Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Γκόλεμ - Γκ. Μέιρινκ

Τι συμβαίνει άραγε όταν το μυστήριο συναντά την ποίηση; Κι όταν ο αφηγητής είναι μια ονειρική ιδέα  που διατρέχει όλο το έργο και στο τέλος συναντά τον υλικό αντικατοπτρισμό του; Και  οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη σε ένα καταιγιστικό παιχνίδι διανοητικών πειραματισμών;;;; 



Τότε προφανώς έχεις διαβάσει το "Γκόλεμ"...Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί και σε ταξιδεύει στα σοκάκια που χάραξε ο συγγραφέας Γκούσταβ Μέιρινκ. Ένα βιβλίο που πράγματι δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου...

Ας ξεκινήσουμε με μια σκηνή κατά την οποία ο αφηγητής, το ονειρικό alter ego του χαράκτη πολύτιμων λίθων με το όνομα Αθανάσιος Πέρναθ, δέχεται ένα βιβλίο από έναν άγνωστο, ένα βιβλίο με τον τίτλο "Ιμπούρ. Η εγκυμοσύνη της ψυχής". Ας δούμε πώς μας περιγράφει το βιβλίο:

Το βιβλίο μου μιλούσε όπως μιλούν τα όνειρα, μόνο πολύ πιο καθαρά και με σαφήνεια. Μ' άγγιζε βαθιά σαν να με ρωτούσε.
Λέξεις ζωντάνευαν και ορμούσαν από ένα στόμα αόρα­το καταπάνω μου. Γύριζαν και στροβιλίζονταν μπρος μου σαν φανταχτερά ντυμένες σκλάβες και βούλιαζαν μετά στο πάτωμα ή χάνονταν όπως η ομίχλη που στραφταλίζει στον αέρα, αφήνοντας τη θέση τους για τις επόμενες. Έλπιζα για μια στιγμή να βρω μια λέξη, να την ξεχωρίσω και να αδιαφορήσω για τις άλλες.
Μερικές ανάμεσα τους ντυμένες με γυαλιστερά φορέμα­τα, περπατούσαν κορδωμένες σαν παγώνια, με βήματα αρ­γά και μετρημένα.
Άλλες, σαν γέρικες βασίλισσες, τσακισμένες, με βλέφαρα βαμμένα και πρόστυχη έκφραση στο στόμα, τις ρυ­τίδες πρόχειρα με άσπρη πούδρα σκεπασμένες.
Τις προσπέρναγα και κοίταζα για τις επόμενες. Το βλέμμα μου έπεφτε σε ατέλειωτες σειρές από γκρίζες μορ­φές και πρόσωπα τόσο πολύ συνηθισμένα και ανέκφραστα που μου φαινόταν αδύνατο να τις κρατήσω στη μνήμη μου.
Μετά παρουσιάστηκε μια ομάδα που έσερνε ένα γιγά­ντιο ολόγυμνο θηλυκό, έναν ορειχάλκινο κολοσσό. Στά­θηκαν μπροστά μου κι η γυναίκα έσκυψε πάνω μου. Τα τσίνορα της ήταν τόσο μακριά όσο το κορμί μου ολόκληρο. Μου έδειξε βουβή το σφυγμό του αριστερού της χεριού.
Κτυπούσε σαν σεισμός και κατάλαβα πως μέσα της είχε τη ζωή ολόκληρου του κόσμου. Από μακριά έρχονταν τρέχοντας ξέφρενα μια ομάδα κορύβαντες.
Ένα ζευγάρι αγκαλιαζόταν. Το έβλεπα να πλησιάζει από μακριά μες στις ατέλειωτες σειρές, ενώ άκουγα ταυ­τόχρονα την ψαλμωδία των εκστασιασμένων. Έψαξα με τα μάτια για το αγκαλιασμένο ζευγάρι.
Αυτό όμως είχε λιώσει· είχε μεταμορφωθεί σε ένα ον μισό άντρας, μισό γυναίκα —ένας ερμαφρόδιτος— και τώρα καθόταν στο φιλντισένιο θρόνο του.
Η κορόνα του ερμαφρόδιτου είχε ένα κόκκινο ξύλινο τελείωμα κι εκεί το καταστροφικό σαράκι είχε σκαλίσει μυστηριώδη ρανικά ψηφία.
Μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, έρχονταν πίσω τους, βιαστικά, ένα κοπάδι μικρά τυφλά πρόβατα, η τροφή της συνοδείας του γιγάντιου ανδρόγυνου- μ' αυτά τρεφόταν η ορδή των κορυβαντιούντων συντρόφων του.



Παράγραφοι λεπτοκαμωμένες, μινιατούρες λόγου, λες και διαβάζεις στίχους ενός ποιήματος ονειρικής φαντασίας, μέσα από τις οποίες προβάλει αυτό το υβριδικό ον του έρωτα ή καλύτερα της μέθεξης, ο ερμαφρόδιτος. Το έργο διακρίνεται από έναν διακριτικό ερωτισμό που στο τέλος μάλιστα ανταμείβεται.

Το μυθιστόρημα στηρίζεται σε μια παράδοση σχετικά με τον Γκόλεμ. Ο μύθος του Γκόλεμ έχει την καταγωγή του από την Βίβλο. Όπως ο θεός της παλαιάς διαθήκης έπλασε τον Αδάμ με χώμα και νερό και στη συνέχεια του εμφύσησε ζωή, έτσι και ο Γκόλεμ πλάθεται από νερό και λάσπη και ζωντανεύει μόνο όταν στο μέτωπό του γραφεί η λέξη emet που σημαίνει "αλήθεια". Όταν όμως αυτό το πλάσμα έσβησε με το χέρι του το πρώτο γράμμα από τη λέξη που είχε γραφτεί στο μέτωπό του, σωριάστηκε αμέσως νεκρό. Γιατί η λέξη που σχηματίστηκε, met, σημαίνει θάνατος, επιβεβαιώνοντας ότι την αλήθεια την κατέχει μόνο ο Θεός...



Φυσικά οι μορφές και οι εκδηλώσεις του Γκόλεμ είναι ποικίλες. Η πιο συνηθισμένη και διαδεδομένη μορφή και συμπεριφορά είναι αυτή που σχετίζεται με τον ραβίνο Μπεν Λεβ Μπεζαμπέλ,στο γκέτο της Πράγας, γύρω στα 1590 περίπου. Αυτός  έφτιαξε ένα τεχνητό άνθρωπο - τον Γκόλεμ -για να χτυπά τις καμπάνες και να κάνει όλες τις χοντροδουλειές της συναγωγής.
Δεν ήταν ακριβώς άνθρωπος, αλλά ένα υποτυπώδες μισο-συνειδητό φυτικό όν. Με τη δύναμη ενός μαγικού χαπιού, που βρισκόταν κάτω από τη γλώσσα του και τραβούσε την ελεύθερη αστρική ενέργεια του σύμπαντος, η ύπαρξη αυτή βαστιόταν στη ζωή της ώρες της ημερας.
Ο ραβίνος ξέχασε να βγάλει μια νύχτα, πριν απ'τη βραδινή προσευχή, το χάπι από το στόμα του Γκόλεμ και το πλάσμα το έπιασε αμόκ, έτρεχε στους σκοτεινούς δρόμους της συνοικίας και χτυπούσε όποιον έβρισκε μπροστά του, ώσπου το έπιασε ο ραβίνος και του έβγαλε το χάπι.
Το πλάσμα χωρίς ζωή σωριάστηκε στη στιγμή. Τότε ο ραβίνος το μετέφερε στα υπόγεια της παλιάς συναγωγής, όπου, σύμφωνα πάντα με το θρύλο, λέγεται οτι υπάρχει ακόμα περιμένοντας την ημέρα που θα επανέλθει στη ζωή. 


Ένα συμβολικό παραμύθι επομένως, όπου αναγνωρίζει κανείς την επιθυμία του ανθρώπου να δημιουργήσει ζωή, εξομοιώνοντας έτσι τον άνθρωπο με το δημιουργό, αποτέλεσε το ερέθισμα για το μυθιστόρημα του Μέιρινκ. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο γκέτο της Πράγας μέσα σε ένα σκηνικό όπου η πραγματικότητα και το όνειρο σκόπιμα συγχέονται πολλές φορές. Ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ήρωα του ονείρου του υπάρχοντας και στους δύο κόσμους. Ένα ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης που ολοκληρώνεται με τον έρωτα...

 Η συμπεριφορά του ήταν, όπως και στην αρχή, πάντα ευγενική. Όταν ήθελα να περπατήσω πάνω κάτω, το κα­ταλάβαινε αμέσως από την έκφραση μου και παραμέριζε διακριτικά. Καθόταν στο κρεβάτι του και μάζευε ευγενικά τα πόδια του από κάτω για να μου κάνει χώρο.
Άρχισα να νιώθω τύψεις για την απότομη συ­μπεριφορά μου. Δεν μπορούσα όμως να ξεπεράσω την απέχθεια που μου προκαλούσε, όσο κι αν προσπαθού­σα.
Έλπιζα ότι θα τον συνηθίσω, αλλά δεν τα κατάφερνα. 
Ακόμη και τις νύχτες η αίσθηση αυτή με κρατούσε άυπνο. Μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από ένα τέταρτο.
Κάθε βράδυ επαναλαμβανόταν χωρίς καμιά διαφορά η ίδια ιστορία. Περίμενε ευγενικά να ξαπλώσω, ύστερα γδυνόταν, δίπλωνε προσεχτικά τα ρούχα του, φρόντιζε την τσάκιση, τα κρέμαγε, κλπ., κλπ.
Μια νύχτα, θα 'ταν περίπου δύο η ώρα, μισοκοιμόμουν πάλι πάνω στο ξυλοκρέβατό μου κοιτάζοντας την πανσέ­ληνο που οι αχτίνες της γυάλιζαν σαν λάδι πάνω στο χάλκινο πρόσωπο του ρολογιού και σκεφτόμουν λυπημέ­νος τη Μίριαμ.
Και τότε, ξαφνικά, άκουσα σιγανά τη φωνή της πίσω μου.
Ξύπνησα αμέσως, γύρισα πίσω και αφουγκράστηκα.
Πέρασε ένα λεπτό και νόμισα πως είχα κάνει λάθος, όταν την ξανάκουσα. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω καθαρά τις λέξεις, αλλά έμοιαζαν σαν:
«Ρώτα με, ρώτα με».
Ήμουν βέβαιος πως ήταν η φωνή της Μίριαμ!
Τρέμοντας από ταραχή, κατέβηκα όσο μπορούσα πιο σιγά και πλησίασα το κρεβάτι του Λαπόντερ.
Το φεγγαρόφωτο έλουζε το πρόσωπο του και μπορούσα να δω καθαρά ότι είχε τα μάτια του ανοιχτά. Αλλά φαι­νόταν μόνο το άσπρο του βολβού τους.
Από την ακαμψία που είχαν οι τεντωμένοι μυώνες στα μάγουλα του κατάλαβα ότι κοιμόταν βαθιά. Μόνο τα χεί­λη του σάλευαν όπως προχτές.
Και σιγά σιγά άρχισα να ξεχωρίζω τις λέξεις που έβγαι­ναν από τα σφιγμένα δόντια του.
«Ρώτα με, ρώτα με».
Η φωνή έμοιαζε εκπληκτικά με της Μίριαμ.
—Μίριαμ; Μίριαμ; φώναξα ασυναίσθητα. Αμέσως όμως χαμήλωσα τη φωνή μου για να μην τον ξυπνήσω.
Περίμενα ώσπου το πρόσωπο του απόκτησε ξανά την τρομερή του ακαμψία και επανέλαβα σιγά:
—Μίριαμ! Μίριαμ!
Το στόμα του σχημάτισε ένα σιγανό αλλά ξεκάθαρο:
«Ναι».
Ακούμπησα το αυτί μου πολύ κοντά στα χείλια του.
Ύστερ' από λίγο άκουσα τη φωνή της Μίριαμ. Ψιθύ­ριζε και ήταν τόσο αλάθευτα η φωνή της ώστε μου σηκώ­θηκε η τρίχα.
Ρουφούσα άπληστα τα λόγια της καταλαβαίνοντας μό­νο το νόημα τους. Μου μιλούσε για έρωτα και για την απέραντη ευτυχία ότι βρεθήκαμε επιτέλους κι ότι δε θα χωρίζαμε ποτέ ξανά κι όλα αυτά βιαστικά, χωρίς να στα­ματά, σαν κάποιος που φοβάται μην τον διακόψουν και θέλει να εκμεταλλευτεί κάθε λεπτό.
Και μετά η φωνή άρχισε να δυσκολεύεται, ώσπου κάποια στιγμή έσβησε.
—Μίριαμ; ρώτησα τρέμοντας από φόβο και κρατώντας την ανάσα μου. Μίριαμ, πέθανες;
Για πολλή ώρα, καμία απάντηση.
Μετά σχεδόν ακατάληπτα:
«Όχι! Ζω! Κοιμάμαι!»
Τίποτ' άλλο.
Περίμενα ν΄ ακούσω κι άλλο. Ν' ακούσω. Μάταια.
Από συγκίνηση και τρέμοντας χρειάστηκε να στηριχτώ στην άκρη της κουκέτας για να μην πέσω μπροστά πάνω στον κοιμισμένο Λαπόντερ.
Η παραίσθηση ήταν τόσο μεγάλη, που για μια στιγμή νόμισα ότι εκεί πάνω στο κρεβάτι μπροστά μου ήταν ξα­πλωμένη πραγματικά η Μίριαμ, κι έπρεπε να συγκρατηθώ με όλη μου τη δύναμη για να μη φιλήσω τα χείλη του δολοφόνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου