Ένα κείμενο - διήγημα της Αγγέλας Καστρινάκη για ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να παρασύρονται, αλλά ξέρουν και να αποτραβιούνται από αυτό που τους παρασύρει.Το αέναο παιχνίδι της λογικής και του συναισθήματος. Ο μαγικός κόσμος του ονείρου, αλλά και το εκτυφλωτικό φως της λογικής. Δύσκολο βέβαια, αλλά ίσως ο άνθρωπος της περιπέτειας πρέπει να είναι και ισορροπιστής.
Aυτή, η αφηγήτρια, η Καίτη, ελληνίδα κάπου στο βορρά, στη Γερμανία. Αυτός, γερμανός, ο Ντίτερ, ένας συμπαθητικός μακρυκάνης. Κι ανάμεσά τους μια γλυκιά περιπέτεια. Αλλά ανάμεσά τους και η γυναίκα του Ντίτερ. Ένα τρίγωνο, ένα ερωτικό τρίγωνο, σύμφωνα με την Ιψενική εκδοχή. Μόνο που μια πλευρά και μια γωνία πρέπει να εκλείψει. Και αυτή είναι η Καίτη. Ας παρασυρθούμε λοιπόν........................
Aυτή, η αφηγήτρια, η Καίτη, ελληνίδα κάπου στο βορρά, στη Γερμανία. Αυτός, γερμανός, ο Ντίτερ, ένας συμπαθητικός μακρυκάνης. Κι ανάμεσά τους μια γλυκιά περιπέτεια. Αλλά ανάμεσά τους και η γυναίκα του Ντίτερ. Ένα τρίγωνο, ένα ερωτικό τρίγωνο, σύμφωνα με την Ιψενική εκδοχή. Μόνο που μια πλευρά και μια γωνία πρέπει να εκλείψει. Και αυτή είναι η Καίτη. Ας παρασυρθούμε λοιπόν........................
Του θύμισε να της μιλά λίγο πιο αργά για να τον καταλαβαίνει καλύτερα. «Ναι», είπε εκείνος και ξανάπιασε την ίδια φράση, επιβραδύνοντας την εκφορά. «Αυτή η λίμνη που βλέπεις γύρω απ' τον πύργο ήταν μια κανονική τάφρος. Τώρα έχουν ρίξει χώμα που συνδέει την είσοδο με τον έξω χώρο. Παλιά είχαν κινητή γέφυρα, ξύλινη, και τη σήκωναν σε περίπτωση ανάγκης». Στη λιμνούλα, άλλοτε τάφρο, κολυμπούσαν τώρα πάπιες κι επέπλεαν υδρόβια φυτά. Ο πύργος με τα μικρά του παραθυράκια φωτιζόταν λοξά από το φως τού απομεσήμερου. Ήταν δροσερά κάτω απ' τα δέντρα. «Εκεί κάτω θα ψήνονται», σκέφτηκε η Καίτη και μακάρισε για άλλη μια φορά την τύχη της να βρίσκεται στο Βορρά Ιούλιο μήνα. Έσκυψαν ξανά στο βιβλίο και διάβασαν μερικούς στίχους. Είχε άγνωστες λέξεις κι αυτός της εξηγούσε υπομονετικά, με τεράστιες παρεκβάσεις. Τα γόνατά του εξείχαν καμιά εικοσαριά πόντους πιο έξω απ' τα δικά της: τόσο το υπολόγισε, έτσι όπως καθόταν δίπλα του στο παγκάκι, και ήταν τόσο λεπτά τα πόδια του ώστε διακρινόταν το κόκαλο μέσα από το παντελόνι. «Πάμε να περπατήσουμε;» της πρότεινε. Από τον πύργο είχαν αρχίσει να βγαίνουν κι οι άλλοι για βόλτα στο γύρω δασάκι. Μπήκαν στο αυτοκίνητό του. «Θα σε πάω σε μια αληθινή λίμνη» τής είπε. Μόλις έξω απ' το χωριό, άρχιζαν δάση με ομοιόμορφα δέντρα πάνω σε ομαλά λοφάκια, που εναλλάσσονταν με πράσινα χωράφια. Σε όλο το μήκος του δρόμου υπήρχε ένα χαμηλό δίχτυ, καμιά εικοσαριά πόντους, «για τα βατράχια και τα άλλα μικρά ζώα», όπως της εξήγησε. Περπάτησαν σε ένα μονοπάτι η ξύλινη πινακίδα στην αρχή τούς πληροφορούσε για όλες τις δυνατές κατευθύνσεις και τα χιλιόμετρα κι έφτασαν στη λίμνη. Τα σκούρα μπλε μάτια του την κοιτούσαν διερευνητικά. Αν ήταν πολύ διεισδυτικά ή απλώς ασυνήθιστα, δεν μπορούσε να το πει με σιγουριά. Αλλά δεν είχε τόση σημασία. Ήταν ωραίο και αναπάντεχο που περπατούσε με ένα λεπτό γίγαντα γύρω σε μια λίμνη του Βορρά, κάτω από ψηλόλιγνα δέντρα. «Πώς τα λέτε;» τον ρώτησε, αλλά αμέσως ξέχασε τη λέξη. Κάθισαν σε ένα παγκάκι. Της το είπε με έναν τρόπο περίεργο. Δεν ήταν η κλασική δήλωση, όπως τη μαθαίνει κανείς στα βιβλία, όπως ακούγεται στα τραγούδια, όπως την ξέρει ακόμα και όποιος δεν γνωρίζει τίποτε άλλο σε αυτή τη γλώσσα. Ήταν μια άλλη διατύπωση, ίσως μια πιο σπάνια παραλλαγή, μπορεί και μια δική του εφεύρεση, μια προσωπική φράση. Να ήταν κάτι παραπάνω άραγε ή κάτι λιγότερο; «Μου είσαι τόσο αγαπητή», μετέφρασε στον νου της. Όχι, αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Κάτι άλλο υπήρχε σ' αυτή τη φράση, κάτι πιο ενδιαφέρον, που δεν αποδίδεται με ακρίβεια, και που δεν θα το μάθαινε, τουλάχιστον τώρα. Είχε ρίξει λοξά το κεφάλι και την κοιτούσε στα μάτια, το χέρι του άγγιζε θερμά το δικό της. Χαμογελώντας του επανέλαβε τη φράση, προσθέτοντας στο τέλος «επίσης». Το λευκό του πρόσωπο φωτίστηκε κι έγινε ακόμα λευκότερο. Του ξαναείπε τη φράση, τοποθετώντας τώρα το «επίσης» σε άλλο σημείο. Έτσι ακουγόταν σωστότερα. Αυτός έσκυψε και τη φίλησε στην άκρη των χειλιών. Απορώντας, γύρισαν κι οι δύο να κοιτάξουν τη λίμνη που άστραφτε. «Αλήθεια;». «Αλήθεια!», είπε εκείνη. «Γιατί γελάς;». «Η προφορά σου είναι θαύμα. Κάνε μου τη χάρη και ξαναπές το!». Το ξαναείπε, προσπαθώντας να μιμηθεί τον δικό του τόνο. Πιασμένοι απ' το χέρι έκαναν τον γύρο της μικρής λίμνης. Το να φιληθούν ήταν κάπως περίπλοκο, γιατί εκείνος έπρεπε να σκύψει αρκετά, κι η ίδια να σηκωθεί στις μύτες. Είχε πολύ γούστο. «Πάμε να φάμε κάπου οι δυο μας;». Τον κοίταξε παραξενεμένη. «Θα της τηλεφωνήσω να της πω ότι θα αργήσω». Πήγαν σε ένα αγροτικό πανδοχείο με καμιά δεκαριά ξύλινους πάγκους κάτω απ' τα δέντρα. Ήπιε μια μπίρα σε πελώριο ποτήρι κι έφαγε, με μεγάλη περιέργεια, έναν κιμά σχεδόν ωμό ή μπορεί και ολότελα ωμό. Οι συμπατριώτες του γύρω θορυβούσαν, όπως θα έκαναν και οι δικοί της, αλλά αυτοί θορυβούσαν ακατάληπτα κι ήταν σαν πυρόξανθα τελώνια του παραμυθιού. Όλα ήταν πράγματι παράξενα, κι ιδιαίτερα ο Ντίτερ που της κρατούσε το χέρι όσο δεν ασχολιόταν με την πίπα του. Όταν σηκώθηκαν, είχε βγει το φεγγάρι κι ο τόπος μύριζε φρεσκοκομμένο χόρτο. Παραπέρα υπήρχε στάβλος με αγελάδες. Τις επόμενες μέρες το έσκαγαν συχνά από τον πύργο, όταν τέλειωναν τη δουλειά, και κάναν βόλτες στις γύρω εξοχές. Της άρεσε το μικρό του αυτοκίνητο, όπου με δυσκολία βόλευε τα μακριά του πόδια, και ο τρόπος που οδηγούσε. Κάτι διαφορετικό υπήρχε στις κινήσεις του, που απολάμβανε να το κοιτάει, της φαινόταν και έτσι το ονόμαζε «μια καλλιτεχνική ποιότητα». Έμαθε κι αυτή να φοράει πάντα τη ζώνη της. Επισκέπτονταν μικρές μεσαιωνικές πόλεις κι έπιναν καφέ στα κάστρα. Τα χέρια τους, ακουμπισμένα δίπλα δίπλα, στα τραπέζια όπου έτρωγαν, είχαν τέτοια διαφορά χρώματος, σαν να ανήκαν σε άλλη φυλή. Εκείνος «λάτρευε το χρώμα της» και μεμψιμοιρούσε που δεν τον είχε δει ποτέ ο ήλιος της Μεσογείου. Η Καίτη πήρε φόρα κι άρχισε να μιλά τη γλώσσα του, να κατασκευάζει έννοιες συνδυάζοντας δύο λέξεις μαζί κι έπειτα να ρωτάει «ήταν σωστό;», ενώ αυτός πάντα απαντούσε «ακριβώς». Δεν τον πίστευε, αλλά ενθουσιαζόταν με τη φλυαρία της. Ούτε στη γλώσσα της δεν μιλούσε τόσο. Για την ακρίβεια, στη γλώσσα της ειδικά δεν μιλούσε τόσο. Εκεί ζύγιζε με ζυγαριά ακριβείας τις λέξεις και διύλιζε προσεκτικά κάθε νόημα. Εδώ απολάμβανε μια χαρούμενη αυθαιρεσία. Είχε δικαίωμα να λέει οτιδήποτε. Κανένας ούτε ο εαυτός της δεν την έλεγχε αν ανταποκρίνεται ακριβώς στη σκέψη της ή στο αίσθημα. (Τι ένιωθε άλλωστε; Το ήξερε;). Οι λέξεις δεν είχαν πολύ βάρος κι έτσι έφευγαν γρήγορα απ' το στόμα της. Ο φόβος να μη λέει ανοησίες δεν υπήρχε. Τώρα ό,τι και να 'λεγε ήταν χαριτωμένο· ο Ντίτερ διαρκώς γελούσε. Οι κοινοτοπίες επιτρέπονταν. Πώς να μη λέει κανείς κοινοτοπίες, όταν βασική μέριμνά του είναι απλώς να εκφράζεται, να βάζει το ρήμα στη σωστή του θέση, να πετυχαίνει το γένος των ονομάτων και τη σωστή πτώση. Κι αφού αυτή έλεγε κοινοτοπίες· μπορούσε να λέει κι ο άλλος, δεν χρειαζόταν να είναι πάντα πολύ σοφός. Ποιος ξέρει άλλωστε αν ήταν ή αν δεν ήταν, αν ήταν βαθύνους ή λιγάκι απλοϊκός, αν ήταν πράγματι φορέας της βαθιάς κουλτούρας του τόπου του (μα πρέπει να ήταν!) ή διέθετε μόνο μια επαρκή μέση παιδεία. Ήταν ένας συμπαθητικός μακρυκάνης κι έλεγε πολύ τρυφερά στο αυτί της την ακατάληπτη φράση του. Α, ναι, αυτή η φράση ήταν η πιο ωραία εκδοχή της μεγάλης κοινοτοπίας. Η Καίτη είχε αρχίσει να βεβαιώνεται ως προς αυτό. Άλλωστε την επαναλάμβανε σαν ηχώ του, κι αυτό ήταν το πιο ωραίο. Του το είπε μια φορά: «Σε όλη μου τη ζωή δεν το έχω πει τόσες φορές, όσο τις λίγες μέρες εδώ». «Κι εγώ το ίδιο», είπε εκείνος. Τόσες φορές: αυτό ήταν ήδη μια ανακρίβεια. Γιατί ήταν κάτι που συστηματικά απέφευγε στη γλώσσα της ή το έλεγε διστακτικά και πιέζοντας τον εαυτό της, ενώ εδώ έβγαινε αυθόρμητα, με μια πρωτόγνωρη εντυπωσιακή άνεση. Σαν να 'ταν γεννημένη με μια παραλλαγή της φράσης «σ' αγαπώ» στα χείλη. Ήταν τόσο ευχάριστο το αίσθημα, ώστε κάποτε ονειρευόταν το έβλεπε στον ύπνο της, πράγματι να μην ξανακατέβει κάτω στην πατρίδα και στη γλώσσα της· εδώ πάνω ήταν πολύ ωραία, πολύ ευχάριστα, πολύ ελεύθερα. Το βράδυ καθυστερούσαν αρκετές φορές τον αποχαιρετισμό μέσα στο αυτοκίνητό του. Της άρεσε να ψηλαφεί τις αρθρώσεις του, να φέρνει γύρω τους τονισμένους κόμπους του σώματός του. Το φεγγάρι εν τω μεταξύ διένυε σεβαστή απόσταση πίσω απ' τα φυλλώματα. Μια νύχτα βρέθηκαν κάτω από τα φουσκωτά παπλώματα ενός πανδοχείου. Αυτός γελούσε όλη την ώρα καλόκαρδα. Κι η Καίτη αναρωτιόταν αν η παιδική του διάθεση είχε να κάνει με το πελώριο οστεώδες σώμα του, που δεν ήταν εύκολο ίσως να το κατευθύνει, ή ήταν κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τελωνίων του Βορρά. Μια στιγμή σκέφτηκε και τη θρησκεία, στις ασυνείδητες επιρροές της, γιατί από όσο είχε εννοήσει με τα λόγια ήταν κι εκείνος στα θρησκευτικά εξίσου αδιάφορος. Πάντως η ωραία ακατάληπτη φράση ακουγόταν με γλυκιά συχνότητα και κυρίως λεγόταν απ' την ίδια. Α ναι, το καλύτερο ήταν που μπορούσε επιτέλους να μιλάει. Ο γλωσσοδέτης είχε ως εκ θαύματος λυθεί. «Λέω να μείνω εδώ», του είπε κάποτε χαμογελώντας. Εκείνος το σκέφτηκε παραπάνω από όσο όφειλε: «Ή να κατέβω εγώ στα μέρη σου», είπε. Αυτή η εκδοχή δεν της ήταν, πάντως, το ίδιο ευχάριστη. Μια μέρα την πλησίασε με ύφος παράξενο: «Η γυναίκα μου θέλει να σε γνωρίσει», είπε. Η Καίτη έμεινε να κοιτάζει το βιβλίο που εκείνη τη στιγμή κρατούσε στα χέρια της. «Κι εγώ το σκεφτόμουν», είπε τέλος. Έκλεισαν λοιπόν μέσω του Ντίτερ ραντεβού σε ένα ζαχαροπλαστείο στην πλατεία της γειτονικής πόλης. «Πες της πως θα φοράω ριγέ μπλούζα». Η κυρία που την πλησίασε φαινόταν να κρατά την αυτοκυριαρχία της περισσότερο από την Καίτη, που αισθανόταν να έχει γίνει κατακόκκινη. «Είκοσι μέρες τώρα είναι εξαφανισμένος», είπε. «Σκέφτηκα να γνωρίσω αυτήν που τόσο τον απασχολεί». Μιλούσε αργά και καθαρά, όχι υπερβολικά αργά, σαν να απευθύνεται σε ξένη, αλλά με μια ταχύτητα που έμοιαζε να είναι η φυσική της. Ο τόνος της ήταν ίδιος με του Ντίτερ· τα σύμφωνα έβγαιναν λεία απ' το στόμα της απαλύνοντας κάθε τραχύτητα της γλώσσας. «Σε μια βδομάδα φεύγω», έκανε αμήχανα η Καίτη. Η άλλη χαμογέλασε, κι η Καίτη βαθύτατα απόρησε τι γύρευε αλήθεια ο Ντίτερ μαζί της τρεις βδομάδες. Όλα όσα είχαν ζήσει τής φάνηκαν αιφνιδίως μη πραγματικά, σαν να είχαν συμβεί μέσα σε όνειρο. Δεν θυμόταν τίποτα από όσα είχαν ειπωθεί ανάμεσά τους κι όλες οι βόλτες τα απομεσήμερα και τα βράδια ήταν σαν να είχαν συμβεί σε άλλο πρόσωπο. «Πες μου, τον θέλεις αληθινά;», ρώτησε η γυναίκα του Ντίτερ και η φωνή της ελαφρώς έσπασε. Η Καίτη συγκρατήθηκε για να μη φωνάξει «όχι». Ξαφνικά άλλωστε και το «όχι» στην ξένη γλώσσα τής φάνηκε εξίσου ψεύτικο με το «ναι». Ήθελε να της πιάσει το χέρι και να της πει χαμηλόφωνα στα ελληνικά «μην ανησυχείς», αλλά αντί γι' αυτό κοιτούσε τον καφέ που της είχαν φέρει άφωνη. Ωστόσο έπρεπε να μιλήσει το συντομότερο: «Ήταν ευχάριστο», είπε, «αλλά εδώ τελειώνει. Έχει τελειώσει κιόλας». Άκουγε τη φωνή της και παράλληλα αναρωτιόταν σαν πόσα λάθη να έκανε άραγε σε αυτές τις λίγες φράσεις. Τίποτα δεν ακουγόταν στη σωστή του θέση. Η άλλη ωστόσο φαινόταν κάπως ανακουφισμένη. «Άραγε να σκέφτεται κι εκείνος το ίδιο;» είπε σαν μιλώντας στον εαυτό της. «Μου φαίνεται, ναι», έκανε η Καίτη κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Η γυναίκα του Ντίτερ βάλθηκε να μιλάει για τη ζωή τους, για τη δουλειά της και για ένα ταξίδι που είχαν προγραμματίσει και που δεν ήξερε, τώρα, αν θα πραγματοποιούνταν. Είχε πάντα τον ίδιο ήρεμο τόνο και την ελαφριά επιβράδυνση, που η Καίτη την εκλάμβανε σαν τρυφερή χειρονομία προς εκείνη. Μίλησε κι η ίδια για τη χώρα της και πόσο της άρεσε εδώ, στον δροσερό και πράσινο τόπο, με τα περιποιημένα χωριά και τις καλοχτισμένες πόλεις, όπου προστατεύεται το περιβάλλον και υπάρχει μέριμνα ακόμα και για τα βατράχια των αγρών. «Δεν είναι πάντα έτσι», παρατήρησε η γυναίκα του Ντίτερ. «Ναι», είπε η Καίτη, «πράγματι, κι εγώ άλλωστε δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά απ' την Ελλάδα». Έδωσαν τα χέρια. «Μιλάς καλά γερμανικά. Μπράβο!». Η Καίτη δαγκώθηκε και παρέμεινε πάλι βουβή στη φιλοφρόνηση. Ο Ντίτερ ξαφνιάστηκε αρχικά με την αλλαγή της, αλλά δεν δυσκολεύτηκε να την καταλάβει. Του την εξήγησε κιόλας, μιλώντας σχεδόν με ευφράδεια. Κι εκείνος, είπε, είχε συλλάβει τον εαυτό του να γοητεύεται από την ίδια την επιθυμία του να της μάθει τη γλώσσα, και να θέλγεται ιδιαίτερα από τα λάθη της και από την τραγουδιστή προφορά της, όπως απ' το σκούρο δέρμα της. Η Καίτη πολύ τον εκτίμησε. Γιατί εκτός που ήξερε να παρασύρεται, ήξερε και να βλέπει τον εαυτό του από απόσταση. Τον αποχαιρέτησε συγκινημένη. Ανακάλυπτε τώρα την πιο σημαντική τους ομοιότητα. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου