Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

"Κανείς δεν θέλει να πεθάνει" Κατ. Μαλακατέ

   

Είναι ένα ευχάριστο ... σκούντημα να συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν άνθρωποι που επιθυμούν να εκφράζονται λογοτεχνικά. Η αναγνωστική εμπειρία γίνεται τότε ένα διεγερτικό χάδι. Και αυτό το χάδι μου έδωσε το πρώτο βιβλίο της Κατερίνας Μαλακατέ με τον τίτλο "Κανείς δε θέλει να πεθάνει". Τίτλος που σε υποβάλλει σε ένα μεταφυσικό προβληματισμό πριν καν ξεκινήσεις το διάβασμα. Θάνατος και αθανασία. Θνητότητα και θεϊκότητα λοιπόν. Ο Πλάτωνας αναφέρει κάπου στο "Συμπόσιο" διά στόματος Σωκράτη ότι ο θεός μένει αθάνατος επειδή έχει την ικανότητα να είναι ο ίδιος, ενώ ο άνθρωπος μένει αθάνατος, γιατί αποκτά απογόνους. Με την έννοια της αθανασίας παίζει λοιπόν και η Μαλακατέ. Στην αρχή με ένα πιο κωμικό και ανάλαφρο πνεύμα, το οποίο όμως σοβαρεύει όσο εξελίσσεται η ιστορία που σου δημιουργεί πολλά ερωτήματα. Μια ογδοντάχρονη γυναίκα σε κώμα κατορθώνει και απελευθερώνεται από το γέρικο σώμα της και μεταναστεύει η ψυχή της στο σώμα μιας νεώτερης ουκρανής γυναίκας. Και για να επιβιώσει ρίχνεται στην πορνεία (οι ουκρανές αποτελούν σύμβολα ερωτικής εκμετάλλευσης;;). Αλλά και στη συνέχεια μπαίνει στο σώμα μιας ακόμα πιο νέας γυναίκας, της Άννας. Τι είναι αυτό που της δίνει την ικανότητα να μετενσαρκώνεται; Ένα μαγικό πράσινο μενταγιόν. Ένα μενταγιόν που το δέχτηκε ως δώρο σε ένα ταξίδι της στην Αφρική από μια νέα κοπέλα, αδελφή του πραγματικού κτήτορα του μενταγιόν. Η γυναίκα αυτή βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη σχέση και πνευματική επικοινωνία με την εγγονή της, την Λένα, σε τέτοιο βαθμό που να ταυτίζονται μεταξύ τους. Να ενώνονται σε ένα αδιαίρετο σύνολο, σε μια γυναίκα. Από τη μία πλευρά επομένως η Γυναίκα. Αιώνια, ευπροσάρμοστη, σκανδαλιάρα, η Λίλιθ. Και από την άλλη ο Άντρας. Αιώνιος (ή μήπως και προ-αιώνιος), αναλλοίωτος, αρχομανής, ένας πραγματικός ... θεός. Πέτερ, Μάνος, Γκόπαλ, με όσα ονόματα κι αν εμφανίζεται δεν θέλει να χάσει τα ... κεκτημένα, την εξουσία του.. Το αρχετυπικό ζευγάρι επομένως. Η Λίλιθ και ο μυστηριώδης θεός. Και οι μετενσαρκώσεις τους. Τα παιδιά τους. Τα παιδιά που γέννησαν, αλλά και αυτά που βρίσκονται ακόμα μέσα στην κοιλιά. "Ανέκαθεν ο θεός ήταν τριαδικός". Με αυτή τη φράση τελειώνει η νουβέλα της Μαλακατέ. 
   Η ανάγνωση ως προσωπική εμπειρία λοιπόν. Και η ανάγνωση του πρώτου βιβλίου της Μαλακατέ ήταν μια ευχάριστη εμπειρία. Η Μαλακατέ έφτιαξε μια ιστορία ... μαγικά ρεαλιστική που μπερδεύονται πρόσωπα, σχέσεις, σκέψεις σε ένα γαϊτανάκι που καλείσαι τελικά ως αναγνώστης να το ξεμπερδέψεις με τον δικό σου τρόπο. Αισθάνθηκα σαν να βγήκα στο πρώτο ραντεβού μαζί της, όπου πέρασα ωραία, περιμένω όμως και το επόμενο ... ραντεβού-βιβλίο για να δω και μια πιο παγιωμένη πρόταση γραφής.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Η κραυγή της Όρσα(ς)

Πόσο δυνατή μπορεί να είναι μια κραυγή και πόση διάρκεια μπορεί να έχει;


Αυτό ήταν ένα ερώτημα που με γαργαλούσε όταν είδα τον πίνακα του Μουνκ στην έκθεση των Ηρακλειδών κάποια χρόνια πριν. Μέχρι που παρακολούθησα την ¨Μικρά Αγγλία" σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη και ... βρήκα μια απάντηση... 
   Η Όρσα είναι η μεγάλη κόρη μιας οικογένειας στην Άνδρο τη δεκαετία του 1930. Ο πατέρας ναυτικός απουσιάζει τακτικά από το σπίτι. Η μητέρα της, μια γυναίκα που θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο του σπιτιού με βασικό γνώμονα το συμφέρον. Το δικό της;;; Υπάρχει και μια μικρότερη αδελφή, η Μόσχα, λίγο ατίθαση, λίγο επιπόλαιη, λίγο από όλα... Η Όρσα ερωτεύεται, ερωτεύεται παράφορα, αλλά δε μιλά, δεν αποκαλύπτει το μυστικό της. Ερωτεύεται το Σπύρο. Ο Σπύρος μπαρκάρει στα καράβια για να αποκτήσει περιουσία και να επιστρέψει για να παντρευτεί την Όρσα. Η μητέρα της όμως έχει άλλα σχέδια. Την παντρεύει με ένα πλούσιο καπετάνιο, με τον οποίο αποκτά και παιδιά. Ο Σπύρος επιστρέφει και μάλιστα με... περιουσία. Για εκδίκηση τώρα παντρεύεται τη μικρότερη αδελφή, τη Μόσχα. Εκδίκηση... Τα ερωτικά βογγητά της Μόσχας διαπερνούν τα πατώματα και φτάνουν στα αυτιά της Όρσας. Το κορμί του Σπύρου παρόν και αυτή απούσα. Τα χρόνια περνούν, η ζωή κυλά φαινομενικά, σα χείμαρος ορμητικός που δεν σ΄ αφήνει να δεις καθαρά το βυθό. Ο ναυαγισμένος έρωτας της Όρσας και του Σπύρου έχει απωθηθεί από την επιφάνεια. Τόσο έχει απωθηθεί που περιμένεις ... την έκρηξη. Και ξεσπά ο πόλεμος και οι άντρες στρατολογούνται. Κι ο πόλεμος είναι πόλεμος. Δεν κάνει διακρίσεις. Και φτάνει η είδηση. Ο Σπύρος είναι νεκρός. Και ακολουθεί η κραυγή. Η κραυγή της Όρσας... κι ακόμη αντηχεί στα αυτιά μου...



Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

"Αλκιβιάδης Ι" - Πλάτων

Γοητευτική όσο και αμφιλεγόμενη η προσωπικότητα του Αλκιβιάδη, απασχόλησε και απασχολεί πολλούς. Ένα πρόπλασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Εκκεντρικός, φιλόδοξος, αλλά και υπερφίαλος. Μαθητής του Σωκράτη. Στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα αφηγήθηκε πώς προσπάθησε να αποπλανήσει το μεγάλο δάσκαλό του, αλλά και πώς εκείνος διακριτικά του αρνήθηκε... Εδώ παραθέτω κάποιες πληροφορίες από το διάλογο του Πλάτωνα με τον τίτλο "Αλκιβιάδης Ι" (η γνησιότητα του έργου έχει αμφισβητηθεί από πολλούς)

«Ο διάλογος  είναι συνομιλία του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη, στην περίοδο, κατά πάσα πιθανότητα, πριν από την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου, οπότε ο μεγάλος φιλόσοφος ήταν περίπου σαράντα χρόνων και ο αγαπημένος των συνόντων του γύρω στα είκοσι. Ο Σωκράτης, γνώστης των πολιτικών και άλλων φιλοδοξιών του νεαρού Αλκιβιάδη, επιδίωκε τη διαπαιδαγώγησή του – στιγμιότυπο της οποίας είναι ο παρών διάλογος -, με σκοπό να του αποκαλύψει πώς πρέπει να είναι ο σωστός δημόσιος άνδρας, ποιες αρετές πρέπει να συγκεντρώνει και, κατά κύριο λόγο, να του καταδείξει την αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ της γνώσης και της αρετής, και την οδό που πρέπει ν’ ακολουθήσει προκειμένου ν’ αναδειχτεί άξιος των φιλοδοξιών του.
  Πρόθεση του Αλκιβιάδη είναι η ανάληψη ηγετικής θέσης στην Αθήνα (ενώ οι πραγματικές του φιλοδοξίες ίσως να ξεπερνούν τα όρια του Ελληνικού κόσμου). Με ποιον όμως γνωστικό οπλισμό κατευθύνεται στην υλοποίηση του οράματός του; Γρήγορα η συζήτηση επικεντρώνεται στο ζήτημα της γνώσης του δίκαιου και του άδικου, δηλαδή της θεμελιώδους για το Πλατωνικό σύστημα αρετής της δικαιοσύνης, την οποία οφείλει ο μέλλων ηγέτης ν΄αναζητήσει με την εμπέδωση αρχικά της γνώσης της άγνοιάς του. Ειδικά μάλιστα στο ζήτημα της δικαιοσύνης οι αντιλήψεις των ανθρώπων είναι, όσο σε κανένα άλλο, διχασμένες. Με βάση τις γνωστές Σωκρατικές παραδοχές για ταύτιση του ωραίου με το καλό και του άσχημου με το κακό, θεμελιώνεται η αντίληψη για τη σύμπτωση του δικαίου με το συμφέρον. Η αναγκαιότητα κατάρτισης του ηγέτη στα ζητήματα τούτα καταφαίνεται όχι τόσο με την αναφορά στα παραδείγματα Αθηναίων πολιτικών ανδρών, αλλά προπάντων με τον παραλληλισμό των τελευταίων, όσο αφορά την παιδεία, τον πλούτο και την πολιτική ισχύ, προς τους ηγέτες των «ιστορικών αντιπάλων» της Αθήνας, των Λακεδαιμονίων και, κατά κύριο λόγο, των Περσών»· (η μακρά παρέκβαση σχετικά με την παιδεία των Περσών ηγετών -121b-124b- που θυμίζει συχνά το ύφος της Ξενοφώντειας Κύρου Παιδείας, απηχεί τη διάθεση των Ελλήνων συγγραφέων ν’ αναφέρεται συχνά, άλλοτε σοβαρά και άλλοτε ειρωνικά, στα της Περσικής αυλής και να επισημαίνουν τις κεφαλαιώδεις διαφορές των δύο κόσμων). Το αντίβαρο του Αθηναίου ηγέτη στην υπεροχή των αντιπάλων του πρέπει είναι η αυτογνωσία και η επιμέλεια του εαυτού του. Επιμελούμενοι του εαυτού μας, βελτιώνουμε την προσωπικότητά μας. Όταν όμως βελτιώνουμε κάτι, οφείλουμε να γνωρίζουμε την ουσία του αντικειμένου, το οποίο αφορούν οι προσπάθειές μας. Έτσι ο λόγος έρχεται στο ζήτημα της ουσίας του ανθρώπου και της αυτογνωσίας που πρέπει να κατακτήσουμε, η οποία, στην αυθεντικότερη εκδοχή της, είναι η αρετή της σωφροσύνης. Το εξαγόμενο δεν μπορεί να είναι διαφορετικό από τη σύλληψη του ανθρώπου στην καθολικότητά του, πέρα από την πεπερασμένη σωματικότητα, κυρίως ως ψυχική ύπαρξη και ενέργεια· έτσι η αυτογνωσία της ψυχής επιτυγχάνεται με την ενατένιση του θεού, του κατόπτρου που αντανακλά φωτεινότητα και διαύγεια πιο πολύ απ’ οποιαδήποτε ανθρώπινη ψυχή. Η αυτογνωσία, ως οδός πρόσκτησης της γνώσης του ατομικώς ή γενικώς καλού, εμποιεί στον πολιτικό άνδρα την ἀρετή, την οποία οφείλει να μεταδώσει με τη σειρά του στον λαό. Ώσπου ν’ αποκτηθεί η αρετή, υποχρέωσή μας είναι ν’ αναγνωρίσουμε τον καλύτερο και να υποτάξουμε τον εαυτό μας στην υπεροχή εκείνου.»



Και ο Σωκράτης φιλοσοφεί..........

«Αλκιβιάδη, τι προτιμάς, να ζεις με όσα τώρα διαθέτεις ή με μιας να πεθάνεις, αν δεν σου είναι μπορετό ν’ αποκτήσεις περισσότερα;» μου δίνεις την εντύπωση ότι θα διάλεγες να πεθάνεις. Θα σου πω όμως σε ποιαν ελπίδα στηριγμένος ζεις. Πιστεύεις, αν γρήγορα απευθυνθείς ως ομιλητής στον Αθηναϊκό λαό – τούτο θα συμβεί σε λίγες μέρες-, αν απευθυνθείς λοιπόν, θ’ αποδείξεις στους Αθηναίους ότι αξίζεις να τιμηθείς όσο ούτε ο Περικλής ούτε κανείς άλλος απ’ όσους υπήρξαν ποτέ, και πως, αν φανερώσεις τούτο, θ’ αποκτήσεις μεγάλη δύναμη μέσα στην πόλη. Αν, μάλιστα, είσαι παντοδύναμος εδώ, θα είσαι και μεταξύ των άλλων Ελλήνων, αλλά και μεταξύ των βαρβάρων, εκείνων που κατοικούν στην ίδια με μας ήπειρο. Αν πάλι ο ίδιος θεός σου πει ότι πρόκειται να είσαι κυρίαρχος εδώ, στην Ευρώπη, χωρίς να γίνεται να πας στην Ασία ούτε ν’ ασκήσεις εξουσία εκεί, πάλι μου δίνεις την εντύπωση πως δεν θα δεχόσουν να ζεις αρκούμενος μόνο σε τούτα, και να μην κατακυριεύσεις με τ’ όνομα και την ισχύ σου όλη, που λέει ο λόγος, την ανθρωπότητα. Πιστεύω ακόμα πως δεν κρίνεις άξιον λόγου κανέναν, εκτός από τον Κύρο και τον Ξέρξη. Ότι τρέφεις την ελπίδα τούτη, δεν το φαντάζομαι απλώς, είμαι σίγουρος.»

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Η ΛΟΥΤΣΙΑ στο "Αστείο" του Κούντερα



"....AΠΟ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΑΛΛΑΞΑΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΑ ΠΑΝΤΑ· ΗΜΟΥΝ και πάλι κατοικημένος· ξαφνικά συγυρίστηκαν μέσα μου τα πάντα, όπως σ’ ένα δωμάτιο, και κάποιος έμενε πια εκεί. Το ρολόι του τοίχου, που οι δείκτες του είχαν παραλύσει εδώ και μήνες,  ξανάρχισε ξαφνικά να μετράει τις ώρες. Κι ήταν σημαντικό αυτό: ο χρόνος, που ως τότε κυλούσε σαν αδιάφορο ρεύμα, από το τίποτα (αφού ζούσα σε παύση!), χωρίς συνοχή, χωρίς ρυθμό, ξανάπαιρνε σιγά σιγά το ανθρώπινο πρόσωπό του: ξανάρχιζε να συναρθρώνεται και να μετρά το πέρασμά του. Ζούσα πια περιμένοντας τις εξόδους μου, και κάθε μου μέρα ήταν κι ένα σκαλοπάτι στη σκάλα που ανέβαινα για να συναντήσω τη Λουτσία...."


Έτσι μας περιγράφει ο Κούντερα τη Λουτσία, αυτή την αέρινη ύπαρξη, τη θεά της ομίχλης που έδωσε νόημα στην άδεια ζωή του Λούντβιχ, όταν το κομμουνιστικό καθεστώς τον τιμώρησε και τον έστειλε στο στρατόπεδο των ... μαύρων.


"... Ποτέ πριν στη ζωή μου δεν είχα αφιερώσει σε άλλη γυναίκα τόση σκέψη, ποτέ δεν είχα προσηλωθεί τόσο σιωπηλά (αν και, βεβαίως, δεν είχα ποτέ τόσο χρόνο στη διάθεσή). Ποτέ δεν αισθάνθηκα τόση ευγνωμοσύνη για καμία άλλη γυναίκα.
  Ευγνωμοσύνη; Για τι πράγμα; Πρώτ’ απ’ όλα η Λουτσία με τράβηξε απ’ τον θλιβερό ερωτικό ορίζοντα που έκλεινε γύρω μας. Φυσικά: κι ο νιόπαντρος Στάνια είχε σπάσει με τον δικό του τρόπο τον κλοιό· είχε πια στο σπίτι του στην Πράγα τη γυναίκα του, που την αγαπούσε και τη σκεφτόταν. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν να τον ζηλεύεις. Με το γάμο του έθεσε σε κίνηση το πεπρωμένο του αλλά, απ’ τη στιγμή που έπαιρνε το τρένο να γυρίσει στην Οστράβα, έχανε κάθε έλεγχο επάνω του.
  Με τη γνωριμία μου με τη Λουτσία έθεσα κι εγώ το πεπρωμένο μου σε κίνηση· μα δεν το άφησα ποτέ απ’ τα μάτια μου. Με τη Λουτσία δεν βλεπόμασταν συχνά, αλλά οι συναντήσεις μας γίνονταν σχεδόν σε τακτά χρονικά διαστήματα, κι ήξερα πως ήταν ικανή να με περιμένει δεκαπέντε και παραπάνω μέρες, κι έπειτα να με υποδέχεται σαν να’ χαμε χωρίσει μόλις την προηγούμενη...."


Είναι άραγε έρωτας το αίσθημα που νιώθει ο ήρωάς μας για τη Λουτσία; Η σχέση του δεν έχει τίποτε το σαρκικό ... Ο έρωτας χρειάζεται μήπως το σώμα για να ολοκληρωθεί;


"... Η Λουτσία όμως δε με λύτρωσε μόνο από τη γενική ναυτία που οφειλόταν στις θλιβερές ερωτικές μου περιπέτειες στην Οστράβα. Το’ ξερα ήδη, είν’ η αλήθεια, πως είχα χάσει τη μάχη, πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα με τα μαύρα διακριτικά μου, το’ ξερα πως ήταν παράλογο να περιχαρακωθώ στον εαυτό μου απέναντι σε ανθρώπους με τους οποίους θα ζούσα δύο ή και παραπάνω χρόνια μαζί, πως ήταν παράλογο να διακηρύσσω ακατάπαυστα το δικαίωμα να ακολουθήσω τον δικό μου δρόμο στη ζωή (που άρχιζα να καταλαβαίνω πόσο προνομιακός ήταν), αλλά αυτή η αλλαγή στάσης ήταν απλώς αποτέλεσμα λογικής και θέλησης, και δεν μπορούσε να πάψει τον εσωτερικό θρήνο για το χαμένο πεπρωμένο μου. Αυτό τον εσωτερικό θρήνο τον ησύχασε ως διά μαγείας η Λουτσία. Τώρα μου έφτανε να την αισθάνομαι πλάι μου, με τη δική της τη ζωή, μια ζωή όπου δεν έπαιζε κανένα ρόλο ο διεθνισμός και ο κοσμοπολιτισμός, η πολιτική επαγρύπνηση και η ταξική πάλη, οι διαφωνίες για τον ορισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου, η πολιτική με τη στρατηγική και την τακτική της...."


Η Λουτσία είναι μια αφορμή, ένα διανοητικό πείραμα, από αυτά που αρέσκεται να επιχειρεί ο Κούντερα. Ένας δυνητικός δότης. Όσο βρίσκεται μακριά, όσο αποτελεί μια ιδέα, είναι αρκετή για να γεμίσει το εσωτερικό κενό του ήρωα. Όταν όμως τη συναντά ο ήρωας δεν του φτάνει αυτή η ιδέα, ο ήρωας θέλει κάτι παραπάνω...


"... Πάνω σ’ αυτά τα προβλήματα (που είναι καθαρά γέννημα μιας εποχής, γι’ αυτό και το λεξιλόγιό τους θα είναι σύντομα ακατάληπτο) είχα σπάσει τα μούτρα μου εγώ· κι ωστόσο δεν έλεγα να ξεκολλήσω απ’ αυτά. Στις διάφορες επιτροπές όπου με καλούσαν να παρουσιαστώ εξέθετα ένα σωρό λόγους για τους οποίους είχα γίνει κομμουνιστής, αλλά αυτό που με είχε γοητεύσει πιο πολύ, αυτό που με είχε κυριολεκτικά μαγέψει στο κίνημα ήταν το ότι βρέθηκα (ή νόμισα πως βρέθηκα) πλάι στο τιμόνι της Ιστορίας. Πράγματι, την εποχή εκείνη αποφασίζαμε εντέλει για τις τύχες ανθρώπων και πραγμάτων· και ειδικά στα πανεπιστήμια: την εποχή εκείνη οι κομμουνιστές καθηγητές μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού, κι έτσι τα πρώτα χρόνια τα πανεπιστήμια τα διοικούσαν οι κομμουνιστές φοιτητές σχεδόν μόνοι τους, αποφασίζοντας για το διορισμό των καθηγητών, για τη μεταρρύθμιση της διδασκαλίας και για τα προγράμματα. Η μέθη που ζούσαμε ονομάζεται συνήθως μέθη της εξουσίας, αλλά θα μπορούσα (με λίγη καλή θέληση) να διαλέξω λιγότερο αυστηρές λέξεις: μας είχε κάνει μάγια η Ιστορία· είχαμε μεθύσει στη σκέψη ότι καβαλικεύουμε το άλογο της Ιστορίας και αισθανόμαστε το σώμα του κάτω απ’ τα σκέλια μας· βέβαια, τις περισσότερες φορές όλα αυτά οδηγούσαν σε άγρια δίψα για εξουσία, αλλά (έτσι όπως καθετί ανθρώπινο έχει δύο όψεις) εδώ υπήρχε παράλληλα (και ειδικά σ’ εμάς τους νέους) η ιδεαλιστική ψευδαίσθηση ότι εγκαινιάζουμε εμείς την εποχή όπου ο άνθρωπος (κάθε άνθρωπος) δε θα είναι πια εκτός Ιστορίας ούτε κάτω από την μπότα της Ιστορίας, αλλά θα τη δημιουργεί την Ιστορία και θα την κατευθύνει...."


Ο πρώτος άδολος πολιτικός έρωτας: ο κομμουνισμός...
Ο πρώτος άδολος ανθρώπινος έρωτας: η Λουτσία...
Μήπως να τα συσχετίσουμε; Και τα δύο υπάρχουν ως αντίδοτο στη σκληρή και αβάσταχτη πραγματικότητα, μια παρηγοριά, μια ιδέα. Όταν όμως συν-υπάρχεις, συνεχώς σου ξεφεύγει ... 



"... Ήμουν πεπεισμένος ότι μακριά από το τιμόνι της Ιστορίας δεν υπάρχει ζωή παρά μόνο βλάστηση, πλήξη, εξορία, Σιβηρία. Και ξαφνικά (έπειτα από έξι μήνες Σιβηρία) βρήκα μια εντελώς καινούρια και αναπάντεχη ευκαιρία για ζωή: μπροστά μου απλωνόταν, κρυμμένο κάτω απ’ τα απλωμένα φτερά της Ιστορίας, το ξεχασμένο λιβάδι της καθημερινής ζωής, όπου με περιμένει μια ταπεινή και φτωχή γυναίκα, άξια όμως ν’ αγαπηθεί: η Λουτσία...."











Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Ποια είναι η Θεοδότη;

'Ενα απόσπασμα από τα "Απομνημονεύματα" του Ξενοφώντα
(συζήτηση Σωκράτη-Θεοδότης)



Κάποτε βρισκόταν στην πόλη μια ωραία γυναίκα που την έλεγαν Θεοδότη· ήταν τέτοια ώστε να πηγαίνει με όποιον την έπειθε· κάποιος από τη συντροφιά του Σωκράτη τη μνημόνευσε και είπε ότι η ομορφιά της γυναίκας είναι ανώτερη από κάθε περιγραφή και ότι πηγαίνουν στο σπίτι της ζωγράφοι, για να την απεικονίσουν, και σ’ αυτούς εκείνη δείχνει όσα μέλη του σώματός της είναι ωραία.

Ο Σωκράτης είπε: «Θα πρέπει να πάμε, για να τη δούμε· διότι βέβαια δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτό που είναι ανώτερο από κάθε περιγραφή ακούγοντάς το». 
Αυτός που την είχε αναφέρει είπε: «Ακολουθήστε με γρήγορα».

 Έτσι λοιπόν πήγαν στη Θεοδότη, τη βρήκαν να ποζάρει σε κάποιο ζωγράφο και την είδαν. Ο ζωγράφος τέλειωσε τη δουλειά του.

Ο Σωκράτης είπε: «Άντρες, ποιο από τα δύο, εμείς περισσότερο πρέπει να ευγνωμονούμε τη Θεοδότη, επειδή μας έκανε επίδειξη της ομορφιάς της, ή εκείνη εμάς, επειδή την είδαμε; Άραγε, αν η επίδειξη είναι πιο ωφέλιμη γι’ αυτήν, πρέπει αυτή να μας ευγνωμονεί, και αν η θέα της για μας είναι πιο ωφέλιμη, πρέπει εμείς να την ευγνωμονούμε; Αυτή λοιπόν ήδη κερδίζει τον έπαινό μας και, όταν τη διαδώσουμε σε περισσότερους, θα ωφεληθεί περισσότερο· ενώ εμείς ήδη επιθυμούμε να αγγίξουμε όσα είδαμε και θα φύγουμε φαγουριασμένοι και, όταν φύγουμε, θα τα ποθήσουμε. Για τους λόγους αυτούς είναι φυσικό εμείς να την περιποιούμαστε και αυτή να κερδίζει τις περιποιήσεις μας».

 Η Θεοδότη είπε: «Μα το Δία, αν λοιπόν έτσι είναι τα πράγματα, θα πρέπει εγώ να σας ευγνωμονώ, που με είδατε».

 Ύστερα από αυτό ο Σωκράτης, επειδή έβλεπε ότι αυτή ήταν στολισμένη με δαπανηρό τρόπο, ότι ήταν δίπλα της η μητέρα της με ενδυμασία και περιποίηση όχι τυχαία και υπηρέτριες πολλές, που ήταν όμορφες και που κι αυτές δεν ήταν αφρόντιστες, και ότι το σπίτι ήταν με αφθονία εφοδιασμένο σ’ όλα, είπε: 
«Πες μου, Θεοδότη· έχεις χωράφια;». 
«Δεν έχω» είπε. 
«Μήπως σπίτι που σου δίνει έσοδα;». 
«Ούτε σπίτι έχω» είπε. 
«Μήπως έχεις ανθρώπους που σου δουλεύουν χειρωνακτικά;». 
«Ούτε τέτοιους» είπε. 
«Από πού λοιπόν παίρνεις όσα σου είναι απαραίτητα;». 
«Αν», είπε, «κάποιος γίνει φίλος μου και θέλει να με ευεργετεί, αυτό είναι η περιουσία μου». 
«Μα την Ήρα, Θεοδότη, είναι ωραία βέβαια η περιουσία σου και πολύ καλύτερα να έχεις κοπάδια φίλων παρά να έχεις κοπάδια προβάτων, κατσικιών και βοδιών. Αλλά ποιο από τα δύο, το αφήνεις στην τύχη, δηλαδή αν θα πετάξει κοντά σου κάποιος φίλος σαν μύγα ή μηχανεύεσαι και η ίδια κάτι;». «Πώς θα μπορούσα εγώ, είπε, να βρω η ίδια κάποιο τρόπο;». 
«Μα το Δία, με περισσότερο ταιριαστό τρόπο απ’ όσο τα φαλάγγια· διότι ξέρεις με τρόπο εκείνα κυνηγούν την τροφή τους· υφαίνουν δηλαδή λεπτά δίχτυα και ό,τι πέσει μέσα τους το κάνουν τροφή τους». 
«Και εμένα λοιπόν, είπε, συμβουλεύεις να υφάνω κάποιο δίχτυ;». 
«Ναι, διότι δεν πρέπει να φαντάζεσαι ότι με τόση έλλειψη τέχνης θα πιάσεις το πολύ μεγάλης αξίας θήραμα, δηλαδή τους φίλους. Δε βλέπεις ότι, και όταν κυνηγούν το μικρής αξίας θήραμα, δηλαδή τους λαγούς, χρησιμοποιούν πολλά τεχνάσματα; Δηλαδή, επειδή οι λαγοί βόσκουν τη νύχτα, παίρνουν σκυλιά της νύχτας και μ’ αυτά τους κυνηγούν· επειδή κρύβονται την ημέρα, παίρνουν άλλα σκυλιά, που τους καταλαβαίνουν με τη μυρωδιά και τους βρίσκουν όπου παν να κοιμηθούν μετά τη βοσκή· επειδή είναι γοργοπόδαροι, ώστε να ξεφεύγουν, και όταν τρέχουν φανερά, γυμνάζουν άλλα γρήγορα σκυλιά, για να τους πιάνουν κυνηγώντας τους· και επειδή μερικοί από αυτούς ξεφεύγουν και από αυτά, τοποθετούν δίχτυα στα μονοπάτια απ’ όπου περνούν, για να πέφτουν μέσα σ’ αυτά και να μπλέκονται τα πόδια τους». 
«Λοιπόν με ποιο παρόμοιο μέσο θα μπορούσα, είπε, να πιάνω φίλους;». 
«Αν, μα το Δία, αποκτήσεις αντί για σκύλο κάποιον, που ανιχνεύοντας θα βρει όσους αγαπούν την ομορφιά και είναι πλούσιοι και, όταν τους βρει, θα μηχανευτεί πώς να τους ρίξει στα δικά σου δίχτυα». 
«Και ποια δίχτυα, είπε, έχω εγώ;». 
«Ένα βέβαια, που πλέκεται πολύ ωραία, το σώμα σου· και μέσα σ’ αυτό έχεις την ψυχή, με την οποία καταλαβαίνεις και πώς ρίχνοντας τα βλέμματά σου θα τον ευχαριστήσεις και τι λέγοντας θα τον ευφράνεις και ότι πρέπει να υποδέχεσαι με ευχαρίστηση όποιον σε φροντίζει και να απομακρύνεις τον αλαζονικό και, όταν αρρωστήσει φίλος σου, να τον επισκεφθείς με φροντίδα και, όταν πετύχει κάτι ωραίο, να χαρείς πολύ μαζί του και σ’ εκείνον που σε φροντίζει πολύ να είσαι ολόψυχα ευχάριστη· ξέρω βέβαια καλά ότι ξέρεις να αγαπάς όχι μόνο τρυφερά, αλλά και με καλή διάθεση· και ξέρω καλά ότι όχι με λόγια, αλλά με πράξεις δείχνεις ότι σου είναι αρεστοί οι φίλοι». 
«Μα το Δία», είπε η Θεοδότη, «εγώ τίποτε από αυτά δε μηχανεύομαι». 
«Ωστόσο», είπε ο Σωκράτης, «μεγάλη σημασία έχει να προσφέρεσαι σε κάποιον άνθρωπο φυσικά και λογικά· διότι βέβαια με τη βία δε θα μπορούσες ούτε να πιάσεις ούτε να διατηρήσεις ένα φίλο, ενώ με την ευεργεσία και με την ηδονή το θηρίο αυτό και πιάνεται και μένει μόνιμα». 
«Αλήθεια λες» είπε. 
«Πρέπει λοιπόν πρώτα-πρώτα να ζητάς από εκείνους που σε φροντίζουν τέτοια, που ελάχιστα θα τους κοστίσουν, αν τα κάνουν, κι έπειτα να τους ανταμείβεις ευχαριστώντας τους με τον ίδιο τρόπο· διότι έτσι θα γίνουν προπάντων φίλοι σου, θα σε αγαπούν για πολύ καιρό και θα σου κάνουν πολύ μεγάλες ευεργεσίες. Θα τους ευχαριστήσεις προπάντων, αν τους προσφέρεις τα δώρα σου, όταν τα χρειάζονται· διότι βλέπεις ότι και τα πιο ευχάριστα φαγητά φαίνονται δυσάρεστα, αν κάποιος τα προσφέρει πριν τα επιθυμήσει ο άλλος, και στους παραχορτασμένους προκαλούν και αποστροφή, ενώ αν τα προσφέρει, αφού πρώτα προκαλέσει πείνα, φαίνονται πολύ ευχάριστα, ακόμη κι αν είναι κάπως κατώτερης ποιότητας». 
«Πώς λοιπόν, είπε η Θεοδότη, θα μπορούσα να προκαλέσω πείνα για όσα έχω;». 
«Αν, μα το Δία, πρώτα-πρώτα στους παραχορτασμένους ούτε προσφέρεις ούτε θυμίζεις τα κάλλη σου, ωσότου περάσει ο κόρος τους και έχουν ξανά την ανάγκη σου με όσο γίνεται κόσμια συμπεριφορά και με το να μη φαίνεσαι ότι θέλεις να τους κάνεις χάρη και προσπαθώντας να τους ξεφύγεις, ωσότου να έχουν την ανάγκη σου όσο γίνεται περισσότερο· διότι τότε τα ίδια δώρα έχουν μεγαλύτερη σημασία παρά να τα δίνεις προτού τα επιθυμήσουν». 
«Γιατί λοιπόν, Σωκράτη, δε μου γίνεσαι συνεργάτης στο κυνήγι φίλων;». 
«Θα γίνω, είπε, μα το Δία, αν με πείσεις». 
«Πώς λοιπόν, είπε, θα μπορούσα να σε πείσω;». 
«Αν σε κάτι με χρειάζεσαι, θα το ζητήσει η ίδια και θα το μηχανευθείς». 
«Λοιπόν, είπε, να μου έρχεσαι τακτικά στο σπίτι».
«Θεοδότη, δεν μου είναι πολύ εύκολο να έχω ελεύθερο χρόνο· διότι μου δημιουργούν απασχολήσεις πολλές ιδιωτικές και ατομικές υποθέσεις· έχω και φίλες που ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα θα με αφήσουν να απομακρυνθώ από κοντά τους, καθώς μαθαίνουν από εμένα φίλτρα και επωδές».
 «Κι αυτά τα ξέρεις, Σωκράτη;», είπε. 
«Αλλά γιατί φαντάζεσαι ότι αυτός εδώ ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης δε φεύγουν ποτέ από κοντά μου; Και γιατί ο Κέβητας και ο Σιμίας έρχονται από τη Θήβα; Ξέρε καλά ότι αυτά δε γίνονται χωρίς πολλά φίλτρα, επωδούς και σουσουράδες».
«Δάνεισέ μου λοιπόν, είπε, τη μαγική σουσουράδα, για να την ελκύσω πρώτα-πρώτα εσένα». 
«Αλλά, μα το Δία, είπε ο Σωκράτης, δε θέλω εγώ να ελκύομαι προς εσένα, αλλά εσύ να έρχεσαι προς εμένα». 
«Θα έρχομαι, είπε· μόνο να με δέχεσαι». 
«Θα σε δέχομαι, είπε ο Σωκράτης, αν μέσα δεν υπάρχει κάποια πιο αγαπητή από σένα».

(στηριγμένος στη μετάφραση του Θ. Μαυρόπουλου)




Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Σας αρέσει ... ο Κούντερα;

     Συμμετέχει ή όχι ο συγγραφέας στην ιστορία που πλάθει; Η αποστασιοποίηση προσφέρει ή μήπως αφαιρεί από την απόλαυση της ανάγνωσης; Ερωτήματα προς προβληματισμό... 

   Η αποστασιοποίηση είναι μια κίνηση απομάκρυνσης από την εξέλιξη της πλοκής. Κλείνεις τα μάτια σου για λίγο φέρνοντας στο νου σου όσα διαδραματίστηκαν προ ολίγου και ορμάς ξανά μέσα στην ιστορία έχοντας σύμμαχο την εμπειρία του στοχασμού σου. Και ο συγγραφέας είναι σαν να σου κλείνει το μάτι. Κλείνεις τα μάτια όμως για λίγο, γιατί η ιστορία είναι μία, η ιστορία του συγγραφέα. Όπως και η ζωή είναι μία... η ζωή σου. Αν κρατάς τα μάτια σου κλειστά για πολλή ώρα, κινδυνεύεις ίσως και να αποκοιμηθείς.   Αν κρατάς τα μάτια σου ανοιχτά, τότε κινδυνεύεις να δημιουργήσεις μια παράλληλη ιστορία, τη δική σου ιστορία. Όπως κινδυνεύεις να δημιουργήσεις και μια άλλη ζωή. Τη ζωή των άλλων... 
    Νομίζω ότι αυτό είναι και ένα από τα γνωρίσματα της γραφής του Κούντερα: οι δύο παράλληλοι κόσμοι, που σαν ερωτευμένο ζευγάρι διαγράφουν τροχιές που άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν. Αυτό θα το ονόμαζα και αναστοχασμό. Το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Είναι σαν διαβάζει ο ίδιος ο συγγραφέας για σένα. Κι ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο σε βοηθά στην εμβάθυνση της ιστορίας και τη συνειδητοποίηση της ειρωνείας που διέπει το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, ορισμένες φορές καταντά κουραστικό, γιατί είναι σαν να κινείσαι με βοηθητικές ρόδες.

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Το "Αστείο" του Μ. Κούντερα ... και όχι μόνο!

   O φίλος μου ο Πάνος, εργένης εκ πεποιθήσεως και τεμπέλης εξ ανάγκης, όταν γύριζε από τη δουλειά του έβαζε ο ίδιος να μαγειρέψει. Το συνηθισμένο, αλλά και αγαπημένο του μενού ήταν ρύζι. Η σχέση του με το ρύζι ήταν ερωτική. Τεράστιες ποσότητες ρυζιού να τον ταξιδεύουν σε απέραντες πεδιάδες μέχρι να συναντήσει την γκέισά του. Τη φορά όμως που θα τον επισκεπτόμουν φαίνεται ότι το ... ταξίδι του κράτησε λίγο περισσότερο, γιατί το φαγητό δεν τρωγόταν. Το ρύζι ήταν εντάξει, οι μπριζόλες όμως, που ήταν και το κύριο πιάτο, φέρναν προς τις μαύρες πτυχώσεις του κάρβουνου. Όταν άνοιξε το φούρνο κι αντικρίσαμε το θέαμα, εγώ άρχισα να γελώ με γέλια τρανταχτά σχολιάζοντας ταυτόχρονα και τη μαγειρική του αν - ικανότητα. Ο ίδιος όμως φάνηκε ότι δε συμμερίστηκε τη διάθεσή μου και με ύφος μικρού παιδιού που μόλις το είχαν μαλώσει, έβγαλε ένα επιφώνημα απογοήτευσης.


   Τι είναι αυτό που έκανε εμένα να θεωρήσω αστεία την κατάσταση σε αντίθεση με το φίλο τον Πάνο; Η απόσταση από το γεγονός. Εγώ, ένας παρατηρητής μιας μάλλον απογοητευτικής εικόνας (οι καμένες μπριζόλες) φροντίζω με το γέλιο να εξισορροπήσω την απογοήτευση. Κι ο Πάνος, ο δημιουργός της απογοητευτικής εικόνας παίρνει στα σοβαρά την κατάσταση, γιατί αισθάνεται υπεύθυνος γι΄ αυτή. Μια φράση μου έρχεται στο μυαλό: δε γελάμε με τα όσα συμβαίνουν, γελάμε παρά τα όσα συμβαίνουν.

   

   Γυρνώντας στο σπίτι άνοιξα το "Αστείο" του Μίλαν Κούντερα. Ο ήρωας, ο Λόυντβιχ, στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, μέλος του κομμουνιστικού κόμματος θέλει να κάνει ένα αστείο στην αγαπημένη του για να τραβήξει την προσοχή της. Της στέλνει μία κάρτα στην οποία περιπαίζει το κομμουνιστικό καθεστώς της εποχής του: "Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού. Το υγιές πνεύμα βρωμάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι".Ο μόνος τελικά που γελά είναι ο Λούντβιχ. Όλοι οι υπόλοιποι το παίρνουν στα σοβαρά. Και τον αποβάλουν. Από το κόμμα, από το πανεπιστήμιο, από το πνεύμα της εποχής.




   Τελικά τι κάνει ένα "αστείο" να είναι αστείο, δηλαδή να κάνει τη δική του περιπαικτική διάθεση να γίνει αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο; Ας μας καθοδηγήσει η ετυμολογία της λέξης. Η λέξη "αστείο" μας παραπέμπει στην αστική αντίληψη, την ομαδικότητα. Το αστείο είναι ένα παιχνίδι που το παίζουν οι παίκτες μιας ομάδας. Και όπως ένα παιχνίδι μπορεί να γίνει σκληρό και επικίνδυνο, έτσι και το αστείο. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη σκηνή από τους "Βατράχους" του Αριστοφάνη που ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού, γεμάτος φόβο όταν επισκέπτεται τον κάτω κόσμο ψάχνοντας ασφάλεια τρέχει στις πρώτες σειρές του θεάτρου, εκεί όπου ο ιερέας του, ο πραγματικός ιερέας, παρακολουθεί την παράσταση, και ο θεός του ζητά βοήθεια και του προτείνει μάλιστα να τρώνε τις προσφορές του μαζί. Είναι όμως ένα παιχνίδι. Και σε ένα παιχνίδι πηγαίνουν όλοι με μία διάθεση να περάσουν καλά. Να πειράξουν ακόμη και το θεό, γιατί όλοι είναι ίσοι, όλοι είναι παίκτες. Στο θέατρο όμως συμβαίνουν αυτά. Στις τελετές όμως που γίνονται προς χάρη του θεού, εκεί που ο ιερέας γίνεται ένας μυσταγωγός, τότε οι συμμετέχοντες μεταμορφώνονται σε μύστες και σκοπός είναι η έκσταση, η θέωση. Εκεί το αστείο δεν έχει θέση.



   Το αστείο επομένως είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, σαφώς διιστάμενο από το καλαμπούρι, το χωρατό. Το αστείο διαθέτει μια πνευματικότητα που δεν τη διαθέτει το καλαμπούρι. Η διαφορά τους φαίνεται στο χρόνο αντίδρασης. Στο καλαμπούρι γελάς αμέσως, σαν να σε γαργαλάει ο καλαμπουρτζής. Το αστείο θέλει λίγο χρόνο, την επεξεργασία του. Το καλαμπούρι είναι σαν την πορδή, το αστείο σαν τη γέννα. Το ένα εξατμίζεται στον αέρα και βρωμά, το άλλο σου αφήνει ένα δημιούργημα που μπορείς να το αναπαράγεις εις άπειρον.



   Άρα γελώ σημαίνει και αντιδρώ και σκέφτομαι, ίσως πρώτα σκέφτομαι και μετά γελώ. Πάντως σκέψη χρειάζεται. Και όσο πιο πολύ απομακρύνομαι από το αστείο, αλλά και όσο πιο κοντά στην ομάδα βρίσκομαι στην οποία απευθύνεται το αστείο, τόσο πιο αντικειμενικός, αλλά και άμεσος αποδέκτης γίνομαι. Γιατί είπαμε: δε γελάω μόνο με όσα συμβαίνουν, γελάω παρά τα όσα συμβαίνουν.