Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Ο Νεκρός - Μπόρχες

Διάβασα το αφήγημα του Μπόρχες με τον τίτλο "Ο Νεκρός" από τη συλλογή του "Το Άλεφ". 
Η ιστορία του δεν περιέχει κάποια στοιχεία πρωτοτυπίας: ο Μπενχαμίν Οτάλορα είναι ένας νέος, μεθυσμένος κυριολεκτικά από την επιθυμία του για μια ζωή διαφορετική, μια ζωή γεμάτη αχανή ξημερώματα, και για το λόγο αυτό  εισέρχεται σε μια συμμορία. Και θέλει να γίνει αρχηγός στη θέση του αρχηγού. Στη θέση του Ασεβέδο Μπαντέιρα. Η συνέχεια γνωστή.... Ο αρχηγός τον σκοτώνει. Για τον αρχηγό ο Οτάλορα ήταν νεκρός από την αρχή! 


Θα μείνω σε τρία σημεία:

  • Η θέση του αφηγήματος  μετά από το αφήγημα με τίτλο "Ο αθάνατος". Ένα ενδιαφέρον δομικό δέσιμο. Μετά από μια λαβυρινθώδη ηθική για τους αθανάτους ακολουθεί μια σκληρή προσγείωση στη γήινη πραγματικότητα και τη χοϊκή φύση που μοιραία την περιμένει ο θάνατος. 
  • Τόσο σκληρό, αλλά και τόσο πραγματικό: η μοίρα του ανθρώπου είναι προδιαγεγραμμένη, αναμενόμενη. Διαβάζουμε στο τέλος:"Πριν πεθάνει, ο Οτάλορα καταλαβαίνει πως τον είχαν προδώσει απ΄την αρχή, πως τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο, πως του είχαν επιτρέψει τον έρωτα, το πρόσταγμα και τον θρίαμβο γιατί τον είχαν για νεκρό, γιατί για τον Μπαντέιρα ήταν ήδη νεκρός". Λες και διαβάζω αρχαία τραγωδία...
  • Ποιος είναι όμως αυτός που κινεί τα νήματα της ζωής;;; Ο δυνατός...Όχι ο κατά συνθήκη και κατά περίσταση δυνατός. Όχι αυτός. Αλλά ο μονιμότερα δυνατός. Ο διανοητικά δυνατός. Αυτός που σκέφτεται αυτά που εσύ, ο άλλος δεν μπορείς να σκεφτείς. Ίσως ο κύριος Κυριακή από το μυθιστόρημα του Τσέστερτον με τίτλο " Ο άνθρωπος που τον έλεγαν Πέμπτη" μας δίνει ένα αντίστοιχο πρότυπο της πληθωρικότητας του αρχηγού. Ο αρχηγός όχι απλώς είναι αρχηγός, αλλά και το αποδεικνύει συνεχώς.
Συγκεφαλαιώνοντας νεκρός είναι ο αδύναμος, και αδύναμος είναι ο διανοητικά αδύναμος.... Μπορχεσιανή ηθική!

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Γκόλεμ - Γκ. Μέιρινκ

Τι συμβαίνει άραγε όταν το μυστήριο συναντά την ποίηση; Κι όταν ο αφηγητής είναι μια ονειρική ιδέα  που διατρέχει όλο το έργο και στο τέλος συναντά τον υλικό αντικατοπτρισμό του; Και  οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη σε ένα καταιγιστικό παιχνίδι διανοητικών πειραματισμών;;;; 



Τότε προφανώς έχεις διαβάσει το "Γκόλεμ"...Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί και σε ταξιδεύει στα σοκάκια που χάραξε ο συγγραφέας Γκούσταβ Μέιρινκ. Ένα βιβλίο που πράγματι δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου...

Ας ξεκινήσουμε με μια σκηνή κατά την οποία ο αφηγητής, το ονειρικό alter ego του χαράκτη πολύτιμων λίθων με το όνομα Αθανάσιος Πέρναθ, δέχεται ένα βιβλίο από έναν άγνωστο, ένα βιβλίο με τον τίτλο "Ιμπούρ. Η εγκυμοσύνη της ψυχής". Ας δούμε πώς μας περιγράφει το βιβλίο:

Το βιβλίο μου μιλούσε όπως μιλούν τα όνειρα, μόνο πολύ πιο καθαρά και με σαφήνεια. Μ' άγγιζε βαθιά σαν να με ρωτούσε.
Λέξεις ζωντάνευαν και ορμούσαν από ένα στόμα αόρα­το καταπάνω μου. Γύριζαν και στροβιλίζονταν μπρος μου σαν φανταχτερά ντυμένες σκλάβες και βούλιαζαν μετά στο πάτωμα ή χάνονταν όπως η ομίχλη που στραφταλίζει στον αέρα, αφήνοντας τη θέση τους για τις επόμενες. Έλπιζα για μια στιγμή να βρω μια λέξη, να την ξεχωρίσω και να αδιαφορήσω για τις άλλες.
Μερικές ανάμεσα τους ντυμένες με γυαλιστερά φορέμα­τα, περπατούσαν κορδωμένες σαν παγώνια, με βήματα αρ­γά και μετρημένα.
Άλλες, σαν γέρικες βασίλισσες, τσακισμένες, με βλέφαρα βαμμένα και πρόστυχη έκφραση στο στόμα, τις ρυ­τίδες πρόχειρα με άσπρη πούδρα σκεπασμένες.
Τις προσπέρναγα και κοίταζα για τις επόμενες. Το βλέμμα μου έπεφτε σε ατέλειωτες σειρές από γκρίζες μορ­φές και πρόσωπα τόσο πολύ συνηθισμένα και ανέκφραστα που μου φαινόταν αδύνατο να τις κρατήσω στη μνήμη μου.
Μετά παρουσιάστηκε μια ομάδα που έσερνε ένα γιγά­ντιο ολόγυμνο θηλυκό, έναν ορειχάλκινο κολοσσό. Στά­θηκαν μπροστά μου κι η γυναίκα έσκυψε πάνω μου. Τα τσίνορα της ήταν τόσο μακριά όσο το κορμί μου ολόκληρο. Μου έδειξε βουβή το σφυγμό του αριστερού της χεριού.
Κτυπούσε σαν σεισμός και κατάλαβα πως μέσα της είχε τη ζωή ολόκληρου του κόσμου. Από μακριά έρχονταν τρέχοντας ξέφρενα μια ομάδα κορύβαντες.
Ένα ζευγάρι αγκαλιαζόταν. Το έβλεπα να πλησιάζει από μακριά μες στις ατέλειωτες σειρές, ενώ άκουγα ταυ­τόχρονα την ψαλμωδία των εκστασιασμένων. Έψαξα με τα μάτια για το αγκαλιασμένο ζευγάρι.
Αυτό όμως είχε λιώσει· είχε μεταμορφωθεί σε ένα ον μισό άντρας, μισό γυναίκα —ένας ερμαφρόδιτος— και τώρα καθόταν στο φιλντισένιο θρόνο του.
Η κορόνα του ερμαφρόδιτου είχε ένα κόκκινο ξύλινο τελείωμα κι εκεί το καταστροφικό σαράκι είχε σκαλίσει μυστηριώδη ρανικά ψηφία.
Μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, έρχονταν πίσω τους, βιαστικά, ένα κοπάδι μικρά τυφλά πρόβατα, η τροφή της συνοδείας του γιγάντιου ανδρόγυνου- μ' αυτά τρεφόταν η ορδή των κορυβαντιούντων συντρόφων του.



Παράγραφοι λεπτοκαμωμένες, μινιατούρες λόγου, λες και διαβάζεις στίχους ενός ποιήματος ονειρικής φαντασίας, μέσα από τις οποίες προβάλει αυτό το υβριδικό ον του έρωτα ή καλύτερα της μέθεξης, ο ερμαφρόδιτος. Το έργο διακρίνεται από έναν διακριτικό ερωτισμό που στο τέλος μάλιστα ανταμείβεται.

Το μυθιστόρημα στηρίζεται σε μια παράδοση σχετικά με τον Γκόλεμ. Ο μύθος του Γκόλεμ έχει την καταγωγή του από την Βίβλο. Όπως ο θεός της παλαιάς διαθήκης έπλασε τον Αδάμ με χώμα και νερό και στη συνέχεια του εμφύσησε ζωή, έτσι και ο Γκόλεμ πλάθεται από νερό και λάσπη και ζωντανεύει μόνο όταν στο μέτωπό του γραφεί η λέξη emet που σημαίνει "αλήθεια". Όταν όμως αυτό το πλάσμα έσβησε με το χέρι του το πρώτο γράμμα από τη λέξη που είχε γραφτεί στο μέτωπό του, σωριάστηκε αμέσως νεκρό. Γιατί η λέξη που σχηματίστηκε, met, σημαίνει θάνατος, επιβεβαιώνοντας ότι την αλήθεια την κατέχει μόνο ο Θεός...



Φυσικά οι μορφές και οι εκδηλώσεις του Γκόλεμ είναι ποικίλες. Η πιο συνηθισμένη και διαδεδομένη μορφή και συμπεριφορά είναι αυτή που σχετίζεται με τον ραβίνο Μπεν Λεβ Μπεζαμπέλ,στο γκέτο της Πράγας, γύρω στα 1590 περίπου. Αυτός  έφτιαξε ένα τεχνητό άνθρωπο - τον Γκόλεμ -για να χτυπά τις καμπάνες και να κάνει όλες τις χοντροδουλειές της συναγωγής.
Δεν ήταν ακριβώς άνθρωπος, αλλά ένα υποτυπώδες μισο-συνειδητό φυτικό όν. Με τη δύναμη ενός μαγικού χαπιού, που βρισκόταν κάτω από τη γλώσσα του και τραβούσε την ελεύθερη αστρική ενέργεια του σύμπαντος, η ύπαρξη αυτή βαστιόταν στη ζωή της ώρες της ημερας.
Ο ραβίνος ξέχασε να βγάλει μια νύχτα, πριν απ'τη βραδινή προσευχή, το χάπι από το στόμα του Γκόλεμ και το πλάσμα το έπιασε αμόκ, έτρεχε στους σκοτεινούς δρόμους της συνοικίας και χτυπούσε όποιον έβρισκε μπροστά του, ώσπου το έπιασε ο ραβίνος και του έβγαλε το χάπι.
Το πλάσμα χωρίς ζωή σωριάστηκε στη στιγμή. Τότε ο ραβίνος το μετέφερε στα υπόγεια της παλιάς συναγωγής, όπου, σύμφωνα πάντα με το θρύλο, λέγεται οτι υπάρχει ακόμα περιμένοντας την ημέρα που θα επανέλθει στη ζωή. 


Ένα συμβολικό παραμύθι επομένως, όπου αναγνωρίζει κανείς την επιθυμία του ανθρώπου να δημιουργήσει ζωή, εξομοιώνοντας έτσι τον άνθρωπο με το δημιουργό, αποτέλεσε το ερέθισμα για το μυθιστόρημα του Μέιρινκ. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο γκέτο της Πράγας μέσα σε ένα σκηνικό όπου η πραγματικότητα και το όνειρο σκόπιμα συγχέονται πολλές φορές. Ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ήρωα του ονείρου του υπάρχοντας και στους δύο κόσμους. Ένα ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης που ολοκληρώνεται με τον έρωτα...

 Η συμπεριφορά του ήταν, όπως και στην αρχή, πάντα ευγενική. Όταν ήθελα να περπατήσω πάνω κάτω, το κα­ταλάβαινε αμέσως από την έκφραση μου και παραμέριζε διακριτικά. Καθόταν στο κρεβάτι του και μάζευε ευγενικά τα πόδια του από κάτω για να μου κάνει χώρο.
Άρχισα να νιώθω τύψεις για την απότομη συ­μπεριφορά μου. Δεν μπορούσα όμως να ξεπεράσω την απέχθεια που μου προκαλούσε, όσο κι αν προσπαθού­σα.
Έλπιζα ότι θα τον συνηθίσω, αλλά δεν τα κατάφερνα. 
Ακόμη και τις νύχτες η αίσθηση αυτή με κρατούσε άυπνο. Μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από ένα τέταρτο.
Κάθε βράδυ επαναλαμβανόταν χωρίς καμιά διαφορά η ίδια ιστορία. Περίμενε ευγενικά να ξαπλώσω, ύστερα γδυνόταν, δίπλωνε προσεχτικά τα ρούχα του, φρόντιζε την τσάκιση, τα κρέμαγε, κλπ., κλπ.
Μια νύχτα, θα 'ταν περίπου δύο η ώρα, μισοκοιμόμουν πάλι πάνω στο ξυλοκρέβατό μου κοιτάζοντας την πανσέ­ληνο που οι αχτίνες της γυάλιζαν σαν λάδι πάνω στο χάλκινο πρόσωπο του ρολογιού και σκεφτόμουν λυπημέ­νος τη Μίριαμ.
Και τότε, ξαφνικά, άκουσα σιγανά τη φωνή της πίσω μου.
Ξύπνησα αμέσως, γύρισα πίσω και αφουγκράστηκα.
Πέρασε ένα λεπτό και νόμισα πως είχα κάνει λάθος, όταν την ξανάκουσα. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω καθαρά τις λέξεις, αλλά έμοιαζαν σαν:
«Ρώτα με, ρώτα με».
Ήμουν βέβαιος πως ήταν η φωνή της Μίριαμ!
Τρέμοντας από ταραχή, κατέβηκα όσο μπορούσα πιο σιγά και πλησίασα το κρεβάτι του Λαπόντερ.
Το φεγγαρόφωτο έλουζε το πρόσωπο του και μπορούσα να δω καθαρά ότι είχε τα μάτια του ανοιχτά. Αλλά φαι­νόταν μόνο το άσπρο του βολβού τους.
Από την ακαμψία που είχαν οι τεντωμένοι μυώνες στα μάγουλα του κατάλαβα ότι κοιμόταν βαθιά. Μόνο τα χεί­λη του σάλευαν όπως προχτές.
Και σιγά σιγά άρχισα να ξεχωρίζω τις λέξεις που έβγαι­ναν από τα σφιγμένα δόντια του.
«Ρώτα με, ρώτα με».
Η φωνή έμοιαζε εκπληκτικά με της Μίριαμ.
—Μίριαμ; Μίριαμ; φώναξα ασυναίσθητα. Αμέσως όμως χαμήλωσα τη φωνή μου για να μην τον ξυπνήσω.
Περίμενα ώσπου το πρόσωπο του απόκτησε ξανά την τρομερή του ακαμψία και επανέλαβα σιγά:
—Μίριαμ! Μίριαμ!
Το στόμα του σχημάτισε ένα σιγανό αλλά ξεκάθαρο:
«Ναι».
Ακούμπησα το αυτί μου πολύ κοντά στα χείλια του.
Ύστερ' από λίγο άκουσα τη φωνή της Μίριαμ. Ψιθύ­ριζε και ήταν τόσο αλάθευτα η φωνή της ώστε μου σηκώ­θηκε η τρίχα.
Ρουφούσα άπληστα τα λόγια της καταλαβαίνοντας μό­νο το νόημα τους. Μου μιλούσε για έρωτα και για την απέραντη ευτυχία ότι βρεθήκαμε επιτέλους κι ότι δε θα χωρίζαμε ποτέ ξανά κι όλα αυτά βιαστικά, χωρίς να στα­ματά, σαν κάποιος που φοβάται μην τον διακόψουν και θέλει να εκμεταλλευτεί κάθε λεπτό.
Και μετά η φωνή άρχισε να δυσκολεύεται, ώσπου κάποια στιγμή έσβησε.
—Μίριαμ; ρώτησα τρέμοντας από φόβο και κρατώντας την ανάσα μου. Μίριαμ, πέθανες;
Για πολλή ώρα, καμία απάντηση.
Μετά σχεδόν ακατάληπτα:
«Όχι! Ζω! Κοιμάμαι!»
Τίποτ' άλλο.
Περίμενα ν΄ ακούσω κι άλλο. Ν' ακούσω. Μάταια.
Από συγκίνηση και τρέμοντας χρειάστηκε να στηριχτώ στην άκρη της κουκέτας για να μην πέσω μπροστά πάνω στον κοιμισμένο Λαπόντερ.
Η παραίσθηση ήταν τόσο μεγάλη, που για μια στιγμή νόμισα ότι εκεί πάνω στο κρεβάτι μπροστά μου ήταν ξα­πλωμένη πραγματικά η Μίριαμ, κι έπρεπε να συγκρατηθώ με όλη μου τη δύναμη για να μη φιλήσω τα χείλη του δολοφόνου.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι - Χ.Μούλις



Τα βιβλία του Χάρι Μούλις δεν έχουν για πλεονέκτημά τους την σφιχτή πλοκή, το ενδιαφέρον στόρι, αλλά μια  λογοτεχνική ματιά  προσωπική και υπόγεια, και μια σειρά από εικόνες εσωτερικές, βιωματικές που δύσκολα μπορείς να τις ξεχάσεις. 

Γι΄ αυτό και στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα θα ήθελα να σταθώ κυρίως στον τίτλο: "Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι". Και στο εξώφυλλο να κείτεται σωριασμένη, ερειπωμένη μια πολιτεία. Το νυφικό κρεβάτι, το σύμβολο του έρωτα, της αναπαραγωγής, της ζωής, έχει πετρώσει. Η πολιτεία έχει πετρώσει, την έχουν καταστρέψει. Η πολιτεία είναι η Δρέσδη που ισοπεδώθηκε κατά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και όλες οι άλλες πολιτείες που είχαν την ίδια μοίρα... Όπως η Τροία... Εξάλλου η λογοτεχνία αναγάγει σε σύμβολα πανανθρώπινα τις μεμονωμένες περιπτώσεις.

13 Φεβρουαρίου 1945. - Ο Κόρινθ άκουγε, πάσχιζε ν' α­κούσει, αλλά ανάμεσα στον ίδιο και τα λόγια υπήρχε κάτι άλ­λο και σκέφτηκε, δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει. Ήταν ξα­πλωμένοι στο κρεβάτι. Στα βουνά στον ορίζοντα βροντούσε το ρωσικό πυροβολικό. Από το δρόμο περνούσε ασθμαίνο­ντας ένα στρατιωτικό όχημα που έκαιγε ξύλα, κροταλίζοντας πάνω στις ζάντες του, γιατί δεν υπήρχαν λάστιχα πια. Στην πλατεία στη γωνία ακούγονταν διαταγές και κραυγές· η πό­λη ήταν γεμάτη σαν πτηνοπωλείο, τσούρμα προσφύγων που τους είχε ξεριζώσει το μέτωπο κοιμόντουσαν στα πάρκα, στο λιβάδι του ποταμού Έλβα. Ο Χίτλερ καθόταν αφηνιασμένος και εξαντλημένος κάτω από την πρωτεύουσα του που κατέρ­ρεε και καταβρόχθιζε σοκολάτες και γλυκές πίτες, περιτριγυ­ρισμένος από τους αστρολόγους του, τους δήμιους και τους σαμάνους. Ακόμα κι όταν ο ήλιος έλαμπε στο γαλάζιο ουρα­νό πάνω από τη Δρέσδη, δεν υπήρχε ήλιος και ο ουρανός ή­ταν από πέτρα, ένας παλιός τοίχος. Όποιος δεν ζούσε τότε ποτέ δεν θα καταλάβει. Η πόλη ήταν νεκρή προτού πεθάνει-οι δρόμοι και οι εκκλησίες υπήρχαν στο χώρο, αλλά δεν ήταν πια η Γη αυτό όπου υπήρχαν: κάτι έλειπε, δεν ήταν το 1945, ήταν έξω από την Ιοτορία, ήταν εκατό χιλιάδες χρόνια προ Χριστού. Πιο εκπληκτικό από το αν μια μέρα ένας δεινόσαυ­ρος είχε χτίσει τη φωλιά του στην αυλή του Τσβίνγκερ ήταν το γεγονός ότι κανείς δεν είδε ένα τέτοιο ζώο στην πόλη.


Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Ο Ηράκλειτος είπε πως δεν μπορούμε να μπούμε δύο φορές στον ίδιο ποταμό. Ο Μπόρχες όμως έχει διαφορετική άποψη. Ίσως λόγω διανοητικής ηδονής. Ας είναι. Η Δρέσδη λοιπόν αποτελεί το τραγικό σκηνικό του τότε και του τώρα. 
Τώρα: 1956. Ο αμερικανός οδοντίατρος Νόρμαν Κόρινθ μετά από πρόσκληση επισκέπτεται την Δρέσδη για ένα επαγγελματικό συνέδριο. 
Τότε: 1945. Ο αμερικανός στρατιώτης Νόρμαν Κόρινθ συμμετέχει στον βομβαρδισμό της Δρέσδης.

Η ιστορία που αφηγήθηκα δεν είναι αληθοφανής, γιατί μπλέκονται γεγονότα που συνέβησαν σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτό λέει ο Μπόρχες. Νομίζω ότι δεν είναι άσχετο και με το μυθιστόρημα του Μούλις. Διαβάζω κάπου στο οπισθόφυλλο ότι ο ήρωας καταστρέφει τη γυναίκα με την οποία συνευρίσκεται όπως και τη Δρέσδη...Αποθέωση της αντρικής ματιάς!


Ο ήρωας επιστρέφει αιχμαλωτισμένος από τύψεις. Η επιστροφή στον τόπο του εγκλήματος δε συνοδεύεται βέβαια από τιμωρία. Αυτό θα είχε too happy end. Αντί να τιμωρηθεί ο ίδιος ο ήρωας, μετατίθεται η τιμωρία στον Σνάιντερχαν. Σ΄ αυτή την αινιγματική φιγούρα. Το alter ego του πρωταγωνιστή. Ο μαύρος του εαυτός. Ο ήρωας θέλει να τον τιμωρήσει σε μια προσπάθεια να εξιλεωθεί ο ίδιος. Τελικά το ταξίδι επιστροφής στη Δρέσδη δεν είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, είναι μια απέλπιδα προσπάθεια λύτρωσης από τις τύψεις και τις ενοχές. Μοιραία συμπαρασύρει και άλλους μαζί του.


Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για τον πόλεμο, αλλά για τη μοίρα των ανθρώπων...


Θάνατος. Ξύπνημα. Η Μεγάλη Κατσαρίδα είδε πως οι σήραγγες της ποδοπατούνταν απ' όλες τις μεριές και άρχι­σε να πεθαίνει. Για κανέναν άλλο λόγο δεν τις είχε σκάψει, ένα χθόνιο ζώο που διάβαζε χάρτες· επιτέλους αισθανόταν σαν στο σπίτι του μέσα στον κόσμο, είχε γίνει δικός του κό­σμος, κανείς δεν τον αναγνώριζε - τα κατάφερε μέσα σε 12 χρόνια: οι 12 πύλες της ιερής πόλης, της Νέας Ιερουσαλήμ, που τώρα κατέβαινε από τον ουρανό για να έρθει κοντά του, ντυμένη σαν νύφη που στολίστηκε για τον άντρα της, ο κλοιός από φωτιά και νεκρούς που άρχιζε να σφίγγει γύρω από το υπόγειο του -όσα είχε λαχταρήσει, το καυτό, καυλωμένο, βαρβάτο θηρίο, όσα γνώριζε-οι σκοτεινές στρατιές από την Ανατολή, το αστραφτερό μπαζάρ των εισβολέων από τη Δύση, οι οποίοι έκλειναν στοργικά γύρω από αυτόν, ένα νήπιο που έτρωγε γλυκά, ένα σπερματοζωάριο που πέ­θαινε: σαν μέσα σε μια μήτρα.






Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Άμλετ

Σ΄ απελπισιά τον φέρνει η φαντασία


Τον "Άμλετ" του Σαίξπηρ τον διάβασα (σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα) από μια αναζήτηση σχετικά με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Είμαι γενικά της άποψης ότι το θείο υπάρχει ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου. Τι συμβαίνει όμως σε αυτό το έργο του Σαίξπηρ; 
Το βασικό μοτίβο του δράματος είναι η εκδίκηση: ο νεαρός Άμλετ είναι το πρόσωπο που θέλει να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό του πατέρα του από τον αδελφό του πατέρα του, τον Κλαύδιο, ο οποίος στη συνέχεια παντρεύτηκε και την χήρα του νεκρού. 
Η υπόθεση με οδηγεί στον Ορέστη, ο οποίος βρέθηκε και αυτός σε μια αντίστοιχη θέση. Νεκρός ο πατέρας του, από το χέρι του Αίγισθου, ο οποίος παντρεύεται και την χήρα γυναίκα, την Κλυταιμνήστρα.O Oρέστης τελικά αθωώνεται κατόπιν δίκης από το δικαστήριο του Άρειου Πάγου.
Η λέξη εκδίκηση περιέχει μέσα της τη λέξη δίκη. Άρα μέσω της εκδίκησης αναζητά κάποιος την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Άρα την εκδίκηση θα πρέπει να την αναζητήσουμε μέσα στο πλαίσιο της εποχής που διαπράττεται.
Ο Σαίξπηρ δίνει την εικόνα της εποχής του που είναι ολότελα θρησκευτική, την περιβάλλει με το δέος και την ευλάβεια και την πίστη σε μια ανώτερη δύναμη, σε μια ανώτερη τάξη που ρυθμίζει και την κοσμική ιεραρχία των αξιών.

...Τι είν΄ αυτό
νεκρό κουφάρι εσύ,να ξαναβγαίνεις έτσι
όλος ατσάλι στης σελήνης το αντιφέγγισμα,
κάνοντας ν΄ ασκημαίνει η νύχτα και το θάρρος μας
εμάς των ζωντανών τρελών να συγκλονίζεται
με στοχασμούς φριχτούς που ξεπερνούν τον νου του ανθρώπου;

Ένα αυστηρά ηθικό περιβάλλον έχει ανάγκη και τη συνδρομή της μεταφυσικής για τη διατήρησή του.. Ένα φάντασμα είναι αυτό που δίνει την κατευθυντήρια γραμμή στον Άμλετ. Η θεία Πρόνοια. Κι ένα στρουθί να πέσει υπάρχει ξέχωρη Πρόνοια.
Αλλά  υπάρχει και η ανθρώπινη αδυναμία. Από εδώ  προκύπτει το ανθρώπινο δράμα, γιατί διαρκώς αναβάλλει την εκτέλεση του θεϊκού σχεδίου ενώ φουντώνει διαρκώς και η ανθρώπινη αδυναμία:

Να΄ναι κανείς ή να μην είναι, -αυτό είναι το ζήτημα
τι΄ ναι στο πνεύμα ανώτερο να υποφέρεις
πετριές και σαϊτιές αχρείας τύχης, ή
να παίρνεις τα όπλα ενάντια σ΄ ένα πέλαο βάσανα
κι αντιχτυπώντας να τους δίνεις τέλος;...

Και  η εκδίκση πρέπει να έρθει όχι σε στιγμή κάθαρσης και λυτρωμού του Κλαύδιου, αλλά όταν θα είναι μεθυσμένος, οργισμένος ή σε αιμόμιχτο κρεβάτι.
Τελικά είναι ελεύθερο πνεύμα ο Άμλετ; Έχει τόση ελευθερία ο Άμλετ, όση ελευθερία μπορεί να δώσει σε έναν άνθρωπο η πίστη....


Κλείνοντας δεν μπορώ παρά να αναφέρω και αυτή την εγκιβωτισμένη σκηνή, το θέατρο μέσα στο θέατρο, που δίνει μια μοντέρνα πινελιά σε μια κλασσική φόρμα.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Το στρίψιμο της βίδας - Χένρυ Τζαίημς

  

 Όταν διάβαζα  τη νουβέλα του Χένρυ Τζαίημς "Το στρίψιμο της βίδας", έτυχε να παρακολουθήσω εκείνες τις μέρες και την τελευταία ταινία σε σκηνοθεσία του Γούντυ Άλλεν με τίτλο "Μεσάνυχτα στο Παρίσι". Και τι μου έμεινε; Το πολυεπίπεδο της προσέγγισης των έργων. 
  Στην ταινία ο πρωταγωνιστής έμπαινε στην εποχή που ήθελε με βασικό διαβατήριο τη θέλησή του. Στηνόταν σε ένα σημείο του Παρισιού και μια συγκεκριμένη ώρα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, περνούσε το αυτοκίνητου του χρόνου που τον μετέφερε σε άλλο χρόνο, όπου συναντούσε τους ήρωες των ονείρων του, από τον Χεμινγουέι έως τον Μπουνουέλ. Βασική προύπόθεση είπαμε για αυτό το ταξίδι του ήταν η επιθυμία του, η νοσταλγία για το παρελθόν.
  Στη νουβέλα, η πρωταγωνίστρια, η γκουβερντάνα, βλέπει και αυτή φαντάσματα. Έχει προσληφθεί σε ένα σπίτι για να φροντίσει και να διαπαιδαγωγήσει ένα κορίτσι και τον αδελφό της, αλλά αισθάνεται να περικυκλώνεται από ανεπιθύμητες οπτασίες: την προηγούμενη γκουβερντάνα που είχε πεθάνει,την Τζέσσελ, και έναν υπηρέτη, τον Κουίντ, που ομοίως και αυτός είχε πεθάνει. Εύλογα εγείρεται πάλι το ερώτημα: γιατί άραγε βλέπει φαντάσματα η ηρωίδα; Της σάλεψε; Της έστριψε η βίδα, για να στηρίξουμε και τον τίτλο της νουβέλας; 
  Ας επιχειρήσω μια  ρομαντική ερμηνεία, όσο κι αν η νουβέλα αποπνέει μια μαύρη ατμόσφαιρα...Η ηρωίδα βλέπει φαντάσματα από αγάπη, από αγάπη για τα παιδιά. Για να έχει λόγο ύπαρξης μέσα στο σπίτι, για να αισθάνεται ότι προσφέρει ασφάλεια στους δύο ανήλικους μαθητές της. Τα φαντάσματα είναι οι κίνδυνοι που περιτριγυρίζουν τα πιο αδύναμα μέλη μιας κοινωνίας και ο παιδαγωγός είναι υπεύθυνος για την απομάκρυνσή τους. 
  Τελικά ήταν τρελή η ηρωίδα; Το έργο τελειώνει χωρίς να μας δίνει μια απάντηση. Πιστεύω και πάλι ότι η ηρωίδα είναι τόσο τρελή όσο τρελός είναι και ένας γονιός που σκαρφίζεται κινδύνους που ελλοχεύουν γύρω από το παιδί του. Και όμως κίνδυνοι υπάρχουν. Φαντάσματα όμως;
  Η ταινία του Γούντυ Άλλεν τελειώνει με μια κατάφαση. Ο πρωταγωνιστής δέχεται το παρόν, ένα παρόν όμως έτσι όπως του αρέσει. Η νουβέλα όμως του Χένρυ Τζαίημς επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες.Όλα τα πρόσωπα του έργου έχουν δίκιο από την πλευρά τους. Ακόμη ίσως κι εγώ!



Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Mεταμόρφωση-Κάφκα

Το καφκικό τοπίο προβάλλεται σε όλο του το μεγαλείο στη "Μεταμόρφωση"


Στη «μεταμόρφωση» του Κάφκα ο ήρωας, Γκρέγκορ Σάμσα, ξυπνά ένα πρωινό για να πάει στη δουλειά του και με φρίκη αποκαλύπτει πως έχει μεταμορφωθεί σε μια πελώρια κατσαρίδα.
Μόλις ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από εφιαλτικό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε μια πελώρια κατσαρίδα. Ξαπλωμένος ένιωθε την πλάτη του σκληρή σαν πολεμική ασπίδα κι έβλεπε, όταν ύψωνε λίγο το κεφάλι, τη σκούρα και θολωτή κοιλιά του γεμάτη σκληρές πτυχώσεις, απ΄ όπου η κουβέρτα, που ήταν έτοιμη να γλιστρήσει στο πάτωμα, μόλις και μετά βίας κρατιόταν ακόμα. Αμέτρητα ποδαράκια, αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με τα συνηθισμένα πόδια που είχε άλλοτε, σπάραζαν απελπιστικά μπροστά στα μάτια του.
«Τι μου συνέβη;» σκέφτηκε. Πάντως δεν ήταν όνειρο. Το δωμάτιό του, ένα δωμάτιο συνηθισμένο, μόνο που ήταν μικρό, στεκόταν ήσυχο ανάμεσα στους τέσσερις γνώριμους τοίχους. Πάνω από το τραπέζι, όπου ήταν σκορπισμένα δειγματολόγια από υφάσματα –ο Σάμσα ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος-κρεμόταν η εικόνα που είχε κόψει εδώ και λίγο καιρό από ένα εικονογραφημένο περιοδικό και την είχε βάλει σε μια όμορφη επίχρυση κορνίζα. Παρουσίαζε μια κυρία με γούνινι καπέλο και μποά που καθόταν στητά και πρόβαλλε στο θεατή ένα βαρύ γούνινο μανσόν, όπου μέσα κρυβόταν όλο σχεδόν το χέρι της.
Σε λίγο η ματιά του Γκρέγκορ στράφηκε προς το παράθυρο. Ο άσχημος καιρός –άκουγε κανείς  στάλες βροχής να χτυπούν το περβάζι- τον έκανε πέρα για πέρα μελαγχολικό. «Πως θα μπορούσα να κοιμηθώ ακόμα λίγο και να ξεχάσω αυτές τις τρέλες;» συλλογίστηκε…
Η πρώτη του αντίδραση είναι να κλειστεί στο δωμάτιό του περιμένοντας ίσως να περάσει ο εφιάλτης που βιώνει. Δύσκολα εξάλλου μπορούσε να μετακινηθεί. Ο νέος σωματότυπος απαιτούσε άλλου είδους επιδεξιότητα στις κινήσεις. Η ώρα όμως περνούσε. Η προκαθορισμένη ώρα για να πάει στη δουλειά του πέρασε κι άρχισαν να τον αναζητούν. Πρώτα μέσα από το σπίτι η οικογένειά του. Αλλά και από την εταιρεία που δούλευε κατέφθασε κι ο διαχειριστής γυρεύοντάς τον.
Ο Γκρέγκορ δε χρειαζόταν παρά ν΄ ακούσει την καλημέρα του επισκέπτη και να καταλάβει ποιος ήταν  -ο ίδιος ο διαχειριστής. Γιατί λοιπόν καταδικάστηκε ο Γκρέγκορ να υπηρετεί μια επιχείρηση, όπου η πιο τιποτένια αμέλεια προκαλούσε τον πιο μεγάλη υποψία; Όλοι λοιπόν οι υπάλληλοι κι ο καθένας χωριστά ήταν παλιάνθρωποι; Ανάμεσά τους δεν υπήρχε ούτε ένας πιστός κι αφοσιωμένος άνθρωπος, που αν δε δούλευε δυο ώρες από την πρωινή υπηρεσία του θα ΄φτανε στην τρέλα κι ακριβώς για ένα τέτοιο λόγο δε θα μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι;   
Ο Γκρέγκορ Σάμσα, ο ήρωας κατσαρίδα, καθυστερούσε  οπότε οι υπόλοιποι άνοιξαν την πόρτα κι αντίκρισαν το θέαμα. Μπροστά τους είχαν ένα …τέρας. Ο διαχειριστής τρέπεται σε φυγή και η οικογένειά του (ο πατέρας, η μητέρα και η αδελφή του) δεν αντέχουν να τον βλέπουν. Ο ήρωας-κατσαρίδα μένει πλέον φυλακισμένος στο δωμάτιό του.. Αποτελεί ένα ξένο σώμα δίχως φροντίδα, δίχως αγάπη. Βέβαια ανέκαθεν δεν είχε δημιουργηθεί κάποια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στον Γκρέγκορ και την οικογένειά του πέρα από την οικονομική.
Η φροντίδα του Γκρέγκορ τότε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια να κάνει την οικογένεια, που έπεσε στην οικονομική καταστροφή, να ξεχάσει, όσο γινόταν πιο γρήγορα, τη συμφορά. Κι έτσι άρχισε να δουλεύει με αφάνταστο ζήλο και σε μια βραδιά από μικρός υπάλληλος έγινε εμπορικός αντιπρόσωπος κι έτσι απόκτησε πολύ διαφορετικές δυνατότητες για να κερδίσει χρήματα. Τα αποτελέσματα της εργασίας του με τις διάφορες προμήθειες ήταν τα μετρητά, που τα σώριαζε στο τραπέζι της κατάπληκτης κι ευτυχισμένης οικογένειας. Ήταν τότε όμορφοι καιροί, που ποτέ δεν ξαναγύρισαν, τουλάχιστον με την ίδια λάμψη. Παρόλα αυτά ο Γκρέγκορ αργότερα κέρδιζε πάλι πολλά κι ήταν σε θέση να σηκώσει τα βάρη ολόκληρης της οικογένειας.
Τώρα, στη νέα του κατάσταση, φυλακισμένος στο δωμάτιό του, τις νύχτες που δεν τον έπιανε ύπνος καθόταν στο παράθυρο, γιατί ίσως μόνο αυτό υποσχόταν την ελευθερία του, με τη θέα έξω από αυτό. Ο Γκρέγκορ δεν αποτελεί για την οικογένεια του έναν άνθρωπο, αλλά ένα ζώο, ένα τέρας. Είναι μια απειλή. Δεν έπρεπε να τον μεταχειρίζονται και ως εχθρό, αλλά έπρεπε να καταπνίξουν κάθε αηδία και να υπομένουν. Μια συμφορά στο σπίτι τους που έπρεπε να υπομένουν.  Μια συμφορά που έπρεπε να κρύψουν από τους άλλους. Κι όταν κάποια στιγμή το τέρας-κατσαρίδα εμφανίζεται στους νοικάρηδες του σπιτιού, η ντροπή είναι μεγάλη.
«Πρέπει να φύγει» φώναξε η αδελφή, «αυτό είναι το μοναδικό μέσο για να γλιτώσουμε, πατέρα. Πρέπει να ξεπεράσεις τη σκέψη πως αυτό εδώ είναι ο Γκρέγκορ. Άλλωστε, αν ήταν ο Γκρέγκορ, ήδη από καιρό θα καταλάβαινε πως δεν μπορούν να ζουν άνθρωποι με ένα τέτοιο ζώο και τότε θα έφευγε με τη δική του θέληση. Δε θα΄ χαμε αδελφό, αλλά θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας και θα τιμούσαμε τη μνήμη του. Τώρα όμως δε γίνεται τίποτα. Αυτό το ζώο τώρα μας κυνηγά, πετάει έξω τους εργένηδες, θέλει να κυριαρχήσει  σε όλο το σπίτι και να μας διώξει στο δρόμο…
Τη λύση στο δράμα έρχεται να δώσει ο θάνατος. Ένας θάνατος ευχάριστος, γλυκός, λυσιμελής. Ήρθε ο θάνατος, γιατί έπρεπε να έρθει. Η εξαφάνιση του Γκράγκορ-τέρατος ήταν η μόνη λύση.
«Και τώρα» είπε ο κύριος Σάμσα «πρέπει να ευχαριστήσουμε το Θεό». Έκανε το σταυρό του κι οι τρεις γυναίκες τον μιμήθηκαν αμέσως…    Κατόπιν βγήκαν κι οι τρεις από το σπίτι –πράγμα που είχε μήνες να γίνει- και με τον ηλεκτρικό πήγαν στο ύπαιθρο, έξω από την πόλη. Το βαγόνι τους λουζόταν από τον ήλιο και αστραφτοκοπούσε. Ακουμπισμένοι άνετα στα καθίσματά τους, έπιασαν συζήτηση για τα μελλοντικά τους σχέδια που δε φαίνονταν, αν τα έβλεπε κανείς με προσεχτικό μάτι, κι άσχημα. Οι καταστάσεις και των τριών, χωρίς να το πει ποτέ ο ένας στον άλλο, ήταν πολύ ευνοϊκές κι έδειχναν πως στο μέλλον θα δώσουν πολλά πράγματα…




Όπως αναφέρει ο Κάφκα στα ΜΠΛΕ ΤΕΤΡΑΔΙΑ «ένα πρώτο σημάδι αρχόμενης γνώσης είναι η επιθυμία να πεθάνεις. Τούτη η ζωή φαίνεται αφόρητη, μια άλλη άφταστη. Δεν ντρέπεται κανείς πια να πεθάνει. Παρακαλεί, από το παλιό κελί, που το μισεί, να μεταφερθεί σε ένα άλλο, που θα μάθει να το μισεί. Ένα κατάλοιπο πίστης δρα εδώ, κατά την μεταφορά ο κύριος θα περνά τυχαία από το διάδρομο, θα δει τον φυλακισμένο και θα πει: Αυτόν να μην τον ξαναφυλακίσετε, θα΄ ρθει σε μένα.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Ο καθρέφτης στο έργο του Μπόρχες


   Ο εντοπισμός συμβόλων και η συζήτηση σχετικά με αυτά συνιστά σαφώς μια εξαίσια πράξη αποδόμησης ενός κειμένου και μια αυθαίρετη κίνηση πρόσληψης του νοήματος. Παρόλα αυτά είναι και μια αναπόφευκτη, ίσως και επιβεβλημένη, τακτική για συγγραφείς που έχουν αποκρυσταλλώσει το προσωπικό τους ύφος. Και ένας από αυτούς είναι και ο Μπόρχες.
  Αυτό που με τράβηξε πιο πολύ στον καθρέφτη ως σύμβολο είναι ότι αποτελεί έναν αντικατοπτρισμό, που αναπαράγει ένα είδωλο. Άρα αυτό σημαίνει ότι από μόνος του δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός. Ανάλογα με αυτό που αντικατοπτρίζει παίρνει και το νόημά του.  Για τον Μπόρχες όμως η αντανάκλαση της σωματικής του υπόστασης στον καθρέφτη υπήρξε από πολύ τρυφερή ηλικία πηγή έντονης ανησυχίας, η οποία εξελίχθηκε σε φοβία. «Πάντοτε φοβόμουν τους καθρέφτες. Είχα τρεις μεγάλους καθρέφτες  στο δωμάτιό μου όταν ήμουν παιδί και τους φοβόμουν πάρα πολύ, γιατί έβλεπα τον εαυτό μου μέσα στο θαμπό φως – τον έβλεπα τριπλό, και τρόμαζα στη σκέψη ότι αυτές οι τρεις φιγούρες θα άρχιζαν να κινούνται από μόνες τους...».
  Όταν οι καθρέφτες έχασαν την τρομακτική τους διάσταση,με το πέρασμα σαφώς της ηλικίας, έγιναν στο λογοτεχνικό σύμπαν του Μπόρχες εμβλήματα του «άλλου», του ομοιώματος μας ή ακόμα του τι θα μπορούσε να συμβεί στην αντίπερα όχθη της πραγματικότητας.

   Ένας αιρεσιάρχης στο διήγημα Tlon, Uqbar, Orbis tertius αναφέρει:
"Οι καθρέφτες και η συνουσία είναι απεχθείς, γιατί πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των ανθρώπων..."   Τα παραπάνω λόγια χρησιμοποιεί ο Μπόρχες μεταπλάθοντας λογοτεχνικά την εξής περίπου διατύπωση: "Για έναν από τους Γνωστικούς, το ορατό σύμπαν είναι μια ψευδαίσθηση ή (ακριβέστερα) ένα σόφισμα. Οι καθρέφτες και η πατρότητα είναι απεχθείς, γιατί το πολλαπλασιάζουν και το διασπείρουν"

   Άρα στην ουσία ο φόβος δημιουργείται για οτιδήποτε υπάρχει πέρα από τη βούλησή μας. Αυτό που δημιουργώ το ελέγχω, ενώ αυτό που αναπαράγεται πέρα από τη θέλησή μου, αυτό τελικά είναι το επικίνδυνο.

   Μήπως όμως τελικά ο συγγραφέας μαθαίνει να ζει με αυτό το είδωλο που ο ίδιος δημιούργησε και ο φόβος του, που εκλογικεύεται κάποια στιγμή, εξαφανίζεται και αυτός; Ο δημιουργός και το alter ego. O καθρέφτης δεν είναι και τόσο κακός, όταν τα βρίσκεις με τον εαυτό σου!

Ο Μπόρχες κι εγώ
Στον άλλον, στον Μπόρχες, συμβαίνουν όλα. Εγώ, περπατώ στο Μπουένος Άιρες και σταματώ, ίσως πια μηχανικά, για να κοιτάξω την καμάρα μιας ει­σόδου και την καγκελόπορτα. Νέα του Μπόρχες λαβαίνω με το ταχυδρομείο και βλέπω τ' όνομα του σε μια τριανδρία καθηγητών ή σ' ένα βιογραφικό λε­ξικό. Εμένα μ' αρέσουν οι κλεψύδρες, οι χάρτες, η τυπογραφία του 18ου αι­ώνα, η γεύση του καφέ και η πεζογραφία του Στίβενσον ο άλλος, μοιράζε­ται μαζί μου αυτές τις προτιμήσεις, αλλά μ' έναν τρόπο ματαιόδοξο που τις μετατρέπει σε καμώματα θεατρίνου. Θα 'ταν υπερβολικό να πω ότι οι σχέσεις μας είναι εχθρικές· εγώ ζω, εγώ αφήνομαι να ζω, μόνο και μόνο για να μπο­ρεί ο Μπόρχες να υφαίνει τη λογοτεχνία του, κι αυτή η λογοτεχνία με δικαι­ώνει...