για τη δουλειά της και για ένα ταξίδι που είχαν προγραμματίσει και που δεν ήξερε, τώρα, αν θα πραγματοποιούνταν. Είχε πάντα τον ίδιο ήρεμο τόνο και την ελαφριά επιβράδυνση, που η Καίτη την εκλάμβανε σαν τρυφερή χειρονομία προς εκείνη. Μίλησε κι η ίδια για τη χώρα της και πόσο της άρεσε εδώ, στον δροσερό και πράσινο τόπο, με τα περιποιημένα χωριά και τις καλοχτισμένες πόλεις, όπου προστατεύεται το περιβάλλον και υπάρχει μέριμνα ακόμα και για τα βατράχια των αγρών.

«Δεν είναι πάντα έτσι», παρατήρησε η γυναίκα του Ντίτερ.

«Ναι», είπε η Καίτη, «πράγματι, κι εγώ άλλωστε δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά απ' την Ελλάδα».

Έδωσαν τα χέρια.

«Μιλάς καλά γερμανικά. Μπράβο!».

Η Καίτη δαγκώθηκε και παρέμεινε πάλι βουβή στη φιλοφρόνηση.

Ο Ντίτερ ξαφνιάστηκε αρχικά με την αλλαγή της, αλλά δεν δυσκολεύτηκε να την καταλάβει. Του την εξήγησε κιόλας, μιλώντας σχεδόν με ευφράδεια. Κι εκείνος, είπε, είχε συλλάβει τον εαυτό του να γοητεύεται από την ίδια την επιθυμία του να της μάθει τη γλώσσα, και να θέλγεται ιδιαίτερα από τα λάθη της και από την τραγουδιστή προφορά της, όπως απ' το σκούρο δέρμα της. Η Καίτη πολύ τον εκτίμησε. Γιατί εκτός που ήξερε να παρασύρεται, ήξερε και να βλέπει τον εαυτό του από απόσταση. Τον αποχαιρέτησε συγκινημένη. Ανακάλυπτε τώρα την πιο σημαντική τους ομοιότητα.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Πρόγραμμα Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου

 
Το Φεστιβάλ είναι αφιερωμένο φέτος στη μουσική του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Στα τραγούδια του θεού, στα κείμενά του.

Όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ, που διοργανώνουν ο δήμος Καβάλας σε συνεργασία με το δήμο Θάσου “τα επτά σημεία, οι επτά τόποι του Φεστιβάλ θα υποδεχτούν, σύνθετες, μουσικούς, τραγουδιστές, τραγουδοποιούς, ηθοποιούς. Όλοι θα κρατούν στην αγκαλιά τους ένα μπουκέτο, ένα κείμενο από τον κήπο του Παπαδιαμάντη. Κάθε δημιουργός, μαζί με το προσωπικό του έργο, θα φέρει, θα παρουσιάσει στη γιορτή και το δώρο του. Με τον τρόπο που αγαπά. Θα το ξεδιπλώσει, θα το απλώσει, θα μας το δώσει. Θα γιορτάσουμε, μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα, τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Το Φεστιβάλ θα απλωθεί στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, στο Απεντομωτήριο (στον προαύλιο χώρο), στο Κάστρο, στην Παλιά Μουσική, κάτω από τον Φάρο, στο Λιμάνι, στο θεατράκι του Μωχάμετ Άλη. Αλλά και σε ναούς, ταβέρνες και καΐκια, εκεί όπου άγιασε ο Παπαδιαμάντης.
Στο φέρι της γραμμής «ΚΑΒΑΛΑ –ΠΡΙΝΟΣ»
Στη Θάσο – μιας και το φετινό Φεστιβάλ ξαναγίνεται Φιλίππων – Θάσου”.


Έναρξη με τον Σταύρο Ξαρχάκο
Η έναρξη του Φεστιβάλ θα γίνει στις 2 Ιουλίου, στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων με τη μεγάλη συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου. Ένα πρόγραμμα με έργα Χατζιδάκη,Θεοδωράκη, Ξαρχάκου. Και ερμηνευτές τον Γιάννη Χαρούλη και τη Νατάσσα Μποφίλιου. Ο ίδιος ο συνθέτης θα μελοποιήσει και θα παρουσιάσει ένα κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποκλειστικά για το Φεστιβάλ.

Στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων οι τρεις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου:
«Σκηνοβάτες» (29 & 30 Ιουλίου), σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή
«Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη (12 & 13 Αυγούστου) σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού
«Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα (22 Αυγούστου), από την Παιδική Σκηνή, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά.

Το Κ.Θ.Β.Ε. με τη θερινή του παραγωγή – αφιέρωμα στα πενήντα χρόνια της ιστορίας του – μιας ιστορίας η οποία σχετίζεται άμεσα με την ιστορία του Φεστιβάλ Φιλίππων. «Μικρά Διονύσια» σε σύνθεση κειμένων Κώστα Γεωργουσόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα & Γρηγόρη Καραντινάκη (21, 22 Ιουλίου).


Επίσης, στους Φιλίππους:
«Υπηρέτης δύο Αφεντάδων» του Κάρλο Γκολντόνι (16 & 17 Ιουλίου), με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης
«Οθέλλος» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (24 & 25 Ιουλίου) με τον Γιώργο Κιμούλη και τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη σε συνεργασία με την Culture Factory
«Ειρήνη» του Αριστοφάνη (5 & 6 Αυγούστου) με τον Πέτρο Φιλιππίδη από τη Θεατρική Διαδρομή
«Άμλετ» του Σαίξπηρ (9 Ιουλίου) με τον Αιμίλιο Χειλάκη σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη από την 5η εποχή


Λήξη του Φεστιβάλ
Συναυλία Μαρία Φαραντούρη – Αλκίνοος Ιωαννίδης στις 20 Αυγούστου. Αποκλειστικά για την συγκεκριμένη παράσταση ο Αλκίνοος Ιωαννίδης θα μελοποιήσει από το ΙΖ κεφάλαιο έως το φινάλε, τη «Φόνισσα», που θα αποδώσει η Μαρία Φαραντούρη.


Στην πόλη της Καβάλας
στο Κάστρο…
«Αλαφροΐσκιωτοι»: Η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου θα παρουσιάσει το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Αλαφροΐσκιωτοι» σε σκηνοθεσία της καθηγήτριάς τους, Μαριτίνας Πάσσαρη. Παραγωγή – Παραγγελία Φεστιβάλ Φιλίππων (20 & 21 Ιουλίου)

κάτω από τον Φάρο, μέσα στη θάλασσα…
«Όνειρο στο κύμα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Η Λυδία Φωτοπούλου με την Λίλα και τον Δημήτρη Σωτηρίου και δύο χορευτές θα παρουσιάσουν το «Όνειρο στο κύμα».
Παραγωγή – Παραγγελία Φεστιβάλ Φιλίππων (10 Αυγούστου)

στο Απεντομωτήριο… (στον προαύλιο χώρο)
«Ο Αμερικάνος» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο Θανάσης Σαράντος θα παρουσιάσει το έργο «Ο Αμερικάνος», στο Απεντομωτήριο (27 Ιουλίου)
«Θαλασσινοί Έρωτες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Σκηνοθεσία Μίρκα Γεμεντζάκη (17 Αυγούστου)

στο Κάστρο…
Δήμητρα Γαλάνη & Vassilikos – Συναυλία (18 Ιουλίου)

στις φυλακές του Κάστρου…
Η μουσική ομάδα ήχων της Καβάλας Αθύρ παρουσιάζει την παράστασή της στις φυλακές του Κάστρου
στο φέρι Καβάλα – Θάσος…
Οι ηθοποιοί Νένα Μεντή, Ελένη Κοκκίδου, Μάκης Παπαδημητρίου, Δημήτρης Λιγνάδης, Σοφία Φιλιππίδου και Νίκος Κουρής διαβάζουν κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για τη Θάλασσα. Τα βάσανα, τους έρωτες, τους καημούς της. Στο φέρι μπόουτ της γραμμής ΚΑΒΑΛΑ – ΘΑΣΟΣ, που θα ναυλωθεί και θα διασκευαστεί ειδικά για την περίσταση (31 Ιουλίου ή 1 Αυγούστου)
σε ναούς *, ταβέρνες ** …
Οι ηθοποιοί Μηνάς Χατζησάββας, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκος Καραθάνος, Γιώργος Γάλλος διαβάζουν κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε προαύλια ναών και σε ταβέρνες. (14 Αυγούστου)
(* Αγ. Ιωάννης, Παναγία, Προφήτης Ηλίας)
(** οι χώροι των παραστάσεων θα ανακοινωθούν σύντομα)
Συναυλία του μουσικού σχήματος «Εν Χορδαίς». Ένα ταξίδι στον μουσικό κόσμο του Παπαδιαμάντη, μέσα από τραγούδια και μουσικές εμπνευσμένες από το έργο του, καθώς και νέες συνθέσεις μελών του, που εμπνέονται από αυτό. Θεατράκι Μωχάμετ Άλη (8 Αυγούστου)
στο λιμάνι της πόλης, πλάι στους Αιγύπτιους ψαράδες…
Μουσικοί από την Καβάλα – και μαθητές (όπως και στο περυσινό αφιέρωμα για τονΓιώργο Χειμωνά) θα διαβάσουν κείμενα και θα τραγουδήσουν πάνω στα σταθμευμένα καΐκια στο λιμάνι της πόλης, πλάι στους Αιγύπτιους ψαράδες.
Η ερασιτεχνική θεατρική ομάδα X-οδός της Καβάλας θα παρουσιάσει μια παράσταση βασισμένη σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη.
Οι αδελφοί Πέτρος και Γρηγόρης Παπαεμμανουήλ και η Βυζαντινή Χορωδία «Δομέστικοι της Δράμας» θα παρουσιάσουν τον «Βυζαντινό Παπαδιαμάντη». Παλιά Μουσική (11 Ιουλίου)
στην Παλιά Μουσική…
«Έρμη στα ξένα». Ο Βασίλης Παπαβασιλείου διαβάζει το διήγημα του Α. Π. «Έρμη στα ξένα».
«Υπό την βασιλικήν δρύν». Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης διαβάζει το διήγημα του Α. Π. «Υπό την βασιλικήν δρύν»
* η ημερομηνία θα ανακοινωθεί σύντομα
Μάνος Ελευθερίου
Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος
Βασίλης Βασιλικός

Ειδικά για το Φεστιβάλ…
Όπως τα προηγούμενα δύο χρόνια, ο Μάνος Ελευθερίου και ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος γράφουν και παρουσιάζουν κείμενα, ειδικά για το Φεστιβάλ. Εφέτος, γράφει και παρουσιάζει το κείμενο του «Η Θάσος του Παπαδιαμάντη» ο Βασίλης Βασιλικός.
Το Φεστιβάλ ξαναγίνεται «Φιλίππων-Θάσου»
Παλιά Μουσική (6 Ιουλίου)
Η Πειραματική Σκηνή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας θα παρουσιάσει μια δική του παραγωγή – αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη.
Κάστρο (4 & 5 Αυγούστου)
* Ενδεχομένως να υπάρξουν μικρές αλλαγές σε ημερομηνίες ή σε χώρους παραστάσεων.

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΘΑΣΟΥ
«Άμλετ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (16 Ιουλίου) με τον Αιμίλιο Χειλάκη σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη (5η εποχή)
«Υπηρέτης δύο Αφεντάδων» του Κάρλο Γκολντόνι (23 Ιουλίου), με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα (ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης)
«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του Γεωργίου Βιζυηνού (27 Ιουλίου) σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη
«Σκηνοβάτες» (3 Αυγούστου) σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή (Εθνικό Θέατρο)
«Ειρήνη» του Αριστοφάνη (7 Αυγούστου) με τον Πέτρο Φιλιππίδη (Θεατρική Διαδρομή)
«Το γάλα» (10 Αυγούστου) του Βασίλη Κατσικονούρη, σε σκηνοθεσία Άννας Βαγενά (Θέατρο “Μεταξουργείο”)
«Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη (17 Αυγούστου) σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού (Εθνικό Θέατρο)
«Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα (22 Αυγούστου) σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά (Παιδική Σκηνή Εθνικού Θεάτρου)

ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΘΑΣΟΥ
«Αλαφροΐσκιωτοι». Η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου θα παρουσιάσει το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Αλαφροΐσκιωτοι» σε σκηνοθεσία της καθηγήτριάς τους, Μαριτίνας Πάσσαρη
* η ημερομηνία θα ανακοινωθεί σύντομα


ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ
Δήμητρα Γαλάνη – Vassilikos (20 Ιουλίου)
Χειμερινοί Κολυμβητές – Αργύρης Μπακιρτζής (30 Ιουλίου)
(Ο Μιχάλης Σιγανίδης Θα παρουσιάσει ειδικά για το Φεστιβάλ μια σύνθεση του για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη)

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Ντέιμιεν Χερστ

Το βιβλίο Ο ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ του Μισέλ Ουελμπέκ αρχίζει με μια περιγραφή ενός ζωγραφικού πίνακα του πρωταγωνιστή-καλλιτέχνη στον οποίο παριστάνει τον Ντέιμεν Χερστ με τον Τζεφ Κουνς: "Τον Χερστ, κατά βάθος, ήταν εύκολο να τον πιάσει: μπορούσε να τον κάνει βάναυσο, κυνικό του τύπου έχω τόσα λεφτά που σας χέζω όλους. Μπορούσε να τον κάνει επαναστατημένο καλλιτέχνη (ωστόσο πλούσιο) που εργάζεται στοιχειωδώς με θέμα τον θάνατο. Τέλος πάντων το πρόσωπό του είχε κάτι αιματώδες και βαρύ, τυπικά εγγλέζικο, που τον έκανε να μοιάζει με οπαδό της Άρσεναλ. Με δυο λόγια είχε διάφορες όψεις που όμως μπορούσαν να συνδυαστούν σε ένα συνεκτικό, αντιπροσωπευτικό πορτρέτο ενός Βρετανού καλλιτέχνη της γενιάς του". Αυτά σχετικά με τη μυθοπλαστική προσέγγιση του Χερστ.


Ο Ντέιμιεν Χερστ είναι βρετανός καλλιτέχνης (γενν.1965), ο πιο γνωστός εκπρόσωπος της ομάδας σύγχρονης τέχνης "Νέοι Βρετανοί Καλλιτέχνες". Το θέμα που κυριαρχεί στη δουλειά του Χερστ είναι ο θάνατος και γενικά η αισθητική του θανάτου. Στην πιο γνωστή σειρά των έργων του Φυσική Ιστορία, πτώματα ζώων διατηρούνται, μερικές φορές τεμαχισμένα στα δύο, σε δεξαμενές με φορμαλδεϋδη. 



Το 1994 ο Χερστ διοργάνωσε μια έκθεση νέων καλλιτεχνών στη γκαλερί Σέρπανταϊν του Λονδίνου.  η οποία σημείωσε τεράστια επιτυχία και απογείωσε τη φήμη του. Στην έκθεση ο Χερστ συμμετείχε με δύο έργα, το ένα από τα οποία με τίτλο the physical impossibility of death in the mind of someone living (=Το φυσικό αδύνατο του θανάτου στο μυαλό κάποιου που ζει) αποτελούνταν από μια γυάλινη δεξαμενή η οποία περιείχε έναν τεράστιο καρχαρία 4 μέτρων διατηρημένο σε φορμαλδεϋδη.




 Σε έκθεση στην γκαλερί Τέιτ το 1995 παρουσίασε μερικά από τα πιο κλασσικά έργα του, με βασικό θέμα τη φθορά και την αποσύνθεση, συμπεριλαμβανομένου του Mother and child divided, το οποίο αποτελούνταν από τέσσερις δεξαμενές από γυαλί και ατσάλι οι οποίες περιείχαν τεμαχισμένα κομμάτια αγελάδας διατηρημένα στη φορμόλη.




Στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζεται ώς τα τέλη Ιουλίου η ενότητα των έργων του Ντέιμιαν Χερστ  με τίτλο «Νew Religion», σε επιμέλεια της Αρτέμιδος Ποταμιάνου. Περιλαμβάνει κυρίως μεταξοτυπίες, ένα γλυπτό και μία εγκατάσταση με φωτογραφίες. Στα περισσότερα έργα της έκθεσης, ονόματα Αποστόλων και κεφάλαια της Βίβλου εικονογραφούνται με χάπια και μπουκαλάκια για φαρμακευτικά σκευάσματα. Το μόνο που απουσιάζει είναι τα νεκρά ζώα στη φορμόλη.



 
– Πώς αποφασίσατε να κάνετε μια έκθεση με θέματα θρησκευτικά;
– Η επιστήμη είναι η νέα θρησκεία. Σε αυτήν καταφεύγουν συχνά οι σημερινοί άνθρωποι για να βρουν ανακούφιση από τον σωματικό ή υπαρξιακό πόνο, για να εξασφαλίσουν καλύτερη υγεία, παντοτινή νεότητα, να ζητήσουν προστασία, να νιώσουν –έστω και ως ψευδαίσθηση που διαρκεί όσο η επήρεια ενός χαπιού– δυνατοί. Η θρησκεία, η επιστήμη, η τέχνη και ο έρωτας είναι με τον τρόπο τους ένα φωτεινό μονοπάτι, που υποτίθεται ότι μας καθοδηγεί μέσα στα σκοτάδια της ύπαρξης. Στην εποχή μας, η επιστήμη φαίνεται σχεδόν να υπερνικάει τα υπόλοιπα.
– Τα χάπια αποπνέουν την αίσθηση της ψυχρότητας που νιώθουμε να μας διαπερνά σε ένα νοσοκομείο. Η θρησκεία, αντιθέτως, συνδέεται με το συναίσθημα, με τη θέρμη. Δεν βρίσκονται σε αντιπαράθεση;
– Ηθελα ακριβώς να δείξω ότι δεν είναι τόσο ξένες οι έννοιες της θρησκείας και της επιστήμης, να διερευνήσω τα μεταξύ τους σύνορα, που φέρνουν πιο κοντά το ψυχρό και το κλινικό με το συναίσθημα και την πίστη. Εικόνες χαπιών αντί Αποστόλων, σκευάσματα με μεταφυσικές προεκτάσεις. Ολα πια είναι μπλεγμένα στις ημέρες μας.
– Πολλοί από τους επισκέπτες της έκθεσης μάλλον περιμένουν να δουν ζώα μέσα σε φορμόλη. Αντ’ αυτού είναι σαν να έχουν πάει σε συνέδριο φαρμακευτικών ειδών. Λέτε να απογοητευτούν;
– Η λογική της έκθεσης είναι ότι πρόκειται για μια ενότητα έργων που μπορεί να ταξιδέψει πολύ εύκολα από χώρα σε χώρα χωρίς μεγάλο κόστος μεταφοράς και ασφαλίστρων. Το κεντρικό της έκθεμα είναι ένα μεγάλο κουτί με συρτάρια, το οποίο συνοδεύεται από πολλές μεταξοτυπίες. Δεν είναι ένα αναδρομικό αφιέρωμα, αλλά μια γεύση της δουλειάς μου που εμπεριέχει ωστόσο όλα τα θέματα που με απασχολούν.
– Στη Θεσσαλονίκη, η έκθεσή σας έχει ορισμένες εικόνες που κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν προσβλητικές. Τι θα κάνατε αν ένας πιστός κατέστρεφε ένα έργο σας.
– Θα το επιδιόρθωνα. Στο Μεξικό είχα κάνει μια έκθεση με τίτλο «Ο θάνατος του Θεού» και είχα μιλήσει με τις θρησκευτικές αρχές, για να μη δημιουργηθούν θέματα. Οταν ένας καλλιτέχνης έχει στο μυαλό του μια ιδέα, ό,τι και αν του πουν δεν μπορούν να τον σταματήσουν. Θα βρει χιλιάδες άλλους τρόπους να πει το ίδιο πράγμα. Μπορώ να βγάλω τους σταυρούς και να ξαναπώ το ίδιο.
– Ποια είναι η άποψή σας για την αγορά της τέχνης, την οποία ξαφνιάσατε με την προσωπική δημοπρασία των έργων σας το 2008 από τον οίκο Sotheby’s; Πολλοί πιστεύουν ότι οι καλλιτεχνικές αξίες πια υπαγορεύονται από συμφέροντα, ότι οι επιμελητές και οι έμποροι στήνουν ολόκληρα χρηματιστηριακά παιχνίδια.
– Δεν συμφωνώ. Ολοι είναι χρήσιμοι στο στερέωμα της τέχνης, παρότι ορισμένοι νόμιζαν ότι ήθελα να καταργήσω τους ενδιάμεσους κρίκους, δημοπρατώντας μόνος τα έργα μου. Οι πλειστηριασμοί έργων από ζώντες καλλιτέχνες είναι το επόμενο βήμα στην αγορά της τέχνης. Ετσι και αλλιώς, ζούμε σε μια καπιταλιστική κοινωνία.
Νομίζω ότι ο Καρλ Μαρξ είχε πει πως ο λόγος για τον οποίον αγοράζεται η τέχνη είναι πως κάποιοι πιστεύουν ότι θα επενδύουν χρήματα σε ένα σκοπό που θα τους αποφέρει ακόμη περισσότερα. Αν όμως η τέχνη είναι κάτι ανεκτίμητο και μοναδικό, όσα λεφτά και αν δώσεις για να την αγοράσεις, πάλι κερδισμένος είσαι.
-– Παρακολουθείτε ειδήσεις; Ξέρετε τι συμβαίνει στην Ιαπωνία, στην Ελλάδα, στη Συρία, αυτήν τη στιγμή;
– Εχω επαφή με την ειδησεογραφία, όμως ένας καλλιτέχνης βλέπει τα πράγματα συχνά από μια οικουμενική ή αισθητική πλευρά. Βλέπεις, λ.χ., μια φωτογραφία στην εφημερίδα με μια γυναίκα να ουρλιάζει, και σου κολλάει η εικόνα στο μυαλό, λες μέσα σου να κάνω ένα έργο γι’ αυτό, και μετά η είδηση έχει περάσει. Με ενδιαφέρει πιο πολύ να αποτυπώσω την πανανθρώπινη φρίκη, τον διαχρονικό φόβο και όχι μεμονωμένα περιστατικά του που συμβαίνουν τώρα. Κάποτε ήθελα να κάνω ένα πίνακα με τη φράση «Ο Τόνι Μπλερ είναι ψεύτης». Μα όλοι τους οι πολιτικοί είναι ψεύτες. Τι αξία θα είχε τελικά; Η εικόνα ενός χάμπουργκερ μου φαίνεται πιο διαχρονική από έναν τέτοιο σχολιασμό.
– Ο Μπλερ πάντως εκμεταλλεύτηκε την αύρα της Cool Britania, του ρεύματος της δεκαετίας του ’90, με τους Young British Artists στους οποίους ανήκατε. Τότε ήσασταν πολύ πιο κοντά και με τον συλλέκτη Σαάτσι.
– Ο Μπλερ όπως και ο συλλέκτης Σαάτσι έπαιξαν ρόλο στο να δημιουργηθεί η Cool Britania. Η τέχνη δεν δημιουργείται ποτέ στο κενό ούτε συλλαμβάνεται με τεχνητή γονιμοποίηση. Οι Young British Artists ήταν απότοκο της εποχής της Θάτσερ. Οταν εξετάζεις την ιστορία, καταλήγεις σε πολύ πιο χρήσιμα συμπεράσματα αν μία από τις παραμέτρους της έρευνας είναι και η τέχνη.
– Τι θα λέγατε στους κατοίκους μιας χώρας με οικονομική κρίση;
– Το αυτονόητο. Βγάλτε λεφτά.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

ΒΙΒΛΙΟ - βραβείο Orange


Το βραβείο Orange δημιουργήθηκε το 1996 και βραβεύει γυναίκες συγγραφείς από όλο τον κόσμο για την καλύτερη νουβέλα της χρονιάς γραμμένη στα αγγλικά από γυναίκα. Η νικήτρια λαμβάνει δώρο μία επιταγή 30.000 δολαρίων.

Σε μια πρωτοεμφανιζόμενη και μόλις 25 ετών συγγραφέα, την Τέα Ομπρεχτ, απονεμήθηκε το εφετινό λογοτεχνικό βραβείο Οραντζ 2011. 



Η συγγραφέας, που γεννήθηκε στο Βελιγράδι και ζει στη Νέα Υόρκη, έκανε την έκπληξη και πλέον γίνεται η πιο νέα ηλικιακά νικήτρια στη δεκαεξάχρονη ιστορία του σημαντικού αυτού βραβείου, το οποίο κάθε χρόνο τιμά μια γυναίκα συγγραφέα για το καλύτερο και πιο πρωτότυπο μυθιστόρημα γραμμένο στην αγγλική γλώσσα.
To πρώτο μυθιστόρημά της με τίτλο «The tiger's wife» (Η γυναίκα του τίγρη) απέσπασε τα εγκωμιαστικά σχόλια της κριτικής επιτροπής στην τελετή που έγινε στο Royal Festival Hall του Λονδίνου, το βράδυ της Τετάρτης 8 Ιουνίου.
Η Μπέτανι Χιουζ, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, είπε ότι αυτό το πραγματικά «νέο λογοτεχνικό ταλέντο» έγραψε ένα «πολύ θαρραλέο βιβλίο». «Ψάχναμε ένα βιβλίο που να το διακρίνει ένα είδος αλχημείας, που θα άλλαζε εμάς τους ίδιους ως αναγνώστες αλλά και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο. ''Η γυναίκα του τίγρη'' το καταφέρνει αυτό, είναι ένα πολύ ξεχωριστό βιβλίο».
Η βράβευση της Ομπρεχτ (συνοδεύτηκε και με το χρηματικό έπαθλο των 30.000 στερλινών) είναι πράγματι αξιοπρόσεκτη. Κυρίως εξαιτίας της ηλικίας της αλλά και του γεγονότος ότι κέρδισε τελικά την ιρλανδή Εμα Ντόναχιου και το μυθιστόρημά της «Το δωμάτιο» (Ψυχογιός, 2011) που μέχρι την τελευταία στιγμή εθεωρείτο το φαβορί στη βραχεία λίστα (η Ντόναχιου ήταν και στην τελική λίστα του Μπούκερ 2010), όπως επίσης και το δυνατό μυθιστόρημα της αμερικανίδας Νικόλ Κράους, «Great House», που αναμένεται τους επόμενους μήνες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Οι εκδότες της Τέα Ομπρεχτ είχαν το χειρόγραφο του βιβλίου από το 2008, όταν ακόμα η συγγραφέας παρακολουθούσε τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. H ίδια ήρθε για πρώτη φορά στο επίκεντρο των λογοτεχνικών συζητήσεων πέρυσι, όταν το αμερικανικό περιοδικό «New Yorker» τη συμπεριέλαβε (και εκεί ως νεότερη) στη λίστα των καλύτερων συγγραφέων κάτω των 40 ετών, μόνο με μερικά διηγήματά της δημοσιευμένα.
Η Τέα Ομπρεχτ γεννήθηκε το 1985 στο Βελιγράδι της ενωμένης τότε Γιουγκοσλαβίας και μετά τις πολεμικές συρράξεις έφυγε με τους γονείς της για την Κύπρο και ακολούθως για την Αίγυπτο, πριν τελικά μεταναστεύσουν όλοι για τις ΗΠΑ όταν η συγγραφέας ήταν 12 ετών.
«Η γυναίκα του τίγρη» ασχολείται με τη φρίκη και τις συνέπειες των εμφύλιων συγκρούσεων στα Βαλκάνια συνταιριάζοντας μια φαντασία (μυθικών και φολκλορικών διαστάσεων) με τον πιο σκληρό ρεαλισμό. Στο μυθιστόρημα περιγράφεται η (μάλλον αυτοβιογραφική) κοπιαστική προσπάθεια μιας νεαρής γιατρού, της Νατάλια, να βρει τον πολυαγαπημένο της παππού αλλά και μια σχεδόν σουρεαλιστική ιστορία ενός τίγρη που δραπετεύει απ' έναν τοπικό ζωολογικό κήπο και σπέρνει τον τρόμο στους κατοίκους του χωριού Γκαλίνα με τις νυχτερινές επιδρομές του».
Η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής συνέχισε λέγοντας ότι «το βιβλίο μας υπενθυμίζει πόσο εύκολα μπορούμε να κυλήσουμε στη βαρβαρότητα, όπως επίσης το εύρος και το βάθος της ανθρώπινης αγάπης. «Η Ομπρεχτ ανυψώνει τη μυθοπλασία και μας βοηθά να θυμόμαστε ότι ακριβώς οι ιστορίες, που αφηγούμαστε για τους εαυτούς μας και τους άλλους είναι αυτές που κάνουν εμάς αυτό που είμαστε και τον κόσμο αυτό που είναι». 


Στο παρελθόν το βραβείο έχουν λάβει σημαντικές συγγραφείς: 

Μπάρμπαρα Κινγκσλόβερ (2010)
Μέριλιν Ρόμπινσον (2009)
Ρόουζ Τριμέιν (2008)
Τσιμαμάντα Αντίτσι το 2007 για το «Δακρυσμένος ήλιος» (Ψυχογιός, 2008)
Ζέιντι Σμιθ το 2006 για το «Στην ομορφιά που χάνεται» (Ψυχογιός, 2007)
Λάιονελ Σράιβερ το 2005 για το «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» (Μεταίχμιο, 2010)
Αντρεα Λίβι το 2004 για το «Μικρό νησί» (Μίνωας, 2005)

Πρώτη βραβευθείσα το 1996 ήταν η Ελεν Ντάνμορ με το «Ανάμεσα σε δύο κόσμους» (Ψυχογιός, 1998).

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Άνσγουορθ


 Ο Μπάρι Ανσγουορθ γεννήθηκε το 1930 στη βορειοανατολική Αγγλία και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εχει εργαστεί στη Γαλλία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Εχει στο ενεργητικό του δεκαπέντε μυθιστορήματα, στην πλειονότητά τους με ιστορική θεματολογία. Ηταν τρεις φορές υποψήφιος για το βραβείο Μπούκερ. Το κέρδισε το 1992 για την «Ιερή πείνα» (Νεφέλη).

Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορούν επίσης: «Θρησκευτικό δράμα», «Ρουμπίνι στον αφαλό», «Τα τραγούδια των βασιλέων», «Το νησί του Πασχάλη», «Χάνοντας τον Νέλσον».
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το «Μετά τον Αννίβα» και από τις εκδόσεις Πατάκη «Η γη των θαυμάτων».
Με τα Ελληνικά μπορείς να πεις τα πάντα

Ο Βρετανός συγγραφέας Μπάρι Ανσγουορθ τονίζει ότι οφείλει πολλά στην παραμονή του στη χώρα μας πριν από μισόν αιώνα

Συνέντευξη στον Ηλια Μαγκλινη


Το πρώτο του βιβλίο ο Βρετανός Μπάρι Ανσγουορθ άρχισε να το γράφει στην Ελλάδα. Ηταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και ο Ανσγουορθ ζούσε στη χώρα μας διδάσκοντας αγγλικά στην Αθήνα. «Αρχικά είχα σκοπό να μείνω για λίγο», μας είπε όταν τον συναντήσαμε στο Κολλέγιο Derree της Αγίας Παρασκευής, όπου θα έδινε μια ομιλία, στο πλαίσιο του κύκλου διαλέξεων Κίμων Φράιερ. «Τελικώς έμεινα ένα χρόνο», συνέχισε. «Η διδασκαλία των αγγλικών μού έδινε το περιθώριο για περιπάτους και εκδρομές, αλλά και για γράψιμο».
Οπως ανέφερε και στην ομιλία του στο Deree, η πρώτη γραφή του πρώτου του μυθιστορήματος ολοκληρώθηκε «σε ένα νοικιασμένο σπίτι, στο Χορευτό. Το σπίτι βρισκόταν πάνω στην παραλία – η θάλασσα απείχε μόλις πενήντα μέτρα ή κάτι τέτοιο. Μπορούσες να διακρίνεις το περίγραμμα της Σκιάθου και της Σκοπέλου, κάποιες μέρες τις έβλεπες, κάποιες άλλες απλώς τις φανταζόσουν ότι ήταν εκεί. Αυτή η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο πραγματικό και το επινοημένο, σε αυτό που γνωρίζουμε και σε αυτό που υποθέτουμε, έμελλε να αποκτήσει μεγάλη σημασία για μένα όταν στράφηκα στη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων, όταν προσπάθησα πλέον να διαχωρίσω το γεγονός από τη φαντασία μέσα από τις πολλαπλές εκδοχές του παρελθόντος. Είναι σε αυτή τη συγχώνευση, ή μάλλον στη σύγχυση, μια γόνιμη σύγχυση, που γεννιούνται οι μύθοι».
Ο Μπάρι Ανσγουορθ, συγγραφέας δημοφιλών ιστορικών μυθιστορημάτων όπως η «Ιερή πείνα», το «Νησί του Πασχάλη» (μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τους Μπεν Κίνγκσλεϊ και Ελεν Μίρεν), «Χάνοντας τον Νέλσον» κ.ά., τονίζει ότι οφείλει πολλά σε εκείνη την παραμονή του στην Ελλάδα πριν από μισόν αιώνα. «Είμαι υποχρεωμένος απέναντι στην Ελλάδα, διότι εδώ αποφάσισα να ασχοληθώ με το ιστορικό μυθιστόρημα. Γιατί; Διότι η ίδια η χώρα με ώθησε να αισθανθώ το βάρος της Ιστορίας. Απέκτησα αυτό το αίσθημα της διάρκειας, της συνέχειας. Βρισκόμουν σε έναν πολιτισμό που είχε επιβιώσει και την ίδια στιγμή συντριβεί, που είχε πολεμήσει, είχε θριαμβεύσει μα και ηττηθεί, κι όλο αυτό, παρά τα χάσματα, ήταν μια συνέχεια. Απέκτησα αυτό το αίσθημα ότι όλα αυτά ήταν εδώ για πάντα. Ηθελα να γιορτάσω αυτή την αίσθηση γράφοντας ιστορικά μυθιστορήματα».
Αναφορές στον ΕμφύλιοΤα πρώτα μυθιστορήματα, ωστόσο, δεν ήταν ιστορικά, το δεύτερο όμως, με τον τίτλο «The Greeks have a word for it», διαδραματίζεται στη χώρα μας, στους κύκλους του Βρετανικού Συμβουλίου στην Αθήνα και περιέχει σαφείς αναφορές στην εποχή του Εμφυλίου. Τον ρωτάμε για τον αινιγματικό τίτλο: σε ποια ελληνική λέξη αναφερόταν; Γελάει. «Καλή ερώτηση. Δεν έχω ιδέα. Να πω την αλήθεια, άλλο τίτλο είχα επιλέξει, αλλά ο εκδότης μου με πήρε τηλέφωνο μια μέρα και μου είπε ενθουσιασμένος ότι ενώ ξυριζόταν σκέφτηκε αυτό τον τίτλο. Είναι όντως ένας θαυμάσιος τίτλος, διότι υποδηλώνει ότι με την ελληνική γλώσσα μπορείς να πεις τα πάντα».
Το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα ήρθε το 1980 και ήταν το «Νησί του Πασχάλη», το οποίο διαδραματίζεται σε ένα ελληνικό νησί την εποχή της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. «Το νησί δεν κατονομάζεται στο βιβλίο, αλλά εγώ είχα στο νου μου τη Σάμο», μας πληροφορεί. «Οταν το βιβλίο μεταφέρθηκε στο σινεμά, έγιναν γυρίσματα στη Σύμη και τη Ρόδο. Και είχαμε το εξής πρόβλημα: οι Ελληνες κομπάρσοι δεν ήθελαν να φορέσουν τουρκικές στολές και φορεσιές και να σηκώσουν τουρκικές σημαίες, δεδομένου ότι το έργο διαδραματιζόταν επί τουρκοκρατίας. Χάθηκαν χιλιάδες δολάρια και πολλές μέρες γυρισμάτων μέχρι να πειστούν – με μια καλή αύξηση στον μισθό τους».
Το «Νησί του Πασχάλη» ήταν υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ, ήταν η αριστουργηματική «Ιερή πείνα» όμως, με θέμα το δουλεμπόριο κατά τον 18ο αιώνα, που κατέκτησε το βαρύτιμο έπαθλο – από κοινού, με τον «Αγγλο ασθενή» του Μάικλ Οντάατζε. «Η ιδέα της “Ιερής πείνας”», λέει ο συγγραφέας, «προήλθε από το κίνητρο για κέρδος, αυτή την ιερή πείνα, που προωθούσε τότε η κυρία Θάτσερ στη βρετανική κοινωνία. Τέτοιο κίνητρο είχαν και οι δουλέμποροι τον 18ο αιώνα. Η Αγγλία είχε τη μερίδα του λέοντος χρησιμοποιώντας το λιμάνι του Λίβερπουλ για να πηγαίνουν τα πλοία στη δυτική Αφρική. Βλέπουμε και σήμερα αυτό το κίνητρο για κέρδος πού μας έχει οδηγήσει. Γενικά, σημείο αφετηρίας για τα βιβλία μου είναι μια ιστορική περίοδος καμπής: οι εποχές της μεταβολής, της αλλαγής γίνονται ένα είδος καθρέφτη για εμάς σήμερα».
Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων, και με εξαίρεση το βιβλίο του με θέμα μια απόκρυφη πτυχή του λόρδου Νέλσον, ο Ανσγουορθ δεν επιλέγει ως ήρωές του μεγάλες προσωπικότητες της Ιστορίας. Προτιμά τους αφανείς, τους ανώνυμους. «Μου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία από το να ασχολούμαι με βασιλείς, πρωθυπουργούς, στρατηγούς. Εχουν γραφεί πολλά γι’ αυτούς έτσι κι αλλιώς. Εξ άλλου, με απασχολεί το πώς η Ιστορία εισβάλλει στον ατομικό άνθρωπο, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το καταλαβαίνει. Θα σας πω το εξής: ήμουν εννέα ετών, το 1939, όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Στη βορειοανατολική Αγγλία ήμουν όταν έπεφταν οι γερμανικές βόμβες, κοντά στα σύνορα με τη Σκωτία. Είχαμε καταφύγια σε κάθε σπίτι, που στην ουσία δεν χρησίμευαν και σε πολλά, ψυχολογικό ήταν το θέμα κυρίως. Θυμάμαι τους προβολείς στον νυχτερινό ουρανό, να ψάχνουμε για κομμάτια από τις βόμβες, τα κρατάγαμε για σουβενίρ. Ωστόσο, δεν είχαμε καμία αίσθηση της Ιστορίας και της μεγάλης αλλαγής που συντελούνταν ολόγυρά μας, ζούσαμε απλώς την κάθε μέρα. Αυτό συμβαίνει λοιπόν: ζεις τη ζωή σου, έχεις να επιβιώσεις, έχεις σκοτούρες, την ίδια στιγμή όμως μπορεί η Ιστορία, ανυποψίαστα, να σε αλλάζει δραστικά – όπως συμβαίνει και σήμερα με την οικονομική κρίση. Η σπουδή της Ιστορίας είναι μια διεργασία σοφίας, κατόπιν εορτής όμως».
Το επόμενο βιβλίο του Ανσγουορθ θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο. Διαδραματίζεται στη βορειοανατολική Αγγλία στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Ουσιαστικά, είναι μια επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα του. «Γεννήθηκα λίγο πιο έξω από το Ντάραμ της βοειοανατολικής Αγγλίας. Προέρχομαι από οικογένεια ανθρακωρύχων και πάντα ήθελα να γράψω γι’ αυτή την κοινότητα. Και πάλι επέλεξα μια εποχή που βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο: το πέρασμα στη βιομηχανική εποχή. Οπως οι μαύροι δούλοι στην “Ιερή πείνα”, έτσι και αυτοί οι άνθρωποι, μολονότι ελεύθεροι κατά τα άλλα, εργάζονταν σαν σκλάβοι, κάτω από άθλιες, ασυνθήκες. Αυτό είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του παγκόσμιου καπιταλισμού: οι δούλοι έκαναν καλό για τη ναυτιλία μας, τα ορυχεία για τη βιομηχανία μας. Πάντα ο σκοπός να αγιάζει τα μέσα, όλα χάριν του ωφελιμισμού».

από την Καθημερινή

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν

Το 1896 ο νορβηγός θεατρικός συγγραφέας Ερρίκος Ιψεν, επηρεασμένος από τις μεγάλες αμφισβητήσεις του ανερχόμενου τότε καπιταλισμού και της πρώτης παγκοσμιοποίησης, επινόησε τον Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν και έγραψε το συνώνυμο έργο.



Ο ιψενικός ήρωας είναι τραπεζίτης του καιρού του με φιλόδοξα επιχειρηματικά σχέδια και όραμα κατακτητικό. Αυτοδημιούργητος, γιος μεταλλωρύχου, θέλει πάση θυσία να κερδίσει, να διακριθεί, να ξεχωρίσει, να ανέβει ψηλά, να υπερβεί τα σύνορα της χώρας του, να βρεθεί στο κέντρο του κόσμου. Διακατέχεται από το πάθος της επιτυχίας, στηρίζεται στην εξυπνάδα, στις γνώσεις του και διακρίνεται για τον ιδεαλισμό του. Απόλυτα αλαζονικός, περιφρονητικός προς τους κοινούς θνητούς, παθιασμένος με τον πλούτο και ειδικώς με τα πολύτιμα μέταλλα, νιώθει ότι του αξίζει να ξεχωρίσει από το πλήθος των μετρίων που τον περιτριγυρίζουν, να κερδίσει την αναγνώριση, τη δόξα και τη φήμη που του πρέπει.

Στον δρόμο προς την επιτυχία, τη διάκριση και τον πλουτισμό δεν λογοδοτεί σε κανέναν, δεν σέβεται τους καταθέτες που του εμπιστεύθηκαν τα λεφτά τους, δεν τηρεί τους κανόνες, παρακάμπτει τους νόμους, προδίδει τους φίλους του, θυσιάζει τους γύρω του, αρνείται στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ρίζεται από το πάθος του για τα άψυχα πολύτιμα μέταλλα, μόνο αυτά αναγνωρίζει και έτσι κατακυριεύεται από την απληστία, την υπεροψία και την πεποίθηση ότι μόνο αυτός γνωρίζει, ενώ οι άλλοι- μικροί και μέτριοι όπως είναι- δεν τον καταλαβαίνουν, δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν το μεγαλείο του σκοπού, το μέγεθος του σωτηριολογικού οράματος που τον καθοδηγεί.

Κάπως έτσι όμως απομονώνεται, παρανομεί και φυλακίζεται. Αλλά ακόμη και στην πτώση του επιμένει. Εξερχόμενος της φυλακής επανέρχεται δριμύτερος, στον στόχο, στο κατακτητικό όραμά του. Θέλει να πάρει τη ρεβάνς. Η έπαρσή του πολλαπλασιάζεται, τον οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη πλάνη, σε σημείο ώστε αυτός ο τόσο έξυπνος και μοναδικός να μην μπορεί να αξιολογήσει την πραγματικότητα που ζει. Ο Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν έχει σπείρει γύρω του την καταστροφή και παραμένει άφρων και προπάντων αμετανόητος.


 Ο Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν είναι ένας άνθρωπος όλων των εποχών. Μπορεί ο Ιψεν να τον εντόπισε και να τον σκιαγράφησε στις αρχές του 20ού αιώνα, σήμερα όμως είναι εξίσου παρών. Είναι ο φιλόδοξος άνδρας που θέλει να σώσει τον κόσμο. Μια σειρά οικονομικές ατασθαλίες θα τον οδηγήσουν στη φυλακή. Μετά την αποφυλάκισή του έχει παραμείνει ο ίδιος εκείνος ιδεολόγος, μόνο που τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει τη μοναξιά του, τις προσωπικές του τραγωδίες - και όχι μόνον.

Μια σειρά ιψενικών τριγώνων αναγνωρίζει κανείς μέσα στον «Μπόρκμαν»: ο Τζον Γαβριήλ ήταν ερωτευμένος με την Ελα και παντρεύτηκε την αδελφή της, με την οποία έκανε έναν γιο, τον Ερχαρτ. Οι δύο αδελφές διεκδικούν τον Ερχαρτ. Εκείνος με τη σειρά του φεύγει με μια μεγαλύτερή του γυναίκα, ενώ η μητέρα του θέλει να τον κρατήσει. Φεύγοντας με την ερωμένη του ο Ερχαρτ παίρνει μαζί και ένα νεαρό κορίτσι, για να μη βαρεθεί... Από κοντά και ο φίλος του Μπόρκμαν, ο Φόνταλ, η διαφορετική ματιά πάνω στη ζωή...

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

BΙΒΛΙΟ - Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας

Τίτλος: Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας,  Συγγραφέας: Αγγέλα Καστρινάκη



Στα πάθη, να ξέρεις, μπορεί να ελπίζεις ότι θα ξεπεράσεις τα όρια του κοινού, βαρετού ανθρώπου, αλλά και στα πάθη να φοβάσαι ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος της καταστροφής σου. Έστω κι έτσι, όμως, ακόμη κι αν, ζώντας με τα πάθη, κινδυνεύεις να καταστραφείς, είναι καλύτερα, αντί να περιπέσεις στην θανατηφόρα αδράνεια που σου επιφυλάσσει η απουσία των παθών. Ζωντανά τα πάθη, μπορούμε να πούμε παραφράζοντας τα λόγια του Λούθηρου, είναι η καταστροφή σου, πεθαίνοντας, όμως, θα γίνουν ο θάνατός σου!

Νεαρή γυναίκα με ικανοποιητική οικογενειακή ζωή συνάπτει αιφνιδίως εξωσυζυγική σχέση· την ίδια εποχή, ο άντρας της αποκτά κι αυτός έναν εκτός γάμου δεσμό με αρκετά νεότερή του κοπέλα. Το μεγάλο πάθος οδηγεί την ηρωίδα στη λυτρωτική απώλεια κάθε αναστολής και αυτοελέγχου, στην πλήρη ταύτιση με τον άλλο και με τον εαυτό της, στη συμφιλίωση ακόμα και με την ιδέα του θανάτου. Η εξέλιξη όμως θα αναδείξει εντέλει τη σημασία της νηφαλιότητας, του χιούμορ, της κριτικής απόστασης. Απογοητευτική αλλά και αποκαλυπτική, εργαλείο αυτογνωσία, η ειρωνεία θα επιστρέψει...

Το μυθιστόρημα ασχολείται με το διαρκές θέμα της φθοράς των σχέσεων, της απιστίας, το πειρασμού της αυτοκτονίας. Έργο αναστοχαστικό, εμπλέκει στις σελίδες του ποικίλες ιστορίες ερωτικών τριγώνων: από τις "Εκλεκτικές συγγένειες" του Γκαίτε και την "Απιστία" του Μπέργκμαν έως την παθιασμένη σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Ίωνα Δραγούμη. Η διαφορά είναι ότι η ιστορία της Αγγέλας Καστρινάκη διαδραματίζεται στις μέρες μας, την εποχή της άκρας αυτοσυνειδησίας· δηλαδή, στον καιρό της ειρωνείας. Το πάθος αλλά και το χιούμορ, η απώλεια του αυτοελέγχου αλλά και η ειρωνεία αποτελούν αντικείμενα του μυθιστορήματος, όπως και τρόπος της γραφής του.

Κριτικές
Aκρως αποκαλυπτική για τα αισθήματα της συγγραφέως είναι η φωτογραφία της στο "αυτάκι" του βιβλίου. Αντί του βεβιασμένου μειδιάματος των παλαιότερων φωτογραφιών σε συλλογές διηγημάτων και μελέτες, ένα τσαχπίνικο χαμόγελο πλέριας ικανοποίησης, που παραπέμπει σε ευτυχή μητέρα. Και πράγματι, το πολυπόθητο μυθιστόρημα είναι γεγονός και δη, καθ' όλα υγιές και τετράπαχο, κοντά τετρακόσιες σελίδες, δηλαδή πέραν πάσης προσδοκίας. Μετά τους φόβους της για έλλειψη πηγαίου αφηγηματικού ταλέντου, λίγο πριν μπει στα ήντα, και ενώ νεότεροι ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας ετοιμάζονταν να την εντάξουν στους αμιγείς διηγηματογράφους, έρχεται το μυθιστόρημα, που θα μπορούσε και να σημαίνει πως το κυρίως έργο της μόλις ξεκινάει. Γιατί, όπως εξομολογείται, "σαν σκανταλιά" άρχισε να γράφει διηγήματα για τους στενούς της φίλους και γλυκάθηκε. Οπότε, τώρα, με το μυθιστόρημα και τη μεταγραφή σε μεγάλο εκδοτικό οίκο, μπορεί να καλομάθει και χρόνο παρά χρόνο να ξεφουρνίζει βιβλίο.
Πάντως, αναδρομικά, θα λέγαμε πως η Καστρινάκη προχώρησε με μικρά πηδηματάκια. Πρώτα άρχισε να απλώνει σε μεγαλύτερη έκταση τα διηγήματά της, μετά δοκίμασε να τα συνενώσει σε σπονδυλωτά σύνολα, μέχρι που στο προηγούμενο βιβλίο της κατέφυγε στην αυτοβιογραφία με δεκανίκια τα κατά καιρούς δημοσιευμένα δοκίμιά της. Ήταν μια πρώτη φιλόδοξη προσπάθεια να ενωθούν σε ένα σώμα η πεζογράφος και η φιλόλογος. Στη συνέχεια, η αργαστή συνεργασία τους έφερε το μυθιστόρημα, κι ας μην ξεπεράστηκαν οι αδυναμίες, που η φιλόλογος είχε επισημάνει στην πεζογράφο, αφού ούτε ιστορίες γέννησε, ούτε περιπέτειες φαντάστηκε, ούτε κόσμους έπλασε. Αν και όλα αυτά μάλλον περιττεύουν στη λεγόμενη μεταμυθοπλασία, προς την οποία και τείνει το μυθιστόρημα δια της σωτήριας επεμβάσεως της φιλολόγου.
Κυρίως θέμα του μυθιστορήματος, που δηλώνεται και με τον τίτλο, είναι ο έρωτας, όπως άλλωστε, και στα τριάντα τρία διηγήματα που προηγήθηκαν. "Έρως-Ήρως", που θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης. Αν και ο τίτλος ανακαλεί έναν άλλο πιο πρόσφατο, τον "Έρωτα στα χρόνια της χολέρας", του γνωστού μυθιστορήματος του Μαρκές για το μέγα πάθος. Ένα παρόμοιο πάθος θα μπορούσε να μεταμορφώσει τα διηγήματα σε μυθιστόρημα, καθώς οι συζυγικές αταξίες, που σκηνοθετεί η συγγραφέας από το 1990, δηλαδή από μιας αρχής, θα αποκτούσαν το απαιτούμενο συναισθηματικό βάθος. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά στον τίτλο, αλλάζει την προοπτική, αφού δεν πρόκειται για τη χολέρα, που μαστίζει την Καραβαϊκή του Μαρκές, αλλά "για τον καιρό της ειρωνείας". Στο οπισθόφυλλο, διευκρινίζεται πως με αυτήν την μάλλον γριφώδη έκφραση νοείται "η εποχή της άκρας αυτοσυνειδησίας", που υποτίθεται πως είναι οι αρχές του τρέχοντος αιώνα. Αυτήν, ακριβώς, που επιδεικνύει η συγγραφέας, όταν ειρωνεύεται τα πάθη των ηρώων της, έχοντας ξεπεράσει τα επίπεδα τυποποιημένης εξιδανίκευσης προσώπων του παρελθόντος και έχοντας φθάσει μάλλον στο άλλο άκρο.
Όπως και να έχει, με μια ακόμη ιστορία απιστίας πορεύεται το μυθιστόρημα, απεκδυόμενο αναγκαστικά την ερεθιστική αμφισημία των ερωτικών σχέσεων, που επέτρεπε το διήγημα. Η συγγραφέας επαναφέρει πολλά από τα πρόσωπα των διηγημάτων της, με πρώτη και καλλίτερη, τη γνώριμη ηρωίδα της, μια επιστήμονα, σύζυγο και μητέρα, που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως πρότυπο της μπερδεμένης διανοούμενης μιας μεταφεμινίζουσας εποχής. Δίπλα της, ο σύζυγος, με τον ίδιο πάντοτε σωματότυπο και χαρακτήρα, ανεκτικός ή μάλλον στωικός, μη εκδηλωτικός έως αδιάφορος περί τα ερωτικά, από τις διαχύσεις μέχρι τις συνευρέσεις. Κατ' εξαίρεση, όμως, στο μυθιστόρημα έχει κι αυτός μια περιπέτεια με μια νεαρά. Αν και ο Θεός να την κάνει περιπέτεια, έτσι κολλημένο στη σύζυγο, που τον θέλει, για ακόμη μια φορά, η συγγραφέας. Όσο για τον εραστή, έχει παρουσιαστεί σε παραπλήσιες εκδοχές στα διηγήματα της τελευταίας συλλογής. Στρογγυλοπρόσωπος, με απαρχές φαλάκρας, αβρός, μια ιδέα θηλυπρεπής, τόσο όσο χρειάζεται για να αντισταθμιστεί ο βαρύς διανοούμενος σύζυγος. Αλλά και τα διάφορα επιμέρους θέματα, από τις προκαταρκτικές ερωτοτροπίες μέχρι τις αποδράσεις από τη συζυγική στέγη, έχουν δοκιμαστεί στα διηγήματα. Για παράδειγμα, το ηλεκτρονικό φλερτ, με το οποίο ξεκινά το μυθιστόρημα, χρησιμοποιήθηκε και στο διήγημα "Η κατασκευή της Πηνελόπης", αλλά σε πολύ μικρότερη έκταση. Κατά τα λοιπά, και πάλι η αφήγηση κινείται στο παρόν, χωρίς αναφορές στο οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό περίγυρο. Και πάλι, οι δυο εραστές κατοικούν σε διαφορετικές πόλεις, ώστε η ερωτική παρασπονδία να έχει το πρόσθετο άρωμα της φυγής. Μόνο που στα διηγήματα, η ηρωίδα κατοικεί στην επαρχία και ταξιδεύει στην Αθήνα για τις τρέλες της, ενώ, στο μυθιστόρημα, κατοικεί στην πρωτεύουσα και πηγαίνει στη συμπρωτεύουσα για να σμίξει με τον Καβαλιώτη την καταγωγή εραστή της. Γενικώς, η συγγραφέας αδιαφορεί για τον τόπο, ούτε καν τα στέκια της Θεσσαλονίκης δεν την συγκινούν. Σε αντίθεση με άλλους πεζογράφους, όπως φαίνεται, δεν έχει την ανάγκη παρόμοιων περιγραφών για να αβγατίσει την αφήγησή της.
Στο πρώτο μισό του μυθιστορήματος, ο έρωτας φουσκώνει σαν καλοδουλεμένη ζύμη. Στην πρώτη συνάντηση, το φιλί, και στη δεύτερη, η ερωτική συνεύρεση, με μια θαυμάσια περιγραφή των λεπτομερειών, όπου, αν και χρησιμοποιείται ένας μεταφορικός λόγος, δίνεται σαφής εικόνα των γυναικείων προτιμήσεων μακράν του τρόπου που φαντασιώνει ο κάθε επιβήτορας. Μετά έρχεται η κορύφωση του ερωτικού πάθους, καθώς το συνδαυλίζει ο υποχρεωτικός χωρισμός του Πάσχα, που είθισται να εορτάζεται μετά συζύγων και τέκνων. Στο δεύτερο μέρος, λαμβάνουν χώρα οι αποκαλύψεις στους εκατέρωθεν συζύγους και η αναχώρηση της ηρωίδας από την οικογενειακή στέγη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του συζύγου να δειχθεί τρυφερός, μήπως και την συγκρατήσει. Σε αυτό το σημείο, δημιουργείται η εντύπωση πως η συγγραφέας αδυνατεί να σκηνοθετήσει τη συνέχεια με προαποφασισμένη την επιστροφή της άπιστης οίκαδε. Όσο περισσότερο δοτικός γίνεται ο εραστής, τόσο εκείνη δυσανασχετεί. Τελικά, ως λόγος ρήξης προβάλλει το γεγονός πως ο εραστής δεν λιώνει τις ασπιρίνες στο στόμα, όπως ο σύζυγος, αλλά με κουτάλι. Άντε να συνέβαλαν και οι διατροφικές τους διαφωνίες^ εκείνος τρελαίνεται για παριζάκι που εκείνης, μια και φαίνεται να προέρχεται από καλλίτερη οικογένεια, της φέρνει αναγούλα. Όπως και να έχει, η ηρωίδα επιστρέφει, έχοντας διαγράψει τον εραστή, σαν το πάθος της να εξανεμίστηκε εν μια νυκτί. Σε ολόκληρο το τελευταίο κεφάλαιο, την απασχολεί ο σύζυγος και μόνο αυτός, αγωνιζόμενη να απομακρύνει τη νεαρά φίλη του, που δείχνει ερωτευμένη. Γενικότερα, όλοι οι ήρωες -ο σύζυγος, ο εραστής, η φίλη του συζύγου, η σύζυγος του εραστή- πείθουν για την ειλικρίνεια των αισθημάτων τους, πλην της ηρωίδας, η οποία, για ακόμη μια φορά, εμφανίζεται συναισθηματικά μετέωρη, μπορεί και απλώς κακομαθημένη. Κατά μια φροϋδική άποψη, είναι ανώριμη, όπως δείχνει και η προσκόλλησή της στον μπαμπά-σύζυγο, ο οποίος της προσφέρει την απαραίτητη συναισθηματική ασφάλεια για να απολαύσει τις ερωτικές αταξίες της. Μια παρόμοια θέαση του μυθιστορήματος κερδίζει έδαφος και λόγω της προνομιούχου θέσης που έχουν στην αφήγηση τα όνειρα της ηρωίδας, όπου, αντί για τον πρίγκιπα, πρωταγωνιστεί ο παπουτσωμένος γάτος ως τιμωρός.
Ως εδώ, το μυθιστόρημα σαν ερωτική ιστορία, ίσως και να μην έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μπροστά σε τόσες και τόσες δραματικές ιστορίες. Όμως, το ζουμί του βιβλίου δεν βρίσκεται στην πλοκή αλλά στον χαρακτηριστικό τρόπο της Καστρινάκη να διυλίζει τις καταστάσεις σε αναζήτηση βαθύτερων προεκτάσεων. Στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, υιοθετεί μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, που παρακολουθεί την οπτική γωνία της ηρωίδας, δηλαδή και πάλι ενός εγκεφαλικού τύπου, με αναλαμπές ευαισθησίας, που επεξεργάζεται την παραμικρή λεπτομέρεια στο παρουσιαστικό, τις κινήσεις, τις κουβέντες του άλλου, φαντασιώνοντας σκέψεις, αισθήματα ή και κρυφές πλευρές της ψυχοσύνθεσής του. Ωστόσο, ως ποίκιλμα της κυρίως αφήγησης, προβλέπονται και κάποιοι μονόλογοι, αποσπάσματα ημερολογίων και ηλεκτρονικά μηνύματα, που δείχνουν σαν μια φιλότιμη προσπάθεια της συγγραφέως να δημιουργήσει κι αυτή λίγο αφηγηματικό τουρλού, που εσχάτως εκτιμάται ως μορφική ανησυχία.
Όμως, η ουσιαστική διαφοροποίηση του μυθιστορήματος έναντι των διηγημάτων συνίσταται στις παρεμβάσεις της συγγραφέως, που γίνονται με την εποπτεία αλλά και την αποφαντική άνεση της μελετήτριας. Σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο, στον επίλογο, σε παρενθετικές περικοπές, ακόμη και σε υποσελίδιες σημειώσεις, η Καστρινάκη αναλύει διεξοδικά τις επιλογές της, από τις μάλλον επουσιώδεις, όπως το ονομάτισμα των ηρώων, μέχρι τις βαρύνουσες, καθώς είναι οι αυτοκτονιακές τάσεις τους. Κύρια χαρακτηριστικά αυτού του συγγραφικού σχολιασμού αποβαίνουν ο σκεπτικισμός και ο σαρκασμός, που δεν εμβαθύνουν ιδιαίτερα αλλά αρκούνται σε ευφυόλογες παρατηρήσεις κοινωνιολογικού περιεχομένου και φεμινιστικής χροιάς, από αυτές που ενθουσιάζουν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ως πρόσθετο δέλεαρ, γίνονται και κάποιες σκόρπιες αναφορές σε διάσημους έρωτες της λογοτεχνίας, αν και πάλι ακροθιγώς. Όπως και να έχει, τον χαρίεντα τρόπο της Καστρινάκη να αποφθέγγεται ειρωνικά για ιστορικά πρόσωπα, ερήμην της εποχής που έζησαν, τον απολαμβάνουμε στο κεφάλαιο που αφιερώνει στον έρωτα της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνος Δραγούμη. Από το ύψος ενός σύγχρονου διανοούμενου διαγιγνώσκει στα ημερολόγια της Δέλτα έλλειψη χιούμορ και μεγαλοστομία, σαρκάζοντας το ολοσχερές ψυχικό δέσιμο και την τάχατες άσπιλη σχέση τους, με αποκορύφωμα εκείνη την πατριδολατρεία, που υποτίθεται πως τους ένωνε. Πράγματι, την εποχή του ηλεκτρονικού φλερτ και της άμεσης ερωτικής συνεύρεσης, κάτι τύποι σαν την Δέλτα, τον Δραγούμη και τον Περικλή Γιαννόπουλο, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, μνημονεύεται, γιατί ο λόγος της αυτοχειρίας του εικάζεται από την συγγραφέα πως ήταν ερωτικός, δείχνουν ολωσδιόλου κωμικοί.

Μ. Θεοδοσοπούλου

Πώς μπορεί να γράψει κανείς για τον έρωτα στον καιρό της ειρωνείας; Πώς μπορεί να μιλήσει για την βίαιη παραφορά που καταλαμβάνει δύο ανθρώπους; Πώς να κάνει την παραμικρή νύξη για το ρίγος που διαπερνά τους εραστές, να περιγράψει τη φλόγα που καταβροχθίζει τα σωθικά τους; Πώς να εξιστορήσει όλα αυτά τα περιπαθή σε μιαν εποχή αντιρομαντική η οποία εξυμνεί το υλικό, εξιδανικεύει το παροδικό, διακωμωδεί τον υπερθετικό βαθμό και απορρίπτει το αιώνιο; Και μάλιστα όταν οι εραστές δεν διαθέτουν καν το άλλοθι της εφηβείας – όταν έχουν ξεπεράσει κατά πολύ την ηλικία απέναντι στην οποία συνήθως επιδεικνύουμε μεγαλόθυμη κατανόηση προσφέροντάς της τα περιθώρια να αποκτήσει τον δικό μας ενήλικα κυνισμό απέναντι στην σχετικότητα των πάντων. Πώς να γράψει, λοιπόν, κανείς για όσα κατ’ εξακολούθησιν συμβαίνουν στη ζωή χωρίς να αισθάνεται πως θα γελοιοποιηθεί· και χωρίς να νιώσει την πίκρα τού να αντικρίσει το έργο του στην χορεία των ευπώλητων μελοδραματικών αναγνωσμάτων; Ασφαλώς με τον τρόπο που επέλεξε η Αγγέλα Καστρινάκη στο ομώνυμο πρώτο μυθιστόρημά της και πέμπτο πεζογραφικό της έργο «Ερωτας στον καιρό της ειρωνείας» (Ελληνικά Γράμματα, σελ. 377). Και ο τρόπος αυτός συνίσταται στο ότι, έχοντας αφομοιώσει πλήρως το πνεύμα της εποχής, η συγγραφέας κατασκευάζει μιαν απολύτως ειρωνική συνθήκη μέσα στην οποία τοποθετεί και τους ήρωες και τον έρωτά τους. Δηλαδή;
Η ηρωίδα, ο σύζυγός της και ο εραστής της αποτελούν το κλασικό ερωτικό τρίγωνο. Οι χαρακτήρες διαγράφονται ευκρινώς. Η Καστρινάκη όμως αποφεύγει την αμεσότητα της παραδοσιακής φυσικής αναπαράστασης. Αντιθέτως, δημιουργεί ένα τεχνητό σκηνικό στο κέντρο του οποίου τοποθετεί μαζί με τους ήρωες και τον ίδιο τον εαυτό της. Η όλη επιχείρηση λαμβάνει έτσι τον χαρακτήρα ενός πειράματος. «Εστω ότι έχουμε τρεις χαρακτήρες εκ των οποίων οι δύο είναι σύζυγοι και οι δύο εραστές. Εστω ότι ο σύζυγος ονομάζεται Σ., έστω ότι είναι 43 χρόνων και έστω ότι εκπονεί επιστημονικές μελέτες…». Στη θέση του φλογερού συναισθήματος τοποθετείται έτσι η εγκεφαλικότητα, στη θέση των αναπόδραστων νομοτελειών τοποθετούνται οι δυνητικές συνθήκες και στη θέση της απροσδόκητης τροπής τοποθετείται η ελεγχόμενη εξέλιξη. Αν υπολογίσουμε πως η συναισθηματική αυτή διασταύρωση είναι τόσο παράφορη ώστε θα απειλήσει τον κατά τ’ άλλα ικανοποιητικό γάμο της ηρωίδας, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της ειρωνείας. Πού η άδολη διακριτικότητα του παραδοσιακού παντογνώστη αφηγητή ο οποίος παρείχε στους μυθιστορηματικούς του ήρωες τη δυνατότητα να διατρανώνουν τον έρωτά τους! Πού η αναμφίβολα μεροληπτική ματιά του αφηγητή που συμμετέχει στην ιστορία, είναι όμως υποχρεωμένος να μεταφέρει κατά κάποιον τρόπο όσα υποπίπτουν στην αντίληψή του! Εδώ ο αφηγητής υπογραμμίζει το απόλυτο δικαίωμά του να μεταχειρίζεται το ανθρώπινο υλικό όπως ακριβώς νομίζει: να το χειραγωγεί, να του τοποθετεί ταμπέλες, να μετατρέπει τα ερωτευμένα του όντα σε εξωτικά είδη ζωολογικού κήπου. Το κέρδος; Οτι σε αντίθεση προς τον αφελή λόγο των πάσης φύσεως ερωτευμένων που ακούγεται επί πλέον γελοίος στα αυτιά των τρίτων, ο δικός του λόγος για τον έρωτα αποκτά εγκυρότητα και νομιμότητα καθώς εμφανίζεται απολύτως υποψιασμένος για τους κινδύνους του εγχειρήματος της αναμετάδοσής του.
Το κείμενο της Αγγέλας Καστρινάκη αποτελείται από έναν ιστό εξιστορήσεων, περιγραφών, ηλεκτρονικών επιστολών, ποιητικών δοκιμών και δοκιμιακών σχολίων. Συνίσταται από μικροπεριόδους φράσεις, ανατροπή συνθηκών, ρυθμό, σασπένς, οίστρο. Συντίθεται από ένα παιχνίδι παρατηρήσεων, υπαινιγμών, στοχαστικών συλλογισμών και πνευματωδών αστείων. Παραπέμπει ακόμα σε ένα σώμα λογίων αναφορών όπως η ερωτική αλληλογραφία της Πηνελόπης Δέλτα και του Ιωνος Δραγούμη, ο «Ερωτόκριτος», ο «Βέρθερος», οι «Εκλεκτικές συγγένειες», η «Αννα Καρένινα» και το «Λεμονόδασος» του Κοσμά Πολίτη. Και τέλος, που είναι και το σημαντικότερο, αποκαλύπτει μια φιλάνθρωπη ψυχολογική ουτοπία καθώς οι μυθιστορηματικοί της ήρωες αποδεικνύονται ικανοί να επιδείξουν υπέρμετρη συναισθηματική γενναιοδωρία. Θα ήθελα, ωστόσο, να εκφράσω μιαν επιφύλαξη: πως το τέταρτο μέρος του μυθιστορήματος κατά τη γνώμη μου, περισσεύει. Οχι πως δεν διαθέτει ωραίες σελίδες όπως το «Τρεις γάτες σε έναν κήπο» ή οι ημερολογιακές σημειώσεις της νεαρής με την οποία συνάπτει δεσμό ο σύζυγος, αλλά επειδή βρίσκεται εκτός της οικονομίας του έργου. Κορυφή του ερωτικού τριγώνου υπήρξε η ηρωίδα και για τη δημιουργία ενός νέου τριγώνου με κορυφή τον σύζυγό της δεν υπάρχει επαρκής αφηγηματική προετοιμασία. Η μεταφορά στάσεων από την προηγούμενη ερωτική συνθήκη στην επόμενη, μοιάζει αρκετά μηχανική – με αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τη δραστικότητα του βασικού μυθιστορηματικού υποστυλώματος που είναι η ειρωνεία. Και το αποτέλεσμα, να αισθάνεται κανείς πως σκοντάφτει στο είδος της αμηχανίας που υπήρχε στις «Εκδοχές της Πηνελόπης» (2002), την παλαιότερη διηγηματογραφική συλλογή της Καστρινάκη με ανάλογη θεματολογία.
 Tης Eλισαβετ Kοτζια



Mια ιστορία ερωτικού πάθους δεν μπορούμε να τη διηγηθούμε εκ των ένδον. Η παραφορά και η έκσταση που βιώνουν οι δύο εραστές μπορεί να τους φαίνονται μοναδικές (και είναι μοναδικές γι΄ αυτούς), αλλά, όταν κωδικοποιούνται γλωσσικά, ακόμα και με τον πιο ποιητικό τρόπο, δίνουν αμέσως την εντύπωση του κοινότοπου και του κιτς: το ερωτικό πάθος καθαυτό παύει τότε να είναι μια εντελώς ξεχωριστή, ανεπανάληπτη εμπειρία και, αδυσώπητα φιλτραρισμένο από ένα κοινόχρηστο μέσο όπως η γλώσσα, αποκαλύπτεται ως κάτι που έχει επαναληφθεί και θα επαναληφθεί αμέτρητες φορές σχεδόν πανομοιότυπα στη ζωή του ανθρώπινου είδους. Γι΄ αυτό οι σοβαροί, δηλαδή οι αληθινά παθιασμένοι εραστές δεν περιγράφουν ποτέ τις απόκρυφες λεπτομέρειες των ερώτων τους. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να διηγηθούμε υποκειμενικά το ερωτικό πάθος σήμερα, «στον καιρό της ειρωνείας», η οποία είναι η χολέρα της δικής μας εποχής ή, ίσως σωστότερα, ένα σύμπτωμά της. Γιατί, όπως ολόκληρος ο μεταμοντέρνος πολιτισμός μας, έτσι και οι ερωτικοί κώδικές του είναι μίμηση ή σύμφυρμα παλιότερων εκφραστικών προτύπων, παλιότερων «αφηγήσεων», ασύμμετρων με τη σημερινή πραγματικότητα· και η ειρωνεία (εδώ αυτοειρωνεία) έγκειται στο ότι η μίμηση και η σύμφυρση είναι συνειδητές, γίνονται με ένα κλείσιμο του ματιού που υποδηλώνει ότι δεν μπορούμε πια να ταυτιστούμε εντελώς με αυτά που λέμε, ούτε όμως να επινοήσουμε μια άλλη, πιο αυθεντική γλώσσα για να πούμε αυτό που μας συμβαίνει. Ο Ουμπέρτο ΄Εκο παρατηρεί κάπου ότι, καθώς το «σ΄ αγαπώ» έχει γίνει σήμερα μια δήλωση νοθευμένη και ευτελισμένη από την ψεύτικη, γλυκερή περιπάθεια των χιλιάδων αισθηματολογικών μυθιστορημάτων και τηλεοπτικών σίριαλ, ένας ερωτευμένος θα μπορούσε να δραπετεύσει από αυτό το δίλημμα λέγοντας στην αγαπημένη του κάτι σαν «όπως θα έλεγε ο Λάλλα [ένας δημοφιλής Ιταλός συγγραφέας τέτοιων μυθιστορημάτων], σ΄ αγαπώ».  Η Αγγέλα Καστρινάκη λύνει το δικό της, λογοτεχνικό δίλημμα με ένα αξιοπρόσεκτο τέχνασμα: διηγείται την ιστορία της, μια ιστορία ερωτικού πάθους και απιστίας, εναλλάσσοντας την οπτική γωνία της ηρωίδας της (με την οποία, όπως επανειλημμένα αφήνει να εννοηθεί, έχει πολλά κοινά γνωρίσματα) με την οπτική γωνία της συγγραφέως που κατασκευάζει αυτή την ιστορία και παρατηρεί απ΄ έξω τη συμπεριφορά των χαρακτήρων της, σχολιάζοντάς τη με έναν δοκιμιακό λόγο διαποτισμένο από λεπτή ειρωνεία, αλλά και από μια αδιόρατη μελαγχολία. Χάρη στο τέχνασμα αυτό η Καστρινάκη καταφέρνει να αναπτύξει το θέμα του «έρωτα στον καιρό της ειρωνείας» αποφεύγοντας παγίδες όπως η ενδοσκοπική, εγωκεντρική φλυαρία από τη μια, η εύκολη, κυνική απομυθοποίηση από την άλλη. Η επιλογή δύο διαφορετικών μορφών λόγου είναι εύγλωττη έκφραση του διχασμού της συγγραφικής συνείδησης, απόλυτα ομοειδούς με τον διχασμό του κατά ΄Εκο ερωτευμένου που λέει «όπως θα έλεγε ο Λάλλα, σ΄ αγαπώ». H ιστορία, αυτή καθαυτή, είναι τετριμμένη όσο δεν πάει άλλο. Η Μέλπω, μια περιβαλλοντολόγος κοντά στα σαράντα, παντρεμένη εδώ και δέκα χρόνια με έναν καθηγητή ακτινολογίας και μητέρα δύο μικρών παιδιών, γνωρίζει φευγαλέα σ΄ ένα ταξίδι της στη Θεσσαλονίκη τον Μάριο, έναν πενηντάρη δικηγόρο και ζωγράφο, παντρεμένο και αυτόν και πατέρα μιας κόρης στο τέλος της εφηβείας. Ανάμεσα στη Μέλπω και τον Μάριο αρχίζει μια ηλεκτρονική αλληλογραφία, που αποκτά όλο και πιο πολύ χαρακτήρα ανοιχτού φλερτ. Η Μέλπω ανεβαίνει ξανά στη Θεσσαλονίκη για να δει τον Μάριο και, έπειτα από μια αρχική αμηχανία, η ερωτική σχέση τους επισφραγίζεται, για να εξελιχτεί ταχύτατα σ΄ ένα θυελλώδες πάθος, με τη Μέλπω να ταξιδεύει ολοένα συχνότερα και με διάφορες προφάσεις προς συνάντηση του εραστή της. Η Μέλπω έχει όμως και ενοχές για τη διπλή ζωή της. Θέλει να αποκαλύψει στον άνδρα της την αλήθεια και αισθάνεται πως διευκολύνεται σ΄ αυτό, όταν μαθαίνει ότι κι εκείνος έχει αρχίσει, δειλά δειλά, μια σχέση με μια φοιτητριούλα από την Πάτρα. Προκύπτει έτσι ένα μοντέρνο, συναινετικό (στην πραγματικότητα μάλλον συμβιβαστικό) τετράγωνο ανάμεσα σε «πολιτισμένους» εραστές. Αλλά τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται, όταν Μάριος και Μέλπω διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να χαρούν όπως θέλουν τον έρωτά τους σ΄ αυτό το σχήμα. Ο Μάριος, λοιπόν, χωρίζει από τη γυναίκα του, η Μέλπω, πιο διστακτικά, αφήνει και αυτή τον άνδρα της, παρά τις εκκλήσεις του, και πηγαίνει να ζήσει με τον εραστή της στο εξοχικό του στη Χαλκιδική. Από την πρώτη μέρα όμως όλα στη σχέση τους της
φαίνονται τώρα διαφορετικά και καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει. Η Μέλπω επιστρέφει στη συζυγική εστία...  Τα ρομαντικά ονόματα Μέλπω και Μάριος μοιάζουν κωμικά στα συμφραζόμενα της ιστορίας. Εξίσου κωμικό φαίνεται και το πάθος τους, στο πλαίσιο της τακτοποιημένης, πολυάσχολης καθημερινότητάς τους, την οποία άλλωστε δεν θα ανατρέψει τελικά (τουλάχιστον στην περίπτωση της Μέλπως). Η ειρωνεία που είπαμε. Αλλά η Καστρινάκη δεν θέλει να γελοιοποιήσει τους χαρακτήρες της. Η ειρωνεία απορρέει από τις καταστάσεις, όχι από τα αισθήματα ή το ποιον των μυθιστορηματικών προσώπων. Πολύ εύστοχα η συγγραφέας επισημαίνει τον ρόλο που παίζει η ηλεκτρονική αλληλογραφία στη γένεση και τη φθορά των σημερινών ερωτικών σχέσεων: η συντομογραφική φύση των e-mails (και των sms) ευνοεί τον υπαινιγμό και την αμφισημία, που μπορεί να γεννήσουν αφ΄ ενός παρεξηγήσεις, αφ΄ ετέρου φαντασιώσεις αναντίστοιχες με την πραγματικότητα. Στην αλληλογραφία της Μέλπως με τον Μάριο συμβαίνουν και τα δυο. Σημαδιακά, ο σύζυγος της Μέλπως και η νεαρή φίλη του, που επικοινωνούν μέσω του συμβατικού ταχυδρομείου, θα διατηρήσουν μια πιο μακρόχρονη και μύχια, αν και πλατωνική πια σχέση. Ο ρασιοναλιστής, φαινομενικά στεγνός ακτινολόγος και η συγκρατημένη κοπέλα από την Πάτρα θα αποδειχτούν τελικά πιο ρομαντικοί από την ανήσυχη, παθιασμένη Μέλπω. Tο βιβλίο αυτό αντανακλά ανεστραμμένο ένα άλλο, κλασικό μυθιστόρημα: τις Εκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε. Εκεί, είναι ο σύζυγος που φέρνει τη φουρτούνα στον γάμο, εξαιτίας του παράφορου έρωτά του για μια πολύ νέα κοπέλα, ενώ η σύζυγος έχει μια πλατωνική ερωτική φιλία με έναν φίλο του. Εκτός αυτού, το τέλος εκεί είναι τραγικό, ενώ εδώ πεζότατο. Πράγματι, από την εποχή του Γκαίτε (αλλά και της Πηνελόπης Δέλτα, της οποίας ο έρωτας για τον ΄Ιωνα Δραγούμη επίσης σχολιάζεται από τη συγγραφέα) έχουν αλλάξει πολλά στις ερωτικές σχέσεις. Η Καστρινάκη, που ήδη από τα διηγήματα του πρώτου βιβλίου της έδειχνε μια ιδιαίτερη ικανότητα να αναλύει πολύ λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις στη συμπεριφορά των ηρώων της, κάνει εδώ μια εξαιρετικά διορατική, καίρια παρατήρηση: ενώ σε παλιότερες εποχές το σώμα ήταν ταμπού, η ψυχή όμως ήταν ελεύθερη να «απατήσει», σήμερα το σώμα μπορεί να διατεθεί ερωτικά με ελαφριά καρδιά, αλλά η διαθεσιμότητα της ψυχής αντιμετωπίζεται πολύ πιο σοβαρά. Η Μέλπω χάνει την ψυχική ισορροπία της όχι επειδή απατά σεξουαλικά τον άνδρα της, αλλά επειδή είναι ερωτευμένη με άλλον. Από τη στιγμή όμως που η απιστία δεν έχει τον υλικό, αμετάκλητο χαρακτήρα μιας σωματικής πράξης, αλλά είναι μια ψυχική διάθεση, μπορεί και να σβήσει μαζί με αυτή τη διάθεση. ΄Ετσι, αντί για τραγικό τέλος έχουμε μια χωρίς δραματικές συγκρούσεις αποκατάσταση της ομαλότητας, που συνοδεύεται μάλιστα από την αναζωογόνηση της συζυγικής σχέσης.  Τι έφταιξε και ξεφούσκωσε τόσο απότομα το πάθος της Μέλπως για τον Μάριο; Η ξαφνική επαφή αυτής της σχέσης με την πραγματικότητα. ΄Οσο ο Μάριος αντιπροσώπευε ένα άλλο σύμπαν, όπου η Μέλπω δραπέτευε από την καθημερινότητά της, η σχέση αυτή είχε το άρωμα μιας εκστατικής περιπέτειας σε κάτι σαν τον κυβερνοχώρο (στον οποίο διαδραματιζόταν άλλωστε κατά ένα μεγάλο μέρος). Μόλις άρχισε όμως να γίνεται μια συμπαγής και ολική πραγματικότητα, που θα αντικαθιστούσε την προηγούμενη, κάθε λεπτομέρειά της ήταν τώρα ενοχλητική και ανησυχητική. Η Καστρινάκη παρακολουθεί αυτή τη μεταμόρφωση στις ωραιότερες, ίσως, αφηγηματικές σελίδες του μυθιστορήματός της, αυτές που περιγράφουν τις δύο πρώτες (και τελευταίες) μέρες της κοινής ζωής της ηρωίδας της με τον εραστή της στο εξοχικό της Χαλκιδικής.  Στο τέλος του μυθιστορήματος η συγγραφέας φαίνεται να αισθάνεται μια κάποια ντροπή, επειδή διάλεξε να ασχοληθεί με τον έρωτα ενώ γύρω μας χαλάει ο κόσμος, και προσπαθεί να δικαιολογηθεί γι΄ αυτό. Δεν θα έπρεπε. Ο έρωτας είναι και θα είναι πάντα ένα πολύ μεγάλο θέμα για τη λογοτεχνία. Με την προϋπόθεση ότι αντιμετωπίζεται στο πραγματικό του πλαίσιο, αυτό που διαμορφώνουν η εποχή, οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, οι μορφές ανθρώπινης συμπεριφοράς που απορρέουν από αυτές, και δεν διαστρεβλώνεται με ψευδαισθητικά στερεότυπα. Χρειάζεται άραγε να επισημάνουμε ότι το μυθιστόρημα της Καστρινάκη ειρωνεύεται, μεταξύ άλλων, την τόσο δημοφιλή στις μέρες μας ροζ λογοτεχνία; 
Δημοσθένης Κούρτοβικ