Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Κύρου Ανάβασις - Ξενοφών

   

Ένα πράγμα που με ενδιαφέρει στη διδασκαλία είναι να παρουσιάζω στους μαθητές μου ολοκληρωμένα τα κείμενα που διδάσκω, για να έχουν και αυτοί, αλλά και εγώ, μια συνολική εικόνα του αντικειμένου. Αρκούν οι εκπτώσεις αλλού. Η διδασκαλία θέλει γενναιοδωρία, όχι όμως και μαξιμαλισμό...Όπως και ο έρωτα εξάλλου... Την ερχόμενη Πέμπτη στον τρίτο όροφο της βιβλιοθήκης θα αναπτύξω το έργο του Ξενοφώντα "Κύρου Ανάβασις". Η αφορμή για το συγκεκριμένο έργο είναι ο χαμηλός βαθμός δυσκολίας (συγκριτικά με άλλα) που παρουσιάζει με αποτέλεσμα να είναι μια πρόσφορη αρχή για κάποιον που ξεκινά τη μελέτη της αρχαίας ελληνική γλώσσας. Βέβαια από την άλλη πάντοτε με τραβούσε στον Ξενοφώντα η τάση του προς το συγκεκριμένο, αλλά και η αγάπη του για εντυπωσιακά επεισόδια. Κυρίως όμως με τραβούσε αυτή η κραυγή "θάλαττα, θάλαττα" στο στόμα των στρατιωτών. Οι δύο λέξεις που κρύβουν μέσα τους τη λύτρωση. Συγκλονιστικό...
   Σχετικά με τη δομή του έργου να αναφέρω ότι την ανάβαση, την πορεία δηλαδή προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, τη διηγούνται μόνο τα έξι πρώτα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου. Ύστερα ακολουθεί η περιγραφή της μάχης στα Κούναξα και το κύριο μέρος του έργου το καλύπτει η διήγηση της τολμηρής υποχώρησης προς τη Μαύρη θάλασσα μέσα από την εχθρική ενδοχώρα και τα αδιάβατα βουνά, έως την ένωση του στρατεύματος με τις σπαρτιατικές δυνάμεις που αρχηγός τους ήταν ο Θίβρων.

   Εδώ παραθέτω το απόσπασμα όταν αντικρίζουν οι Μύριοι τη θάλασσα: 


   ΒΙΒΛΙΟ Δ΄
ΚΕΙΜΕΝΟ 5Ο : [4.7.19] ἐντεῦθεν διῆλθον σταθμοὺς τέτταρας παρασάγγας εἴκοσι πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ εὐδαίμονα καὶ οἰκουμένην ἣ ἐκαλεῖτο Γυμνιάς. ἐκ ταύτης τῆς χώρας ὁ ἄρχων τοῖς Ἕλλησιν ἡγεμόνα πέμπει, ὅπως διὰ τῆς ἑαυτῶν πολεμίας χώρας ἄγοι αὐτούς. [4.7.20] ἐλθὼν δ᾽ ἐκεῖνος λέγει ὅτι ἄξει αὐτοὺς πέντε ἡμερῶν εἰς χωρίον ὅθεν ὄψονται θάλατταν· εἰ δὲ μή, τεθνάναι ἐπηγγείλατο. καὶ ἡγούμενος ἐπειδὴ ἐνέβαλλεν εἰς τὴν [ἑαυτοῦ] πολεμίαν, παρεκελεύετο αἴθειν καὶ φθείρειν τὴν χώραν· ᾧ καὶ δῆλον ἐγένετο ὅτι τούτου ἕνεκα ἔλθοι, οὐ τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας. [4.7.21] καὶ ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸ ὄρος τῇ πέμπτῃ ἡμέρᾳ· ὄνομα δὲ τῷ ὄρει ἦν Θήχης. ἐπεὶ δὲ οἱ πρῶτοι ἐγένοντο ἐπὶ τοῦ ὄρους καὶ κατεῖδον τὴν θάλατταν, κραυγὴ πολλὴ ἐγένετο. [4.7.22] ἀκούσας δὲ ὁ Ξενοφῶν καὶ οἱ ὀπισθοφύλακες ᾠήθησαν ἔμπροσθεν ἄλλους ἐπιτίθεσθαι πολεμίους· εἵποντο γὰρ ὄπισθεν ἐκ τῆς καιομένης χώρας, καὶ αὐτῶν οἱ ὀπισθοφύλακες ἀπέκτεινάν τέ τινας καὶ ἐζώγρησαν ἐνέδραν ποιησάμενοι, καὶ γέρρα ἔλαβον δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια ἀμφὶ τὰ εἴκοσιν. [4.7.23] ἐπειδὴ δὲ βοὴ πλείων τε ἐγίγνετο καὶ ἐγγύτερον καὶ οἱ ἀεὶ ἐπιόντες ἔθεον δρόμῳ ἐπὶ τοὺς ἀεὶ βοῶντας καὶ πολλῷ μείζων ἐγίγνετο ἡ βοὴ ὅσῳ δὴ πλείους ἐγίγνοντο, [4.7.24] ἐδόκει δὴ μεῖζόν τι εἶναι τῷ Ξενοφῶντι, καὶ ἀναβὰς ἐφ᾽ ἵππον καὶ Λύκιον καὶ τοὺς ἱππέας ἀναλαβὼν παρεβοήθει· καὶ τάχα δὴ ἀκούουσι βοώντων τῶν στρατιωτῶν --θάλαττα θάλαττα καὶ παρεγγυώντων. ἔνθα δὴ ἔθεον πάντες καὶ οἱ ὀπισθοφύλακες, καὶ τὰ ὑποζύγια ἠλαύνετο καὶ οἱ ἵπποι. [4.7.25] ἐπεὶ δὲ ἀφίκοντο πάντες ἐπὶ τὸ ἄκρον, ἐνταῦθα δὴ περιέβαλλον ἀλλήλους καὶ στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς δακρύοντες.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Από εκεί διάνυσαν τέσσερις σταθμούς και είκοσι παρασάγγες και έφτασαν σε μεγάλη και πλούσια κατοικημένη πόλη με το όνομα Γυμνιάδα. Ο άρχοντας της περιοχής αυτής έδωσε οδηγό στους Έλληνες για να τους βγάλει έξω από τη δική τους, εχθρικά διακείμενη, χώρα. Όταν λοιπόν πήγε ο οδηγός, λέγει σε αυτούς ότι θα τους οδηγήσει με πορεία πέντε ημερών σε μέρος, απ΄ όπου θα δουν θάλασσα. Σε αντίθετη περίπτωση δεχόταν να τον σκοτώσουν. Και μπαίνοντας μπροστά τους ως οδηγός, μόλις εισέβαλε στην εχθρική και γι΄ αυτόν χώρα, συμβούλευε τους Έλληνες να κάψουν και να καταστρέψουν την ύπαιθρο. Από αυτό εκδηλώθηκε ο οδηγός ότι γι΄αυτό ακριβώς είχε πάει και όχι από αγάπη για τους Έλληνες. Φτάνουν λοιπόν στο βουνό την πέμπτη ημέρα. Το όνομα του βουνού ήταν Θήχης. Όταν έφτασαν οι πρώτοι πάνω στο βουνό και αντίκρισαν τη θάλασσα, έβγαλαν δυνατές κραυγές. Ο Ξενοφώντας και οι οπισθοφύλακες στο άκουσμα των φωνών νόμιζαν ότι τους είχαν επιτεθεί μπροστά νέοι εχθροί. Γιατί τους ακολουθούσαν ντόπιοι από τις περιοχές που είχαν πυρπολήσει (οι Έλληνες) και οι οπισθοφύλακες κάποιους από αυτούς τους είχαν σκοτώσει ή τους είχαν αιχμαλωτίσει με ενέδρα και είχαν πάρει από αυτούς περίπου είκοσι πλεκτές ασπίδες από ωμά ακατέργαστα δέματα βοδιών. Επειδή οι φωνές δυνάμωναν και ακούγονταν από πιο κοντά και αυτοί που προχωρούσαν έτρεχαν βιαστικά προς αυτούς που φώναζαν διαρκώς και δυνάμωναν πολύ περισσότερο οι κραυγές τους όσο τους πλησίαζαν και οι άλλοι, ο Ξενοφώντας έκρινε ότι συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και, αφού ανέβηκε στο άλογό του και πήρε και τον Λύκιο και τους ιππείς, έτρεχε για βοήθεια. Γρήγορα όμως ακούν καθαρά τους στρατιώτες να φωνάζουν «θάλασσα, θάλασσα» και να το μεταδίδουν ο ένας στον άλλο. Τότε λοιπόν έτρεξαν όλοι (προς τα εκεί) και οι οπισθοφύλακες, και οδηγούνταν  εκεί και τα υποζύγια και τα άλογα. Κι όταν όλοι έφτασαν στο ύψωμα, τότε αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο και τους στρατηγούς και τους λοχαγούς και έκλαιγαν από χαρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου