ΚΛΩΝΤ ΣΙΜΟΝ - Η πρόσκληση
Ο Κλωντ Σιμόν προσκαλείται επίσημα στη Σοβιετική Ένωση το 1986 επί Γκορμπατσόφ μαζί με άλλες δεκατέσσερις προσωπικότητες. Ένα διεθνές φόρουμ με ασαφείς στόχους. Ένας πολιτικός γυάλινος πύργος που μέσα του κινείται (με δεκανίκια) η διανόηση. Ο διανοούμενος ως μαριονέτα. Μια σειρά από δημόσιες σχέσεις και διαλέξεις εκδήλωσης αγαθών προθέσεων συνιστά τη βιτρίνα του ταξιδιού αυτού. Ατέλειωτοι λόγοι υποδοχής, ευχαριστιών και ευχολογίων για την επικράτηση της ειρήνης, φωτογραφήσεις που όμως αντί να ενώνουν τις ανθρώπινες καρδιές, τελικά παγιώνουν την (γεωγραφική και ιδεολογική) απόσταση.
Το λαχανιασμένο, ασυγκράτητο ύφος γραφής του Κλωντ Σιμόν ξεπερνά το εξομολογητικό, ανεκδοτολογικό περιεχόμενο του αφηγήματος και το μετατρέπει σε ένα αυτόνομο, ανθρώπινο δημιούργημα-κτήμα.
Για πολλή ώρα δεν υπήρχε τίποτε άλλο να δει κανείς παρά το φεγγάρι, πού δεν ήταν ολόγιομο, αλλά λίγο πεπιεσμένο στην αριστερή του μεριά, γαλακτώδες ή μάλλον επάργυρο, σαν φανάρι το όποιο φαινόταν να κινείται με την ταχύτητα του αεροπλάνου, λες και ήταν κολλημένο πάνω του, καμιά φορά λίγο ψηλότερα ή λίγο χαμηλότερα, ξαναπαίρνοντας ύστερα την αρχική του θέση, ή μάλλον λες και το αεροπλάνο κι αυτό να παρέμεναν ακίνητα, κρεμασμένα χωρίς να προχωρούν μες στην ανάστερη νύχτα ενώ χιλιάδες μέτρα από κάτω τους παρασύρονταν αργά, αόρατες μες στο σκοτάδι, οι τερατώδεις εκτάσεις γης πού συνέδεαν δύο ηπείρους, δύο κόσμους οι όποιοι δεν αντίκριζαν ο ένας τον άλλο από τις απέναντι όχθες κάποιας θάλασσας, κάποιου αεικίνητου ωκεανού, άλλά ήταν κολλημένοι μεταξύ τους, όπως εκείνα τα δικέφαλα πλάσματα, οι σιαμαίοι αδελφοί που τους επιδεικνύουν στις πανηγυριώτικες παράγκες, οι κολλημένοι πλάτη με πλάτη, οι καταδικασμένοι να μην αντικρίσουν ποτέ ο ένας τον άλλο κι ας αναπνέουν ή ας χωνεύουν με κάποιο κοινό όργανο αδιαίρετο, υπερτροφικό, άρρωστο από ελεφαντίαση (κατά την επιστροφή τους, πού έγινε μέρα, θα το έβλεπαν αυτό, δηλαδή το αντίθετο τού ρευστού και τής κίνησης: επί ώρες, θα έβλεπαν από κάτω κάτι ομοιόμορφα καφεκίτρινο, ομοιόμορφα επίπεδο, πάνω από το όποιο λίμναζαν παράλληλες αρμαθιές καμωμένες από στρογγυλά συννεφάκια, ασάλευτα, διπλασιασμένα από τις επίσης ασάλευτες σκιές τους, ενώ εδώ κι εκεί διακρίνονταν λίμνες, ή μάλλον βάλτοι, ήδη καλυμμένοι από ένα στρώμα πάγου κι ας μην ήταν παρά Οκτώβριος, κι ούτε μια πόλη στον ορίζοντα, ούτε ένας οικισμός, ούτε αγρόκτημα, ούτε δρόμος ούτε κάν μονοπάτι, μόνο μια σιδηροδρομική γραμμή πού το αυλάκωνε από δυσμάς προς ανατολάς εκτεινόμενη ως εκεί πού έφτανε το μάτι, απολύτως ευθεία, χωρίς να υπάρχει λόφος πού χρειάζεται να παρακαμφθεί, χωρίς κοιλάδα για να ακολουθήσει τούς μαιάνδρους της, τραβηγμένη με το χάρακα, ξεκινώντας από το πουθενά και καταλήγοντας στο πουθενά: ένας φλοιός, μια αχανής έκταση νεκρή, άδεια, άγονη, οριστικά άδεια, οριστικά άγονη και οριστικά ακίνητη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου