Ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα του Τσέχου συγγραφέα στέκομαι στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα που εμφανίζεται στην πρώτη ενότητα. Δύσκολο για ένα φιλόλογο να ξεφύγει από το μοτίβο της μεγαλειώδους τραγωδίας του Σοφοκλή.
Μίλησαν πολλή ώρα εκείνο το βράδυ, κι έτσι μάνα και γιος, οι δύο απογοητευμένοι εραστές, βρήκαν εντέλει παρηγοριά ο ένας στον άλλο.
Η μητέρα δεν συστήνεται με κάποιο όνομα. Είναι η μητέρα του ποιητή. Ένα σύμβολο. Το σύμβολο της αιώνιας μητέρας. Η μητέρα του ποιητή, λοιπόν, προσπαθεί να φανταστεί το μέρος που συνέλαβε το γιο της. Ένα ρομαντικό τοπίο διάσπαρτο με βράχους... Πρέσβευε την ηθική των ισοσκελισμένων λογαριασμών... Κι ο έρωτας ήταν μια ρομαντική επανάσταση απέναντι στην ανιαρή ζωή των γονιών της. Το κορμί της έψαχνε το μεγάλο έρωτα. Και τον βρήκε στο πρόσωπο που έμελλε να την διαψεύσει.
Ο πατέρας κι αυτός χωρίς όνομα. Ο εραστής που δε συμμερίζεται τις χαρμόσυνες ειδήσεις της συντρόφου του για την εγκυμοσύνη. Το αρσενικό που από φτωχός, παθιασμένος εραστής μεταμορφώνεται σε συμφεροντολόγο άντρα. Δέχεται προίκα, συμβιβάζεται, πηγαινοέρχεται στο σπίτι, δίχως μια σταθερή βάση.Η απουσί του δεν γίνεται καν αισθητή.
Και το παιδί. Ο ποιητής. Ένα παιδί που πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας. Όταν ο πατέρας-άντρας απογοητεύει με τη στάση του τότε οι ευχές της μητέρας απευθύνονταν σε ένα μικρό γυμνό άγαλμα να παρέμβει στο μικρό γιο της και να του δώσει μαγικές ιδιότητες. Το όνομα του παιδιού Γιάρομιλ που πάει να πει αυτός που αγαπάει την άνοιξη ή αυτός που τον αγαπάει η άνοιξη. Και........Ο εραστής της μπορούσε να απολαύσει την κοιλιά της, αλλά ποτέ δεν είχε ζήσει μέσα της. Μπορούσε ν΄ αγγίξει το στήθος της, αλλά ποτέ δεν είχε πιει από αυτό.....Το κορμί μπορούσε να είναι εξολοκλήρου κορμί, χωρίς να χρειάζεται να κρυφτεί πίσω από το φύλλο συκής...
Και δύο ακόμα πρόσωπα για να συνθέσουν την ιστορία: α) Ο ζωγράφος, που ερωτοτροπεί με τη δυστυχισμένη μητέρα, αλλά που δεν μπορεί να την κάνει να νιώσει ελεύθερη, συμφιλιωμένη με το σώμα της, με τον εαυτό της. β) Η Μάγδα, η υπηρέτρια του σπιτιού, που γυμνή κάνει το μπάνιο της κι εξάπτει την ερωτική φαντασία του νεαρού Γιάρομαιλ αφήνοντάς τον στις ονειρικές του φαντασιώσεις...
Λένε πως πάντα μένει κάτι στο παιδί από αυτά που σκέφτεται η μητέρα του στην εγκυμοσύνη της...
Και για το τέλος ένα ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου που μου έφερα συνειρμικά η παραπάνω σκηνή και το παρακολούθησα δραματοποιημένο στην πανεπιστημιάδα θεάτρου στις Σέρρες
Ρωμύλος
και Ρώμος
ή
Άνθρωποι εν πλω εις
μητρικήν αγκάλην
—
Το πλοίον (ένα βαπόρι
φορτηγό), πλέει προς τον προορισμόν του. Άνεμοι μέτριοι έως ισχυροί δροσίζουν
το θερμό, καλοκαιριάτικο ταξείδι.
Μια γυναίκα, καθισμένη
σε σκαμνί, ρεμβάζει στο κατάστρωμα, με ένα μωρό στην αγκαλιά της.
Ένας επιβάτης,
ευαίσθητος και οξυδερκής, καθήμενος επί ανακλίντρου, βλέπει, εντεύθεν της
κουπαστής, την νέα γυναίκα με το βρέφος, και εκείθεν του κιγκλιδώματος, έχοντας
πάντοτε την μάνα και το τέκνον της εντός του οπτικού πεδίου, βλέπει, συγχρόνως,
την κυματίζουσα και αφρόεσσα επιφάνεια του πελάγους.
Δελφίνια στιλπνά
βυθίζονται και αναδύονται από το ύδωρ. Το ατμόπλοιον λικνίζεται στο κύμα. Το
βρέφος λικνίζεται στην μητρικήν αγκάλην. Ο επιβάτης παρατηρεί την μάνα και το
βρέφος, και κάποτε αδημονεί, και κάποτε εφησυχάζει.
Ο ορίζων ανέρχεται. Ο
ορίζων κατέρχεται. Και ότε μεν υπέρκειται και δεσπόζει, ότε δε κρύπτεται (για
μια στιγμή) κάτω απ’ την γραμμή του καταστρώματος.
Ο άνεμος σφυρίζει στους
ιστούς και εναρμονίζεται με τους τριγμούς των ξύλων.
Ο ήλιος λάμπει.
Η μάνα ρεμβάζει.
Αίφνης το βρέφος αρχίζει
να ουρλιάζη και η μητέρα του (γυνή δολιχοκέφαλος), το ανασηκώνει, του ομιλεί,
αλλά δεν ημπορεί να το ησυχάση.
Ο επιβάτης παρατηρεί την
νέα γυναίκα και το βρέφος, και μία ελπίς γεννιέται στην καρδιά του… Υπάρχουν
μαστοί σαν πορτοκάλλια. Υπάρχουν μαστοί που μοιάζουν με αχλάδια. Υπάρχουν
μαστοί που μοιάζουν με ελπίδες.
Το βρέφος εξακολουθεί να
ουρλιάζη. Ματαίως η μητέρα του προσπαθεί να το ησυχάση.
Η ελπίς του επιβάτου
δυναμώνει.
Το βρέφος ολολύζει πιο
πολύ.
Τέλος η μάνα του το
αποφασίζει.
Βγάζει γοργά το ένα της
βυζί, και δίνει την ρώγα του εις το παιδί της. Το βρέφος, με άμετρη λαχτάρα το
αρπάζει, και με ηδονή το πιπιλίζει.
Ο επιβάτης στέκει
απότομα στα πόδια του.
Ο ορίζων ανέρχεται.
Ο ορίζων κατέρχεται.
Αστραφτερά, στη θάλασσα,
πηδούνε τα δελφίνια.
Το βρέφος πιπιλίζει με
μανία. Η μάνα κοιτάζει το παιδί. Ο ήλιος λάμπει. Ο άνεμος μέλπει και σφυρίζει.
Με άφατον ηδονήν το βρέφος πιπιλίζει.
Σιγά-σιγά, ο επιβάτης
πλησιάζει από πίσω. έπειτα σκύβει, μονομιάς, επάνω απ’ την γυναίκα, και βγάζει
το άλλο της βυζί.
Μια αναφώνησις ηχεί.
Κανένας δεν ακούει. Ο επιβάτης σκύβει πιο πολύ, και παίρνει στο στόμα του την
άλλη ρώγα. Δευτέρα αναφώνησις ηχεί. Μα ο επιβάτης εξακολουθεί.
Άλλη διαμαρτυρία δεν
ακούεται. Γιατί να ακουσθή; Ο ήλιος λάμπει. Τα δελφίνια σκιρτούν. Υγρόν
ψιμύθιον αφρού αναπηδά από το κύμα. Γιατί να διαμαρτυρηθή η νέα γυναίκα; Γιατί
να μεμψιμοιρήση; Τρεις άνθρωποι τέρπονται. Κανένας δεν τους βλέπει.
Η μάνα αφήνεται και
αναστενάζει.
Ο έρωτας είναι γλυκός.
Η ζωή ωραία.
Αντί
επιλόγου
Το ίδιο βράδυ, η νεαρά
γυνή, δέχθηκε στην καμπίνα της τον άγνωστον επιβάτη. Οσάκις ξυπνούσε το παιδί,
το έπαιρνε στην αγκαλιά της. Ο άνδρας, όμως, δεν έφευγε. Γιατί να φύγη; Στην
ηδονή υπάρχουν πολλαί στάσεις. Ο έρωτας είναι γλυκός. Η ζωή ωραία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου